Το πρώτο εκτελεστικό απόσπασμα της μνησίκακης αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) στήθηκε, δούλεψε και έστρωσε τα πρώτα κορμιά στο έδαφος. Επικεφαλής του αποσπάσματος ο δύσμορφος Μπαλτάς και μέλη του η κοινοβουλευτική ομάδα του Κόμματος. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του θύματος: Η Εκπαίδευση, δημόσια και ιδιωτική, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια. Επειδή είναι η μηχανή αναπαραγωγής του πάνω στρώματος της κοινωνίας και θεμελιακός παράγοντας της αναπαραγωγής της κοινωνικής κουλτούρας. Καίριος στόχος της μνησίκακης αριστεράς, να μην υπάρχουν κεφάλια που τραβούν την κοινωνία προς ανώτερους στόχους. Οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Πως θα μπορούσαν να επιβιώσουν οι Τσίπρες, Λαφαζάνηδες και Στρατούληδες ανάμεσα σε κοινωνική ηγεσία που με δημιουργικότητα, γνώση και όραμα που στοχεύει σε ένα μέλλον διευρυμένων ευκαιριών ευτυχίας; Οι άνθρωποι έχουν μάθει να κατασκευάζουν «εξοργισμένους» για να μπορούν να αρχηγεύουν ανάμεσά τους ως μονόφθαλμοι. Η μνησίκακη αριστερά έχει πιστοποιηθεί πλέον ως η ιδεολογία της εθνικολαϊκής μιζέριας. Δεν μπορεί να ανεχθεί την παραμικρή δυνατότητα προοδευτικής ανάκαμψης της κοινωνίας μας επειδή εκεί δεν έχει τη δυνατότητα να παίξει παιχνίδια εξουσίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στα πανεπιστήμιά μας η αριστερά εκπροσωπείται κατά πλειονοψηφία από τους μέτριους.
Οι αντιδράσεις; Σποραδικές, ασύντακτες, αδύναμες. Την τιμή των όπλων σώζουν κάπως οι γνωστοί πλέον μεταρρυθμιστές της τριτοβάθμιας. Κάποτε ήμασταν «χίλιοι», τώρα, δεν ξέρουμε καν πόσοι απόμειναν. Παρά το κάπως θολό τοπίο τους, παραμένουν εν τούτοις η μόνη ελπίδα για μια εναλλακτική προσέγγιση του πανεπιστημιακού ζητήματος, μακριά από τον σκοταδισμό της μνησίκακης «αριστεράς». Γιαυτό και αισθάνομαι οικείος και ανήκω στην παρέα τους. Το τελευταίο δηλώνω για να δικαιολογήσω τον πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιώ σε κρίσιμα σημεία του κειμένου αυτού. Δεν θέλω να εξαιρέσω τον εαυτό μου από την όποια κριτική.
Εξεγείρομαι όταν συνειδητοποιώ σε κάθε ευκαιρία που μου δίνεται, ότι εμείς οι μεταρρυθμιστές μοιάζει να δίνουμε συνεχώς μάχες οπισθοφυλακής. Προσπαθούμε να εμποδίσουμε την οπισθοδρόμηση, αλλά, και την μοναδική φορά που μας δόθηκε η ευκαιρία να νομοθετήσουμε, αρκεστήκαμε στην αναθέσμιση του διοικητικού συστήματος των πανεπιστημίων μας (ν.4009/11) και δεν τολμήσαμε να ανοίξουμε το μέτωπο του συνολικού οράματος, της απάντησης δηλαδή στο καίριο ερώτημα «τι είδος εκπαίδευση θέλουμε να υπηρετεί το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο». Φανταστήκαμε ότι με τον εξορθολογισμό του διοικητικού συστήματος θα οδηγούμασταν αυτομάτως και στην δημιουργία τους ιδανικού πανεπιστημίου. Σάμπως η θέσμιση της διοίκησης να είναι πανάκεια για το τι βράζει και τι παράγει το ίδρυμα. Λάθος μεγάλο. Ένα καλό διοικητικό σύστημα είναι απλώς μια πρακτική μεθοδολογία που πρέπει επιπλέον να τραφεί με πραγματικό σκοπό και πιστό ανθρώπινο δυναμικό για να αποδώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων. Αλλιώς μένει κέλυφος κενό περιεχομένου, που από κάτω του μπορεί τελικά ν’ ανθίσουν ποικίλα ζιζάνια.
