Απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1965. Στις 7 ο Γ. Παπανδρέου φτάνει στα ανάκτορα. Στις 7 και 10 έχει φύγει. Έχει αρνηθεί τον παλατιανό εκβιασμό και έχει υποβάλει την παραίτησή του. Στους διαδρόμους βρίσκονται ήδη έτοιμοι οι αντικαταστάτες. Ορκίζεται ο Νόβας πρωθυπουργός.
Ήδη από νωρίς, το απομεσήμερο εκατοντάδες πολίτες, νέοι κυρίως, είχαν πλησιάσει την περιοχή της Βουλής και του Συντάγματος. Περιμέναν την εξέλιξη. Άκουσα τις πρώτες φωνές μετά την αναχώρηση του Παπανδρέου απ’ τα ανάκτορα. Εκεί στο τέρμα της Ακαδημίας, μπροστά από το σημερινό Θέατρο Καρέζη μια μεγάλη ομάδα νέων, πιθανόν της ΕΔΗΝ, γιατί θυμάμαι ανάμεσά τους την ψηλόλιγνη φιγούρα του Ν. Κωνσταντόπουλου, προφανώς ειδοποιημένη από βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που βρίσκονταν κοντά στα ανάκτορα, άρχισε να κραυγάζει «Έπεσε η κυβέρνηση», «Αίσχος», «Ζήτω η Δημοκρατία». Μέσα σε ελάχιστα λεπτά σχηματίζεται μεγάλη διαδήλωση.
Εκατοντάδες Λαμπράκηδες, διασκορπισμένοι στο Σύνταγμα, με σημείο εκκίνησης τη γωνία πρώην Παπασπύρου, ενώνονται με τη διαδήλωση στην Ακαδημίας. Σε λίγα λεπτά χιλιάδες πολίτες στρίβουν στην Πανεπιστημίου και κατεβαίνουν προς τα Προπύλαια. «Δεν περνάει ο φασισμός – Δημοκρατία». Τραντάζεται το κέντρο της Αθήνας.
Είναι βράδυ πια της 15ης Ιουλίου 1965. Ο λαός στους δρόμους. Έτσι ξεκίνησαν οι 70 μέρες που συγκλόνισαν της Αθήνα. Και την Ελλάδα. Έτσι ξεκίνησαν τα «Ιουλιανά».
16 Ιουλίου το πρωί με τον καλοκαιριάτικο ήλιο να πυρώνει τα πεζοδρόμια. Η Αθήνα ξημερώνεται ανήσυχη. Το κέντρο σιγά σιγά γεμίζει κόσμο. Από το Χρηματιστήριο μέχρι την Κλαυθμώνος η οδός Αριστείδου και όλοι οι γύρω δρόμοι είναι φίσκα. Ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ι. Πασαλίδης έρχεται από τη Θεσσαλονίκη στα κεντρικά γραφεία της ΕΔΑ και χιλιάδες Εδαϊτες και Λαμπράκηδες τον περιμένουν. Τα συνθήματα δεν σταματούν και όταν εμφανίζεται ο Πασαλίδης συνοδευόμενος από τον Ηλιού, τον Γλέζο, τον Μίκη και άλλους βουλευτές η κραυγή «ΕΔΑ-ΕΔΑ-ΕΔΑ» δονεί την ατμόσφαιρα.
Από την Κλαυθμώνος ξεκινάει η δεύτερη μεγάλη διαδήλωση. «Κάτω οι παλατιανοί». «Δεν περνάει ο φασισμός». «Κάτω οι προδότες». Οι ώρες περνούν, ο κόσμος πυκνώνει ή αραιώνει, αλλά παραμένει στους δρόμους. Διαδηλώνει παντού. Στην Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, στην Κάνιγγος, στο Σύνταγμα, σε όλο το κέντρο της πόλης. Μέχρι το βράδυ μένει αμέτοχη η αστυνομία. Εν τω μεταξύ έχει συμπληρωθεί η κυβέρνηση των «αποστατών», όπως αποκλήθηκε, με νέα μέλη. Ορκίζονται οι Μητσοτάκης, Παπασπύρου, Μπακατσέλος κ.ά. το βράδυ η αστυνομία κάνει επίθεση στο ύψος της Μπενάκη. Δακρυγόνα, κλομπς, επίθεση σκληρή. Εκατοντάδες πολίτες ξυλοκοπούνται. Μπροστά στο «Ρεξ» μας κλείνουν στη στοά δύο κλούβες και μεγάλη δύναμη αστυνομικών. Δεν μπορούμε να φύγουμε από πουθενά. Αφήνουν διάδρομο ενός μέτρου, δεξιά και αριστερά σε φάλαγγα με τα κλομπς στα χέρια και μας καλούν να φύγουμε περνώντας ανάμεσά τους. Άνδρες, γυναίκες περνούν όσο μπορούν πιο γρήγορα. Τα κλομπς ανεβοκατεβαίνουν, ανελέητος ξυλοδαρμός. «Τα χέρια στο κεφάλι, σκύψε και τρέχα», μου φωνάζει ο Μίμης δίπλα μου – δεν θυμάμαι διαδήλωση, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, που να μην την έχουμε περπατήσει μαζί με τον πάντα αγαπημένο φίλο Μίμη Μανωλάκο. Βγήκαμε και τρέξαμε στην ανοιχτή Πανεπιστημίου.
