Ήμουν κι εγώ στα ΝΕΑ…

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 29 Ιαν 2017

Στα «ΝΕΑ» πήγα τον Φεβρουάριο του 1972, λίγους μήνες αφότου άρχισε η σταδιακή διάλυση των στρατοπέδων κρατουμένων στο Λακκί και το Παρθένι της Λέρου. Είχε μιλήσει γα μένα ο από τότε καλός φίλος Κώστας Παπαϊωάννου στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος δεν με γνώριζε, κι αυτός, πριν ακόμη με συναντήσει, μίλησε στον Κώστα Νίτσο, τον εμβληματικό διευθυντή των ΝΕΩΝ.

Στο μεταξύ, για να βγάζω κάποια λίγα χρήματα που είχα ανάγκη, αλλά και για να συνδεθώ με το «χώρο»,  έκανα κάποιες μεταφράσεις για το «Φαντάζιο» χάρις στη Ρούλα Μητροπούλου και τη Φανή Πετραλιά που με σύστησαν στον Τερζόπουλο, εκδότη του περιοδικού και μια επίσης «εξωτερική» συνεργασία με την οικονομική εφημερίδα «Εξπρές».

Θα πρέπει να ήταν Νοέμβρης του ’71 όταν ο Παπαϊωάννου με ειδοποίησε να πάω να δω τον Νίτσο, έτσι κατ’ ευθείαν, χωρίς πρώτα να δω τον Λευτέρη, να με γνωρίσει, να δει ποιος είμαι, να μου πει τι να πω και τι να κάνω στη συνάντηση με τον Νίτσο..

Πράγματι, τη συγκεκριμένη ώρα πήγα στο κτήριο της Χρήστου Λαδά, έδωσα το όνομά μου στην είσοδο – ένα τραπεζάκι μ’ ένα τηλέφωνο κι έναν υπάλληλο ήταν η «είσοδος» – ανέβηκα στον 3ο όροφο, κτύπησα μια γυάλινη πόρτα, απέναντι από το ασανσέρ και βρέθηκα στο γραφείο του Νίτσου. Ήταν χωμένος πίσω από μια στοίβα χαρτιών, φακέλων, εφημερίδων, βιβλίων, και ο μόνος ελεύθερος χώρος που υπήρχε στο γραφείο, ήταν μπροστά του, όσο να χωρούν τα χαρτιά στα οποία έγραφε.

Καρέκλα ελεύθερη δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν μπόρεσα να τη διακρίνω. Και βέβαια ούτε μου είπε «κάθισε». Σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε, είπε, «εσύ είσαι λοιπόν ο Αντωνόπουλος» και πριν προλάβω να πω κάτι, συνέχισε:

– Λοιπόν, έχω μιλήσει επάνω – το επάνω προφανώς ήταν ο Λαμπράκης – θα περάσουν οι γιορτές και θα έρθεις να με δεις. Αν έχω να σου πω κάτι θα τα πούμε, αν έχω δουλειά μπορεί και να μη σου πω τίποτα. Εσύ θα ξανάρθεις την άλλη εβδομάδα και ξανά την άλλη και πιστεύω ότι μέσα στο μήνα θα τελειώσουμε. Εντάξει;

Είπα, «μάλιστα», κι έφυγα, βέβαιος ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Μέχρις ότου είδα επιτέλους τον Λευτέρη. Του είπα τι έγινε, του εξέφρασα και τις επιφυλάξεις μου κι αυτός, εντελώς κοφτά:

– Μην είσαι μαλάκας! Έχει τελειώσει η δουλειά!

Και πράγματι, η «δουλειά τελείωσε», αφού στο μεταξύ είδα άλλες δυο φορές τον Νίτσο. Την δεύτερη, ήταν απόγευμα, κι αυτός καθόταν σ’ ένα γραφείο στην αίθουσα σύνταξης και κοίταζε τα δοκίμια σελίδων που κρατούσε μπροστά του ένας κλητήρας, τραγουδώντας με τον Λευτέρη το, «Θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας»!…

Αυτή τη σκηνή θα την ξαναζούσα δεκάδες φορές, καθώς αργά τα απογεύματα, ο Νίτσος ερχόταν στην αίθουσα σύνταξης, έβλεπε τα δοκίμια των εσωτερικών σελίδων, τραγουδούσε σιγόντο με τον Λευτέρη, ενημερωνόταν από τον Βασίλη Νικολόπουλο για τα θέματα της ημέρας, καλαμπούριζε και αντάλλασε και κάποια «γαλλικά» με τον Λευτέρη, που μιλούσε «απταίστως την «γαλλική»!..