Ας δούμε λοιπόν πώς θα μπορούσαμε να οραματιστούμε το σύγχρονο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Και ύστερα, ας διερευνήσουμε το που στο διοικητικό του σχήμα θα μπορούσαν να χωρέσουν ως επιλογές τα χαρακτηριστικά του. Δηλαδή, για να είμαστε πρακτικοί, ας δούμε πως θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε τον ν.4009/11 με ουσιαστικά σταθερότυπα (standards). Τα σταθερότυπα είναι οι συντακτικές δεσμεύσεις ποιότητας για κάθε οργανισμό.
Το σύγχρονο πανεπιστήμιο συνδυάζει τρείς αλληλοσχετιζόμενες λειτουργίες: Την διδασκαλία, την έρευνα (επιστημονική και φιλοσοφική) και την κοινωνική αγωγή. Η διδασκαλία πρέπει να γίνεται για «σωστά» αντικείμενα και με την παραγωγικότερη διδακτική μέθοδο. Η έρευνα πρέπει να είναι πρωτότυπη, ελεύθερη και διεθνούς κύρους. Ως προς την κοινωνική αγωγή, εκεί χωράει πολλή συζήτηση. Αφού εκφράζει την ιδεολογική μήτρα του πανεπιστημίου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι σε μια ανοιχτή κοινωνία συνυπάρχουν ταυτόχρονα και ανταγωνίζονται πολλές ιδεολογίες. Το πανεπιστήμιο δεν επιτρέπεται να γίνει μηχανή ιδεολογικής επιλογής γιατί τότε παραβιάζεται η «φύση» του, δηλαδή η ιδιότητά του ως θεσμός ελεύθερης σκέψης και δημιουργίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να λειτουργούν χωρίς ιδεολογία. Μια τέτοια υπόθεση δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν λογικά: Ακόμη και να νοήσουμε ανθρώπινη δράση και σκέψη χωρίς ιδεολογία, αυτή ακριβώς θα είναι και η ιδεολογία της. Κανείς, πολλώ μάλλον ο σκεπτόμενος άνθρωπος, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κάποιο δικό του ερμηνευτικό σχήμα της κοινωνικής πραγματικότητας και του κόσμου και χωρίς ηθικές δεσμεύσεις. Επομένως, ψάχνουμε για μια ιδεολογία που θα ανέχεται όλες τις ιδεολογίες που δείχνουν έμπρακτα την ανοχή τους σε άλληλες και άρα στηρίζονται σε μια «υπεριδεολογία» που φαίνεται ότι έχει γίνει κατορθωτή εδώ και τρείς τουλάχιστο αιώνες στον κόσμο που ονομάζουμε Δυτικό. Είναι η υπεριδεολογία του φιλελεύθερου ανθρωπισμού και του ορθολογισμού που στηρίζει τις ανοικτές κοινωνίες μας.
Πώς μπορούν να διασφαλιστούν αυτά τα ποιοτικά στοιχεία στο διηνεκές στην περίπτωση του πανεπιστημίου; Προφανώς με το κατάλληλο διοικητικό σύστημα που βέβαια πρέπει να είναι βιώσιμο. Δηλαδή να κρατάει τα ομοιοστατικά χαρακτηριστικά του μέχρι να επιτελέσει το «τέλος» του. Η βιωσιμότητα είναι θέμα καλού και αποτελεσματικού σχεδιασμού και όχι παιχνίδι με την τύχη και την συγκυρία όπως τείνουν να πιστεύουν ορισμένοι. Ένα τέτοιο διοικητικό σύστημα, για να είναι προσαρμοσμένο στον συγκεκριμένο σκοπό, λογικά πρέπει να έχει ενσωματώσει τα σταθερότυπα του «καλού πανεπιστημίου» στους κανόνες λειτουργίας του. Αυτά τα σταθερότυπα στην γενική τους έκφραση ορίσαμε σε προηγούμενη παράγραφο. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τώρα τον κατά το δυνατόν σαφή προσδιορισμό των σταθεροτύπων αυτών, όχι απλώς σε οποιοδήποτε προοίμιο ενός κανονισμού λειτουργίας ή καταστατικού νόμου (λ.χ., σύνταγμα, νόμος πλαίσιο κλπ. ) αλλά στο κυρίως σώμα του κανονισμού, δηλαδή ενσωματωμένα στους μηχανισμούς αυτοελέγχου του συστήματος για την διασφάλιση της καλής λειτουργίας του. Η απουσία σταθεροτύπων αποτελεί, κατά την γνώμη μου, την βασική αδυναμία του δολοφονηθέντος ν. 4009/11. Για να μη χάνουμε, όμως, το θάρρος μας, θα αποπειραθώ να προδιαγράψω στις επόμενες παραγράφους αυτά τα σταθερότυπα που προτείνω για μια επόμενη προσπάθεια να ενσωματωθούν στον όποιο νέο νόμο και ειδικά στα άρθρα που θα αφορούν την έκδοση κανονισμών λειτουργίας του πανεπιστημίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που προτείνω κάτι τέτοιο (βλ. το βιβλίο μου «Για το Σύγχρονο Δημόσιο Πανεπιστήμιο κλπ», 2000, στις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ), αλλά είναι πιο φρέσκια η τωρινή μου πρόταση, απόρροια της εμπειρίας μου έκτοτε.