Αργά τη νύχτα μετράγαμε στην Πειραιώς 4, στα γραφεία της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, τους χτυπημένους, τους ψάχναμε στα νοσοκομεία και φροντίζαμε όσο μπορούσαμε όσους είχαν συλληφθεί. Ήταν για μένα, θυμάμαι, η πρώτη φορά που χτυπήθηκα σε διαδήλωση με σημάδια στην πλάτη από τα κλομπς που έκαναν πολλές μέρες να φύγουν. Η πρώτη όμως και η τελευταία που μπήκα διαδηλώνοντας σε στοά. Όλα βλέπεις μαθαίνονται. Όλες τις επόμενες ημέρες η Αθήνα ζούσε στα πεζοδρόμια.
Χιλιάδες διαδήλωναν καθημερινά. Ένα τεράστιο δημοκρατικό μέτωπο σάρωνε τη μια μετά την άλλη όλες τις απόπειρες σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης. Θα μπορούσα, αφήνοντας την μνήμη να τρέξει, να γράφω ώρες και να γεμίζω σελίδες. Ίσως η τρελή μας νιότη, ίσως το αντιφασιστικό πάθος κι η στράτευσή μας, ίσως ο μέγας, πιθανόν και άλογος, έρωτας για την Αριστερά, κυρίως όμως η πίστη μας στη δημοκρατία και την ελευθερία, που δεν τις είχαμε χορτάσει εκείνα τα χρόνια, κρατούσαν συνεχώς αναμμένη τη φλόγα και μας έσπρωχναν κάθε μέρα στα πεζοδρόμια και στους δρόμους μιας Αθήνας δημοκρατικής και αδούλωτης εκείνο το καλοκαίρι. Για δυόμισι περίπου μήνες. Τι να πρωτογράψει κανείς. Είναι τόσα πολλά.
Δεν θα μπορούσα όμως και να κλείσω αυτό το σημείωμα για κείνες τις μέρες χωρίς αναφορά στη μεγάλη νύχτα. Στη νύχτα του Σωτήρη. Στη δική μας νύχτα.
21 Ιουλίου 1965. Το βράδυ συγκέντρωση της ΕΦΕΕ στα Προπύλαια, μετά τις ομιλίες ξεκινάει η διαδήλωση. Κατεύθυνση η Βουλή. Χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες. Απίστευτο πάθος. Η Σταδίου τραντάζεται. «Δεν περνάει ο φασισμός». «Κάτω οι αυλόδουλοι». «Παρ’ τη μάνα σου και μπρος, δε σε θέλει ο λαός», «Κάτω η φρίκη», «Δημοκρατία, δημοκρατία», «Εκλογές ελεύθερες».
Και το χιούμορ να μη λείπει. Θυμάμαι το πανό με την περίφημη παράφραση γνωστού κινηματογραφικού έργου της εποχής: «ΠΡΑΚΤΩΡ 114 εναντίον δρος Νόβα». Η κεφαλή της διαδήλωσης φτάνει στο «Αττικόν». Η Σταδίου είναι γεμάτη μέχρι την Ομόνοια, η Πανεπιστημίου επίσης και κόσμος ακόμα παραμένει στα Προπύλαια όπου βρίσκεται το τέλος της μεγάλης πορείας. Στη γωνία Χρήστου Λαδά οι κλούβες έχουν κλείσει τη Σταδίου. Σε δεύτερη σειρά πίσω «αύρες» με δακρυγόνα.
Στην πρώτη γραμμή των διαδηλωτών μέλη του Κ.Σ. της ΕΦΕΕ και πιασμένοι σε αλυσίδα φοιτητές και σπουδαστές της Αριστεράς. Πρώτος στους πρώτους ο Σωτήρης Πέτρουλας 23 χρονών, φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής.
Αρχίζουν οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις.
ΕΦΕΕ: «Θα περάσουμε, η διαδήλωση είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας».
Αρχοντουλάκης (διευθυντής Αστυνομίας τότε): «Δεν περνάτε, διαλυθείτε».
-Θα περάσουμε.
-Δεν θα περάσετε.
