Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα: τρεις χώρες, δύο πολιτικές

Κώστας Καλλίτσης 28 Απρ 2014

Επιτυχία ή αποτέλεσμα της απουσίας αναγκαίων μεταρρυθμίσεων το πρωτογενές πλεόνασμα;

Η Ιρλανδία μπήκε σε πρόγραμμα προσαρμογής τον Νοέμβριο 2010, που συνοδευόταν από χρηματοδότηση 85 δισ. ευρώ – ίση με το 58% του ΑΕΠ. Στα τέλη του 2013 βγήκε από το πρόγραμμα. Στα τρία χρόνια εφαρμογής του προγράμματος, το ιρλανδικό ΑΕΠ αυξήθηκε 1,7%, οι επενδύσεις αυξήθηκαν 8,3%, η ανεργία μειώθηκε από το 14,7% στο 13,1% και οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 12,6%. Η Πορτογαλία μπήκε σε πρόγραμμα τον Απρίλιο 2011, με χρηματοδότηση 78 δισ. ευρώ –ί ση με το 46% του ΑΕΠ. Στις 5 Μαΐου θα βγει από το πρόγραμμα. Στα τρία χρόνια εφαρμογής του, το ΑΕΠ μειώθηκε 3,4%, οι επενδύσεις 19,2%, η ανεργία αυξήθηκε 4,5 μονάδες από το 12% στο 16,5% αλλά οι εξαγωγές αυξήθηκαν 24,6%. Οι δύο λαοί πέρασαν δύσκολες ώρες αλλά τα κατάφεραν. Οι οικονομίες τους ανασυγκροτήθηκαν, δεν σωριάστηκαν σε ερείπια. Οι δύο χώρες στάθηκαν στα πόδια τους.

Η Ελλάδα είχε μπει σε πρόγραμμα τον Μάιο 2010, συνοδευόμενο με χρηματοδότηση 110 δισ. ευρώ. Προβλεπόταν ότι το 2012 θα άρχιζε η ανάκαμψη, ότι η ανεργία δεν θα ξεπερνούσε το 14,8%, το χρέος θα έφτανε μέχρι το 149% του ΑΕΠ και η χώρα θα έβγαινε στις αγορές το 2013. Η εξέλιξη ήταν διαφορετική. Το πρόγραμμα ναυάγησε, η χώρα σύρθηκε σε «κούρεμα» του χρέους (κυρίως, σε «κούρεμα» των κεφαλών των ιθαγενών…) και μπήκε σε δεύτερο πρόγραμμα, με νέα δανειοδότηση 130 δισ. με χαμηλό επιτόκιο. Συνολικά, χρηματοδοτηθήκαμε με 220 δισ. ευρώ περίπου – όσο το 125% του ΑΕΠ. Και τι πετύχαμε αυτά τα χρόνια; Το ΑΕΠ μειώθηκε πάνω από 22% (τώρα, 50 δισ. μικρότερο από το 2009), η ανεργία εκτινάχθηκε από 9,5% σε 27,3%, οι επενδύσεις μειώθηκαν 46%, οι εξαγωγές, μετά από αύξηση 6% το 2010 έμειναν στάσιμες και μετά άρχισαν να μειώνονται (-2,8% το τελευταίο 12μηνο), ενώ το χρέος ανέβηκε από 130% σε 177% του ΑΕΠ.

Τα στοιχεία (www.europa.eu/economy_finance) εμφανίζουν την Ελλάδα ως υπόδειγμα αποτυχίας σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί. Τι πήγε στραβά; Αυτό που πήγε λάθος με την Ελλάδα, γράφει ο Ντανιέλ Γκρος (What makes Greece special? ) – δεν ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή. Αντιθέτως -τονίζει- η λιτότητα ήταν υπερβολικά επιτυχής (και επώδυνη), αλλά ήταν ο λάθος στόχος. Ο σημαντικός στόχος έπρεπε να είναι η αύξηση των εξαγωγών. Η Ελλάδα απέτυχε γενικώς, επειδή απέτυχε σε αυτό. Οι ελληνικές εξαγωγές, που πριν από λίγα χρόνια ήταν ίσες με της Πορτογαλίας, μειώνονται. Η ισορροπία που επετεύχθη στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας οφείλεται μόνο και μόνο στη μείωση των εισαγωγών. Χωρίς αύξηση των εξαγωγών, όμως, δεν υπάρχει διατηρήσιμη ανάκαμψη. Και ο Γκρος, σύμβουλος των ευρωπαϊκών θεσμών, τονίζει: Μη εξαγωγές=μη μεγέθυνση=μη βιώσιμο χρέος.

Γιατί απέτυχε σε αυτό; Γιατί, η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας –γράφει ο Λορέντζο Σμάγκι (Austerity, European Democracies against the Wall), έως το 2012 μέλος της διοίκησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- εξαρτάται από πολλά. Για να τη βελτιώσεις πρέπει να μεταρρυθμίσεις το κράτος, τη δικαιοσύνη, να πατάξεις τη διαφθορά, να φροντίσεις την έρευνα, να ανοίξεις τις κλειστές αγορές, να στηρίξεις μια νέα επιχειρηματικότητα, κόντρα στην κρατικοδίαιτη. Στην Ελλάδα -εκτιμά ο Σμάγκι- η προσαρμογή απέτυχε γιατί το βάρος έπεσε στη λιτότητα χωρίς μεταρρυθμίσεις. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είτε δεν είχε τη δύναμη να τις κάνει είτε τις υπονόμευε, όπως έκανε -σχολιάζει- η τότε αντιπολίτευση, το 2010-2012, πολεμώντας την κυβέρνηση Παπανδρέου.

Αλλά αυτά δεν τα λένε μόνο οι ξένοι γνώστες των πραγμάτων. Το 2013 κατεγράφη ο υψηλότερος ρυθμός μείωσης των μισθών κατά την τελευταία 4ετία λέει η Τράπεζα της Ελλάδος (Εκθεση του διοικητή), με αποτέλεσμα η τελική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να ξεπερνά τη μείωση που πρόβλεπε το β΄ Μνημόνιο στην τριετία 2012-2014, και από 15% να φτάσει στο 22%. Αλλά αυτή η μείωση αντισταθμίστηκε από την αύξηση των τιμών των εισαγομένων πρώτων υλών, της ενέργειας, των τραπεζικών επιτοκίων και τη φορολογική επιβάρυνση. Ετσι, η χώρα μας, με κριτήριο τη «συνολική ανταγωνιστικότητα» -αναφέρει η έκθεση- κατατάσσεται στην τελευταία θέση των προηγμένων χωρών. Με άλλα λόγια, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, εξηγείται ενδεχομένως από εκλογικές στοχεύσεις (γι’ αυτό υπερακοντίσαμε τους στόχους του Μνημονίου σε αυτό, ειδικά, το θέμα;), αλλά δεν είναι παρά (μη διατηρήσιμο χωρίς αλλαγή πολιτικής) αποτέλεσμα ενός «λάθος στόχου», μιας αδιέξοδης πολιτικής (άνισης) λιτότητας χωρίς αναπτυξιακές, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις – ενδεχομένως, δε, με στόχο να αποφευχθούν τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Επειδή το άρρωστο πολιτικό σύστημα δεν τις αντέχει ή τις απεχθάνεται. Μια διαφορά με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.