Πρώτο, λοιπόν, σταθερότυπο είναι ότι η διδασκαλία πρέπει να γίνεται για «σωστά» αντικείμενα και με την παραγωγικότερη διδακτική μέθοδο. Ο όρος «σωστά αντικείμενα» αναφέρεται στα προγράμματα σπουδών. Ασφαλώς και δεν μπορεί να προδιαγραφούν a priori τα προγράμματα σπουδών στον οργανωτικό νόμο. Μπορεί όμως να προδιαγραφεί η διαδικασία με την οποία καταρτίζονται, ελέγχονται, αξιολογούνται και αναθεωρούνται τα προγράμματα σπουδών. Όλοι μας είμαστε μάρτυρες των αδυναμιών που παρουσιάζουν σε ότι αφορά το πεδίο τα πανεπιστήμιά μας. Το φαινόμενο να λειτουργούν προγράμματα σπουδών που το περιεχόμενο και η δομή τους προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τα αντικείμενα των διδακτορικών του διδακτικού προσωπικού, είναι σύνηθες και αποτελεί ικανή απόδειξη ότι κάτι τρέχει. Ένας αποτελεσματικός οργανωτικός νόμος θα έπρεπε να προβλέπει «βέλτιστη διαδικασία» κατάρτισης των προγραμμάτων σπουδών, τουλάχιστο σε επίπεδο Σχολής καθώς και διαδικασίες κυλιόμενης αξιολόγησης/αναθεώρησης. Η σύνθεση προγραμμάτων σπουδών δεν απλή γραφειοκρατική διαδικασία για την ένταξη του ακαδημαϊκού προσωπικού σε θέσεις που σχετίζονται με την υπηρεσιακή εξέλιξή του.
Των αναλογιών τηρουμένων, κάτι ανάλογο ισχύει και για τον δεύτερο παράγοντα της «σωστής διδασκαλίας», δηλαδή η κατοχύρωση παραγωγικής διδακτικής μεθόδου. Και στην περίπτωση αυτή, προφανώς χρειάζεται να τηρείται η διαπλαστική ελευθερία των διδασκόντων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προβλέπονται και κριτήρια που να περιορίζουν την ελευθερία αυτή μέσα στα όρια των καλών πρακτικών. Όσοι από εμάς είχαμε εμπλοκή με ευθύνη για προγράμματα σπουδών που χρηματοδοτήθηκαν από τα ΕΠΕΑΚ, είμαι βέβαιος ότι μπορούν να μαρτυρήσουν, για παράδειγμα, πόσο αδύναμοι αισθάνθηκαν στο να επιβάλλουν ακόμη και την στοιχειώδη υποχρέωση για την κατάρτιση «φακέλου μαθήματος» που πρόβλεπε ό σχετικός κανονισμός. Συχνά στις συζητήσεις μεταξύ μας υποβαθμίζεται η διδακτική διάσταση της δουλειάς μας. Μέγα λάθος. Ο ακαδημαϊκός πρέπει να είναι κατά πρώτο «δάσκαλος» και κατόπι ερευνητής. Και πάλι, η πρόβλεψη για την επιλογή και εφαρμογή αποτελεσματικών διδακτικών μεθόδων θα έπρεπε να προβλέπεται στις αρμοδιότητες και λειτουργίες των ακαδημαϊκών οργάνων και στους συναφείς κανονισμούς. Όχι με την έννοια της a priori επιλογής κάποιας μεθόδου, αλλά ως διαδικασία κατάρτισης, εφαρμογής, αξιολόγησης και κυλιόμενης αναθεώρησης. Σε όλα αυτά, απαραίτητο στοιχείο θα όφειλε να είναι η δημοσιότητα ώστε η πρακτικές που εφαρμόζεται στη πράξη να είναι ανοιχτές στην ακαδημαϊκή κριτική με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργεί το σύστημα της επιστημονικής έρευνας διά μέσου των δημοσιεύσεων. Έζησα σε ένα σχολείο όπου στο τέλος κάθε χρόνο το διδακτικό προσωπικό έκλεινε το ακαδημαϊκό έτος με ένα παιδαγωγικό συνέδριο/κριτικής θεώρησης του χρόνου που πέρασε. Κρατώ στο αρχείο μου τα πρακτικά ενός τέτοιου συνεδρίου και οσάκις το φυλλομετρώ με νοσταλγία, εξεγείρομαι που κάτι ανάλογο δεν γίνεται στα πανεπιστήμιά μας.
