Τα νεολαιίστικα κινήματα, συνήθως, μοιάζουν με τους ήρωες εκείνων των αμερικανικών νεανικών ταινιών, που σε μια στιγμή, πνιγμένοι από τη βλακεία, την αδικία, τη συντηρητικότητα ενός ολόκληρου κόσμου που τους περιβάλλει, κάνουν τη μεγάλη έκρηξη, παίρνουν τον δρόμο, περνούν το «σημείο μη επιστροφής». Στις δυο ώρες της ταινίας αποδεικνύουν όσα πρέπει να αποδείξουν, όμως σ’ αυτόν τον κόσμο που ζούμε, ο ρεαλιστής σκηνοθέτης ξέρει, χάπι εντ δεν υπάρχει. Έτσι, στο τέλος, το φινάλε πάντα είναι ηρωικό και τραγικό, ο ήρωας χάνεται, μαρσάρει με τη Χάρλεϊ Ντάβινσον και «φεύγει» με 200 χιλιόμετρα την ώρα πάνω στα οδοφράγματα της αστυνομίας ή «απογειώνεται» σαν Θέλμα και Λουίζ πάνω από το Γκραν Κάνιον.
Τα νεολαιίστικα κινήματα τα θέλουν όλα ή τίποτα, δηλαδή «είναι ρεαλιστές, ζητάνε το αδύνατο» κι αυτή είναι η δύναμη και η γοητεία τους. Ιστορικές στιγμές που λειτουργούν σαν ηλεκτροσόκ στην κοινωνία, αναγκάζοντάς την να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις. Ο κόσμος μας δεν θα ήταν καθόλου όπως τον ξέρουμε αν δεν είχε υπάρξει η εξέγερση των αμερικανικών πανεπιστημίων, το κάψιμο των κλήσεων στράτευσης στο Βιετνάμ, το καλοκαίρι της αγάπης, οι Φράουλες και το Αίμα. Στη Γαλλία, 25 χρόνια μετά, ακόμα μετράνε τις επιρροές του Μάη, στην τέχνη, τη γλώσσα, τα μέσα ενημέρωσης, τη διαφήμιση. Οι νεανικές εξεγέρσεις είναι πυρακτωμένες, σύντομες και καταλυτικές, είναι απόλυτες γι’ αυτό είναι ηρωικές, είναι μια στιγμιαία έκρηξη γι’ αυτό γίνονται μύθος, αφίσα στους τοίχους φοιτητικών δωματίων, τραγούδι του Ντίλαν και των Ντορς.
Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν ευτύχησε σ’ αυτό. Το παιχνίδι δεν το ‘χασε στις 17 Νοέμβρη του ’73, το ‘χασε ένα χρόνο μετά, στη μεταπολίτευση. Το ελληνικό «κατεστημένο» – τι ωραία λέξη της εποχής – σε μια από τις σπάνιες, τις ελάχιστες στιγμές ωριμότητάς του, με μια κίνηση, αναγνώρισε το Πολυτεχνείο, δηλαδή ακύρωσε τον μύθο. Δεν υπήρχαν πια τα «παιδιά με τα μακριά μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», οι μαλλιάδες με τις καμπάνες, οι τεντιμπόιδες με τις μολότοφ. Υπήρχε μόνο η αναγνωρισμένη από όλους «επέτειος» των φοιτητών που «έκαναν» το Πολυτεχνείο. Αυτή η συνολική αναγνώριση, ήταν άλλωστε εκείνη που τόσο εύκολα και ομόφωνα σχεδόν, επέτρεπε, έκτοτε, τις νόμιμες δολοφονίες κάποιων Κουμή, Κανελλοπούλου, Καλτετζά, σε κάθε επόμενη επέτειο. Αυτοί δεν άνηκαν σ’ «εκείνους» τους ηρωικούς φοιτητές…
Η γενιά του Πολυτεχνείου έχασε ξαφνικά τον εχθρό. Όλοι, από τους φιλήσυχους μπαμπάδες του «μην εκτίθεσαι», μέχρι τους κομματικούς καθοδηγητές, που μιλούσαν τότε για τους «300 προβοκάτορες της Νομικής» και μ’ ένα μπουγέλο έτρεχαν όλο το τριήμερο σβήνοντας τα συνθήματα που «δεν εξέφραζαν τη σωστή γραμμή», τώρα συγκινημένοι χαιρέτιζαν τα ηρωικά παιδιά τους καταθέτοντας στεφάνια. Το ελληνικό νεολαιίστικο κίνημα των αργοπορημένων σίξτις, δεν έγινε ποτέ «καταραμένο», δεν «τρόμαξε» ποτέ κανέναν, δεν ενέπνευσε ποτέ. Δεν το ‘κανε γιατί και η ίδια η γενιά του Πολυτεχνείου, πληρώνοντας την εφτάχρονη χουντική καθυστέρηση, βιάστηκε να συμμετάσχει σύσσωμη, σε όλα όσα οι νεανικές εξεγέρσεις της εποχής σ’ ολόκληρο τον κόσμο απέρριπταν. Βιάστηκε να «παίξει όπως οι μεγάλοι».
