Το βιβλίο επιχειρηματολογεί για τη στρεβλότητα του τραπεζικού συστήματος και τον τρόπο που αυτή συνυφαίνεται με το ελληνικό πελατειακό καπιταλιστικό εποικοδόμημα ιεραρχημένων ειδικών συμφερόντων.
Ειδικότερα αναλύεται το μακροοικονομικό υπόδειγμα της νέας «συναίνεσης», καθώς αυτό καθόρισε τη φυσιογνωμία της ΕΕ και τη νομισματική πολιτική που υιοθετήθηκε με το ευρώ, ενώ επισκοπείται η αντιμετώπιση της κρίσης από την ΕΚΤ (συγκριτικά με την κεντρική τράπεζας των ΗΠΑ), με συνέπεια την απόκλιση μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ.
Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής παρατίθεται στη συνέχεια, από τη μεταπολίτευση μέχρι το 3ο μνημόνιο.
Επικεντρώνοντας στο ρόλο των ελληνικών τραπεζών στην κρίση αναδεικνύονται οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συνέτειναν στην εκδήλωση της , και στη συνέχεια άσκησαν αυτοτροφοδοτούμενη ακραία περιοριστική πολιτική διευρύνοντας τη διάρκεια και το βάθος της. Η ενίσχυση του τραπεζικού ολιγοπωλίου κυριαρχεί της οικονομίας επιβαρύνοντας την με συστημικά υψηλό και αντιαναπτυξιακό κόστος χρήματος. Εκεί εξετάζεται και η κατάρρευση των τραπεζών τον Ιούνιο του 2015 και η 3η ανακεφαλαιοποίηση.
Ειδικότερες αναφορές γίνονται στις θεωρίες της δραχμικής εναλλακτικής και στις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση υπό καθεστώς κατάρρευσης ρευστότητας.
Το βιβλίο καταλήγει σε προτάσεις ριζικών μεταρρυθμίσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα ως προϋπόθεση για την υπέρβαση του εσαεί προβληματικού ιδιότυπου ελληνικού καπιταλιστικού μορφώματος.