Το δεύτερο σταθερότυπο ορίσαμε ότι θα προβλέπει ότι η έρευνα πρέπει να είναι πρωτότυπη, ελεύθερη και διεθνούς κύρους. Ευτυχώς, εδώ το πεδίο είναι μάλλον στρωμένο. Ακολουθώντας της διεθνή πρακτική τα πανεπιστήμιά μας έχουν ενταχθεί, με τις γνωστές βαλκανικού τύπου δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, σε ένα αυστηρά προσδιορισμένο σύστημα και έχουν μπούσουλα που τα καθοδηγεί. Μόνο που η τήρηση των διεθνών παραδεδεγμένων σταθεροτύπων έχει εκφυλιστεί εν πολλοίς σε ατομική και εθελοντική επιλογή. Οι φιλότιμοι ερευνητές καλύπτουν με την δουλειά τους στείρους διαμορφώνοντας παραδεκτούς μέσους όρους. Από εκεί και πέρα, όμως, η ποιότητα και οι κατευθύνσεις της έρευνας είναι θέμα στρατηγικού σχεδιασμού, πράγμα που δεν προβλέπεται ούτε από τον νόμο, μήτε από τους κανονισμούς με ικανοποιητική σαφήνεια και ρεαλιστικό έλεγχο εφαρμογής. Δεν νομίζω ότι στο πεδίο αυτό θα δυσκολευτεί κανείς να βρει την διατύπωση των απαιτουμένων προβλέψεων και γιαυτό δεν θυσιάζω περισσότερο χώρο για να διατυπώσω τις απόψεις μου. Θα ήταν περίπου κοινός τόπος.
Ερχόμαστε τώρα στην καυτή πατάτα της κοινωνικής αγωγής που οφείλει να παρέχει το πανεπιστήμιο. Σημάδια του πώς αντιμετωπίζω το θέμα έδωσα σε προηγούμενη παράγραφο. Είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσα με κανένα τρόπο να υποστηρίξω κάποια ιδέα επίσημης και μάλιστα κρατικής ιδεολογίας. Ως στοιχείο όλων των ολοκληρωτισμών, μου προκαλεί φρίκη ακόμη και η παραμικρή σκέψη. Όμως, όπως ήδη παρατήρησα, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η λειτουργία του πανεπιστημίου δεν μπορεί να νοηθεί καν ότι γίνεται σε ιδεολογικό κενό. Στην πραγματικότητα η πανεπιστημιακή κοινότητα είναι σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής ιδεολογίας και διαπλάθει ανάλογα τα μέλη της. Μια ρεαλιστική τοποθέτηση απέναντι στο ζήτημα θα ήταν να σκεφτούμε αρνητικά ως αφετηρία για την διατύπωση μια πρότασης. Να σκεφτούμε, δηλαδή, ότι οπωσδήποτε δεν θα θέλαμε το πανεπιστήμιο να είναι μηχανισμός παραγωγής και αναπαραγωγής ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Αυτή θα ήταν η ελάχιστη παραχώρηση στην ελευθερία της σκέψης που μας επιτάσσει η συνειδητή ένταξή μας σε ανοιχτές Ποπεράνιες κοινωνίες. Το αίσθημα αυτοσυντήρησης της ανοιχτής κοινωνίας, υπαγορεύει την ανάγκη τουλάχιστο τα πανεπιστήμιά μας να έχουν διαύγεια και πλήρη ορατότητα σε ότι αφορά τις ιδεολογικές λειτουργίες τους. Μέσα σε ένα τέτοιο ιδεατό Πανόπτικον θέλω να ελπίζω ότι τον έλεγχο θα είχε η φωτισμένη πλειονοψηφία των ελευθεροφρόνων ανθρωπιστών και ορθολογιστών.
