Μιλώντας πρόσφατα στον Πολ Μέισον, στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ #ThisIsAcoup, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Αλέξης Τσίπρας έκανε, για πρώτη φορά, μια γενναία και ειλικρινή αυτοκριτική για όσα συνέβησαν το κρίσιμο επτάμηνο της πρώτης θητείας του. «Νομίζω πως χάσαμε χρόνο», δήλωσε ο κ. Τσίπρας. «Στο τέλος, μας τελείωσαν τα χρήματα και οι δυνάμεις», ενώ προσθέτει ότι «αν το ήξερα αυτό, θα είχα πάρει πιο γενναίες αποφάσεις από την αρχή». Σχετικά μάλιστα με τις διαπραγματεύσεις της 13ης Ιουλίου, ο πρωθυπουργός αναφέρει ότι «αν έφευγα εκείνη τη νύχτα, θα ήμουν ήρωας για μία βραδιά ή δύο, ίσως τρεις, αλλά θα ήταν καταστροφικό για τις επόμενες ημέρες και νύχτες αυτό. […] Η καρδιά μου είπε “όχι” αλλά το μυαλό μου έλεγε πως έπρεπε να βρούμε μια λύση. Αν έφευγα, θα κατέρρεαν οι τράπεζες και η οικονομία».
Η δήλωση αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά, καθώς καταγράφει όχι μόνο τις δύσκολες ώρες ενός πολιτικού αλλά και τα αδιέξοδα μιας πολιτικής. Πράγματι, ο κ. Τσίπρας επέλεξε εκείνο το βράδυ να μην ακούσει την καρδιά του αλλά το μυαλό του, δρομολογώντας έτσι τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Υπέγραψε το «Τρίτο Μνημόνιο» και το έφερε στη Βουλή με τα γνωστά αποτελέσματα: το κόμμα του διασπάστηκε, και ο ίδιος κέρδισε τις εκλογές για να εφαρμόσει τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα τα οποία είχε υποσχεθεί στο χρόνια της αντιμνημονιακής (αυτ)απάτης. Κάπως έτσι άρχισε μια νέα παρεξήγηση, που διαρκεί ακόμη.
Πολλοί, οι πιο αισιόδοξοι, υποδέχτηκαν με ανακούφιση τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ως ρεαλιστική στροφή στον πραγματισμό. Κάποιοι άλλοι, οι πιο ρομαντικοί, επινόησαν το «παράλληλο προγραμμα» για να συνεχίσουν να ζουν μέσα στο ροζ συννεφάκι ενός Μνημονίου «με ανθρώπινο πρόσωπο». Τέλος, υπήρξαν και ορισμένοι, οι πιο αφελείς, που θεώρησαν ότι η εφαρμογή του Μνημονίου είναι ένας προσωρινός ελιγμός που επιτρέπει την αναδιάταξη των επαναστατικών δυνάμεων της αριστεράς, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Στο δρόμο για τις κάλπες, ελάχιστοι πάντως διερωτήθηκαν για το ποιες θα ήταν οι πραγματικές μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες των επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ. Κανείς δεν κατάλαβε τι ακριβώς σήμαινε η απώλεια χρόνου, χρήματος και διαπραγματευτικής δύναμης, έτσι όπως την περιγράφει τώρα στην αποκαλυπτική συνέντευξή του ο πρωθυπουργός.
Σήμερα, ωστόσο, μετά το συνδυασμό πολιτικής εξαπάτησης και διαχειριστικής ανεπάρκειας, τα αποτελέσματα έχουν αρχίσει να φαίνονται. Ας μείνουμε στο χώρο της οικονομίας: οι τράπεζες «εξαερώθηκαν», το σπιράλ της ύφεσης και της ανεργίας συνεχίζει, το πρόβλημα του «ασφαλιστικού» επιβαρύνθηκε, οι επενδύσεις αδρανοποιήθηκαν. Δίπλα σε όλα αυτά πρέπει κανείς να προσθέσει τα φαινόμενα πολιτισμικής καθυστέρησης, εκπαιδευτικής οπισθοδρόμησης και «κομματικού κράτους», που γέννησε η αυτάρεσκη νομή της εξουσίας από το παράταιρο δίδυμο των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όσοι έσπευσαν να χαιρετίσουν τη ρεαλιστική προσαρμογή της κυβέρνησης, αντιλαμβάνονται τώρα ότι αυτή έγινε χωρίς σχέδιο και στρατηγική, γεγονός που επιτείνει τη διολίσθηση της χώρας σε μια ολοένα και πιο βαθιά κατάσταση χρόνιας στασιμότητας και σχεδόν μόνιμης χρεοκοπίας. Ο δρόμος της εφαρμογής του τρίτου και πιο επαχθούς Μνημονίου εξελίσσεται σε ένα δρόμο χωρίς προορισμό.
Η κυβέρνηση μοιάζει πλέον να πάσχει από το σύνδρομο των «γενναίων του Μπρανκαλεόνε» — για να θυμηθούμε τη γνωστή ταινία. Μετατρέποντας σε παρωδία την επική στιγμή της εξουσίας από την «πρώτη φορά Αριστερά», αυτοπαγιδεύτηκε σε μια ευάλωτη και οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που ψηφίζει διαρκώς «κατεπείγοντα μέτρα» για να εισπράξει δόσεις και υποδόσεις, συνοδευμένες με μελοδραματικές ατάκες: «πονάμε αλλά υπογράφουμε», «ματώνουμε αλλά διεκδικούμε», «ψηφίζουμε αλλά διαφωνούμε» κ.λπ. Η κυβέρνηση καταγγέλλει μάλιστα την αντιπολίτευση επειδή δεν συμμετέχει στον κωμικό ρόλο του κομπάρσου στο τρίτο Μνημόνιο των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ? λες και ο κομπάρσος θα μπορούσε να «σώσει» το έργο. Η προσωρινή (;) απόσυρση του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος» ήδη προμηνύει την εποτάχυνση της κυβερνητικής φθοράς και την ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Αναμφισβήτητα, η ετεροχρονισμένη παραδοχή του κ. Τσίπρα ότι δεν ήθελε να γίνει ο «ήρωας της μιας βραδιάς» είναι ίσως η σημαντικότερη πολιτική είδηση του 2015. Μένει να φανεί αν ο πρωθυπουργός θα γίνει, το 2016, ένας μοναχικός «ήρωας μες στα χαλάσματα», που θα αναρωτιέται ακόμη γιατί το βράδυ των πρόσφατων εκλογών προτίμησε να ανεβάσει στην εξέδρα της νίκης τον κ. Πάνο Καμμένο.