Τα συνθήματα δεν σταματούν στιγμή. Βρισκόμαστε η παρέα, η κολλητή, λίγο πιο πίσω στην τέταρτη ή πέμπτη σειρά της αλυσίδας. Ο Μίμης Μανωλάκος, η Αλέκα Δρόσου, η Νίτσα Λουλέ, η Κατερίνα Κωστάκη, εγώ, ο Σπύρος Κάζος κ.ά. πιασμένοι απ’ τα χέρια. Και ξαφνικά χωρίς καμία προειδοποίηση πέφτουν δεκάδες δακρυγόνα και ξεκινάει μια επίθεση απίστευτης αγριότητας από αστυνομικούς με φορεμένες τις μάσκες τις αντιασφυξιογόνες. Δεν βλέπουμε μπροστά μας. Η άσφαλτος γεμίζει διαδηλωτές. Κραυγές πόνου, αίματα, ξυλοκοπούνται αγόρια και κορίτσια. Γεμίζουν οι κλούβες και φεύγουν με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Στρίβω τρέχοντας στην Κοραή. Στη γωνία στο πεζοδρόμιο του Βιντζηλαίου τότε (το γνωστό ανθοπωλείο) μια δεκάδα περίπου αστυφυλάκων έχουν ρίξει κάτω έναν διαδηλωτή και τον χτυπούν αλύπητα, όλοι μαζί. Περνάω τρέχοντας και τον αναγνωρίζω. Είναι Αντρέας Λεντάκης. Διαλυόμαστε στα γύρω στενά. Προσπαθούμε να ξανασυγκροτηθούμε, δεν τα καταφέρνουμε. Κατεβαίνω προς τα γραφεία της νεολαίας Λαμπράκη στην Πειραιώς. Έχω χαθεί με όλους τους άλλους. Στα γραφεία επικρατεί μεγάλη ανησυχία. «Πιθανόν έχουμε νεκρό», ακούω. Ποιος είναι, ρωτάω. Φοβάμαι. Δεν έχω δει καθόλου στη διαδήλωση τον αδελφό μου. Τον είχα χάσει από τα Προπύλαια. Ανησυχώ. Τον Μπάμπη μάλλον τον έπιασαν, μου λένε. Ησυχάζω!!
Μετά από λίγο φτάνει η πρώτη πληροφορία. Ο νεκρός είναι ο Σωτήρης μάλλον, ο Σωτήρης Πέτρουλας. Σιωπή, πνιγμένοι λυγμοί. Περιμένουμε όλοι κάτι νεότερο. Αργότερα η είδηση επιβεβαιώνεται. Ο Σωτήρης Πέτρουλας είναι νεκρός. Έμεινε εκεί στο πεζοδρόμιο της Χρήστου Λαδά χτυπημένος από το δακρυγόνο.
Φεύγουμε για τα νοσοκομεία, να βρούμε τους χτυπημένους συντρόφους. Ο Λεντάκης, σοβαρά χτυπημένος, χειρουργείται. Τραυματίες εκατοντάδες. Θυμάμαι τραυματισμένους τον Μάκη Παπούλια, τη Νίτσα Λουλέ και άλλους.
Προσπαθούμε να μάθουμε πού βρίσκεται το νεκρό κορμί του Σωτήρη. Μέχρι το πρωί δεν είχα μάθει τίποτα, εγώ τουλάχιστον. Το πρωί με ειδοποιούν πως στο νεκροτομείο της οδού Μασσαλίας φρουρείται από δικούς μας εργάτες η σορός του Σωτήρη. Το απόγευμα εκατοντάδες φοιτητές και εργάτες προσπαθούν να τον συνοδεύσουν μέχρι το σπίτι του. Η νεκροφόρα με κλούβες γύρω – γύρω αναπτύσσει ταχύτητα. Ο κόσμος τρέχει από πίσω με κραυγές: «Τούμπα δολοφόνε».
Παρέα με εκατοντάδες συντρόφους του να τον θρηνούν με τραγούδια, ο Σωτήρης θα μείνει στο σπίτι του για να έρθει μαζί τους στη Μητρόπολη την επόμενη. Μετά τον Γρ. Λαμπράκη, η Αθήνα, όλη στους δρόμους, κηδεύει στις 23 Ιούλη τον άλλο μεγάλο νεκρό της. Τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον αγωνιστή νεολαίο, τον εργαζόμενο φοιτητή, τον διανοούμενο φοιτητή, το παλικάρι με τα «γαλάζια μάτια που μας καλούνε». Τον αποχαιρετούμε όλοι όσοι τον γνωρίσαμε, όσοι συνεδριάσαμε μαζί του, όσοι περπατήσαμε μαζί του, όσοι τραγουδήσαμε παρέα του.
Τη μεγάλη νύχτα του Σωτήρη, συνελήφθησαν 400 περίπου. Προφυλακίστηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για στάση κλπ. κλπ. 31 διαδηλωτές. Ανάμεσά τους ο Μπ. Λυκούδης, ο Καλλέργης, ο Π. Βερνάρδος κ.ά.
Τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά. Η μνήμη ξεθωριάζει σχεδόν σε όλα, σχεδόν για όλα. Αλλά είναι κάποιες εικόνες, κάποια πρόσωπα, κάποιες στιγμές, κάποιες μέρες τόσο βαθιά χαραγμένες που είναι σαν χτεσινές. Έτσι χαραγμένες είναι για μένα, και για άλλους πολλούς φαντάζομαι, αυτές οι ανεπανάληπτες μέρες του καλοκαιριού του ’65 στους δρόμους της Αθήνας.
Δημοσιευμένο στα 40 χρόνια από τον θάνατο του Σωτήρη Πέτρουλα