Το ζήτημα, όμως, της ιδεολογικής λειτουργίας, εν τούτοις, έχει και μια άλλη εξ ίσου ιντριγκαδόρικη πτυχή. Το σημαντικότερο κομμάτι της γίνεται στον χώρο που ονομάζουμε «κρυφό ή αφανές ακαδημαϊκό πρόγραμμα». Περιγραφόμενο όσο το δυνατόν απλούστερο, το πρόγραμμα αυτό είναι το άθροισμα των παράπλευρων συνεπειών και των αθέλητων παρενεργειών που σωρεύονται χωρίς ακούσιο προσχεδιασμό από τα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν μέσα στον χώρο της ακαδημαϊκής ζωής. Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, οι ήχοι και οι θόρυβοι, τα γκράφιτι και οι συνωστισμοί, ο τρόπος που ασκείται η πειθαρχική διαδικασία, τα διάφορα intramural χάπενιγκς, η καθαριότητα των χώρων, οι συνθήκες διδασκαλίας, το ύφος και ήθος των διδασκόντων και χίλια άλλα αποτελούν παράγοντες που επενεργούν στην ψυχολογία των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού και διαμορφώνουν στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές που κανείς (συνήθως) δεν είχε προσχεδιάσει συνειδητά και με την αντίστοιχη αρμοδιότητα. Εδώ, λοιπόν, έχουμε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα που διολισθαίνει στην στρατηγική της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης χωρίς κανείς να το έχει προτείνει και χωρίς κανείς να έχει διαβουλευτεί πάνω σε αυτόν. Είναι ένας τυφλός παράγοντας και προφανώς μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους όπως και να προσθέτει ευεργεσίες. Τι πρέπει να κάνουμε με αυτόν;
Προφανώς ο καταστατικός νόμος πρέπει να προβλέπει διαδικασίες διηνεκούς αναστοχασμού και αποκάλυψης του κρυφού προγράμματος. Για ένα προς ένα τα συστατικά του πρέπει να προβλέπονται διαδικασίες ανοιχτής διαβούλευσης και τελικής διαχείρισης. Θα είναι ένα συνεχές κυνηγητό όπου κάποιες ρίζες θα βλαστάνουν κρυφό πρόγραμμα και κάποιοι κηπουροί θα τις φωτίζουν και θα τις κρίνουν. Με άλλα λόγια χρειάζεται μια διηνεκής διαδικασία που θα αποκαλύπτει το κρυφό πρόγραμμα και θα το φωτίζει με διαφάνεια. Με όλες αυτές τις δυσκολίες διαχείρισης, ποια πρέπει να είναι τα υπερκρητήρια αξιολόγησης και διαχείρισης του κρυφού προγράμματος; Είναι προφανές ότι το ερώτημα αυτό μας οδηγεί πίσω στο ζήτημα της ιδεολογικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Η απάντηση, δηλαδή, είναι ότι το κρυφό πρόγραμμα πρέπει να κρίνεται με τα υπερκρητήρια των ιδεολογικών περιορισμών.
Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος μιας πρώτης συλλογιστικής για το τι πανεπιστήμιο ονειρευόμαστε, και σε τι μπορεί να συμβάλλει ένας καινούργιος προοδευτικός καταστατικός νόμος. Ταυτόχρονα, νομίζω ότι είναι προφανές, ότι με την ίδια συλλογιστική μπορούμε να στήσουμε και μια ριζική κριτική των όσων συμβαίνουν αυτό το διάστημα με τις παρακμιακές επεμβάσεις της κυβέρνησης. Πιστεύω ότι αξίζει να επιδοθούμε σε μια διεξοδική, σημείο προς σημείο, ανάλυση και αποκάλυψη της έννοιας και των συνεπειών των όσων συμβαίνουν επειδή έτσι, στο κάτω –κάτω της γραφής , θα μπορέσουμε να καταλάβουμε εν τέλει και εμείς οι ίδιοι τι είδος πανεπιστήμιο ακριβώς θέλουμε και πόσοι συμπολίτες μας έχουν άποψη επ’ αυτού.
Σε επόμενο σημείωμά μου θα προσπαθήσω να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι μια αποτελεσματική μεταρρύθμιση προς κατευθύνσεις που προδιαγράφηκαν παραπάνω, δεν μπορεί να γίνει αποκλειστικά με νομοθετικές/καταστατικές ρυθμίσεις. Οι πραγματικοί ενεργοί παράγοντες σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι το ακαδημαϊκό προσωπικό και οι φοιτητές ως τελικοί εκφραστές της ζήτησης για εκπαίδευση.