Σε ατελείωτες συνεδριάσεις σε κομματικά γραφεία και φοιτητικές συνελεύσεις, ανέλαβε και η ίδια να μεταφράσει τη φλόγα της νεανικής ρήξης σε «αιτήματα», σε κομματικές γραμμές, σε μάχες για το αν ο Δαλάι Λάμα είναι αντιιμπεριαλιστής, οι Κουβανοί στην Αγκόλα διεθνιστές και ο χαρακτήρας της επανάστασης λαϊκοδημοκρατικός ή σοσιαλιστικός. Η τραγική ειρωνεία για τη γενιά του Πολυτεχνείου ήταν εδώ. Η φωτογραφία της δεν έμεινε στην Ιστορία, πάνω στα κάγκελα της πύλης την ώρα που το τανκ έμπαινε μέσα. Ζωγράφισε αργά και μίζερα την εικόνα της, όλη την επόμενη δεκαετία, μέσα σε παρωχημένες αυταπάτες, μάχες χωρίς αντίκρισμα, τρόπο ζωής που η υπόλοιπη νεολαία της Δύσης είχε ήδη ξεπεράσει. Όταν οι Στράνγκλερς εκείνη περίπου την εποχή τραγουδούσαν «No More Heroes», η γενιά του Πολυτεχνείου φώναζε «δόξα και τιμή στον σύντροφο Ζαχαριάδη». Η γενιά του Πολυτεχνείου στην πραγματικότητα, ήταν η γενιά που χρωμάτισε τη μεταπολίτευση. Το χειρότερο απ’ όλα, στην πορεία αυτή, έχασε όχι μόνο τον μύθο της εξέγερσης, βάζοντάς τον στα κομματικά καλούπια, αλλά στο μυαλό πολλών μελών της, έχασε και τα νιάτα της.
Γι’ αυτό, στα τέλη του ’70 αρχές ’80, τελειώνοντας τη διαδρομή αυτή, οι περισσότεροι δεν την είδαν ούτε καν σαν μια χρήσιμη πορεία στην περιπέτεια της ζωής αλλά μόνο σαν απώλεια. Γι’ αυτό και επίσης μίζερα, αλλιώς τώρα αλλά πάλι μίζερα, ανακάλυψαν όλοι μαζί ξαφνικά με πάθος, τα τοπ μόντελ και τα «τεκνά», σαν στερημένοι μοναχοί ή στερημένοι κομμουνιστές νεολαίοι του Φαράκου, «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα». Γι’ αυτό αυτές τις μέρες, βλέποντας ξανά στις οθόνες να περνάνε οι ίδιες γνώριμες φιγούρες, είναι η πρώτη φορά που δεν εκνευρίζομαι με τις επετείους. Γιατί για πρώτη φορά στα πρόσωπά τους βλέπω τη λαχτάρα για αναγνώριση, τη θλίψη. Την ίδια θλίψη και σ’ αυτούς που «επιτυχημένοι» εκπρόσωποι της γενιάς εξαργύρωσαν το μακρινό παρελθόν και σ’ αυτούς που «μεγάλοι σιωπηλοί» το κράτησαν για τον εαυτό τους. Γιατί όλοι είχαν την ίδια πορεία και όλοι γνωρίζουν την ίδια ήττα. Γι’ αυτό ίσως φέτος θυμούνται όλοι αυτούς που έφυγαν, που αυτοκτόνησαν.
Γιατί η πράξη τους, συμβολικά φυσικά, επαναφέρει τον στιγμιαίο, εκρηκτικό, «καταραμένο», «ακατανόητο» χαρακτήρα μιας νεολαιίστικης εξέγερσης, υπενθυμίζει ότι το «Ζαπρίσκι Πόιντ», για να θυμηθούμε μια ταινία της εποχής, ήταν η στιγμή της έκρηξης στην έρημο, όχι η διαχείριση της έκρηξης στην πολυκοσμία της μεταπολίτευσης.
Η μοίρα της γενιάς αυτής είναι να συντηρεί η ίδια, μόνη της, τον μύθο της μια φορά το χρόνο στα αφιερώματα των ΜΜΕ, αφού οι επόμενες γενιές την αγνοούν, ψάχνουν αλλού για τους δικούς τους μύθους. Η ήττα της δεν είναι αν κάποιοι εκπρόσωποί της έγιναν υπουργοί, βουλευτές και δήμαρχοι ή αν δεν έγιναν περισσότεροι. Η ήττα της γενιάς του Πολυτεχνείου είναι που δεν θα γίνει ποτέ μύθος, που η αφίσα της δεν θα μπει σε κανένα φοιτητικό δωμάτιο, είναι που κανένα κορίτσι δεν θα δακρύσει ποτέ για πάρτη της.