Από την πρώτη στιγμή βεβαίως εντάχθηκα στο μισθολόγιο της εφημερίδας με ένα μισθό που δεν πίστευα ότι θα έπαιρνα – ούτε και είχα ρωτήσει φυσικά, τι θα μου έδιναν, πήγα απλώς στο λογιστήριο και υπέγραψα κάποια χαρτιά…

Στην εφημερίδα πήγαινα στις 3 τα ξημερώματα και η δουλειά ήταν το γράψιμο των ειδήσεων της 1ης  σελίδας για την πρώτη έκδοση που θα έφευγε για την επαρχία και στη συνέχεια, ετοιμαζόταν η έκδοση της Αθήνας, με άλλα θέματα και νεώτερες ειδήσεις με βάση και το ΒΗΜΑ που είχε στο μεταξύ τυπωθεί.

Επικεφαλής αυτής της ομάδας ήταν ο διευθυντής σύνταξης Γιώργος Μανιατάκος, ο αρχισυντάκτης Βασίλης Νικολόπουλος, ο Μιχάλης Φακίνος που είχε την ευθύνη της διαμόρφωσης της σελίδας και ο Διονύσης Τζεφρώνης – αδελφός του στελέχους του ΚΚΕ  και στη συνέχεια του ΚΚΕ εσωτερικού, Λεωνίδα και στιχουργός τραγουδιών που έγιναν επιτυχίες, όπως «Σταλιά Σταλιά», «Έφυγες να πας» κ.ά. Στη συνέχεα, στην πρωινή βάρδια εντάχθηκε και ο αξέχαστος φίλος Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος.

Ωστόσο, δεν ήμουν μόνο εγώ από τον χώρο των πρώην πολιτικών κρατουμένων που  προσλήφθηκα στα ΝΕΑ. Ήρθαν ακόμη ο Αριστείδης Μανωλάκος, από τα ηγετικά στελέχη της Νεολαίας ΕΔΑ και Νεολαίας Λαμπράκη και ο Σπύρος Μονδάνος, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ και πρώην πολιτικός εξόριστος στη Ρουμανία.

Στα διπλανά γραφεία στεγαζόταν η κουλτούρα: Δημήτρης Ψαθάς, Κώστας Σταματίου, Γιώργος Πηλιχός, Παύλος Παλαιολόγος, Φάνης Κλεάνθης και στα μέσα γραφεία που στεγαζόταν το ρεπορτάζ, ξεχώριζαν οι «Μαθ –Μαθ» του αστυνομικού ρεπορτάζ, Μανώλης Μαθιουδάκης και Δημήτρης Μαθιόπουλος.

Σ’ αυτή την αίθουσα σύνταξης σχεδιάστηκαν και δυο μεγάλες έρευνες της εφημερίδας που εκείνη την περίοδο αποτέλεσαν πρόκληση προς το καθεστώς της χούντας, που μόλις είχε άρει την προληπτική λογοκρισία.

Η πρώτη έρευνα ήταν πανελλαδική και είχε ως στόχο να αναδείξει τα προβλήματα αλλά και τη ζωή στις περιφέρειες της χώρας. Όσοι πήραν μέρος ανέλαβαν μια περιφέρεια ο καθένας.

Εμένα, που ήταν η πρώτη φορά που αναλάμβανα μια τέτοια αποστολή, ανατέθηκε η Περιφέρεια Θεσσαλίας, όπου περιφερειάρχης ήταν ο «κύριος καθαρά χέρια», Ιωάννης Λαδάς, ο άνθρωπος που είχε εισηγηθεί την εκτέλεση του Ανδρέα Παπανδρέου,  είχε πρωτοστατήσει στα βασανιστήρια κατά του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο και είχε χτυπήσει στο γραφείο του τον Τάκη Λαμπρία για το άρθρο του στις «Εικόνες» για την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα!.

Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν είχα καμία σχέση με τη Λάρισα όπου πήγα για την έρευνα, όπως και οι άλλοι συνάδελφοι που ανέλαβαν τις άλλες περιφέρειες, σκόπιμα υποθέτω, ώστε να μην υπάρχει ίχνος προκατάληψης, όπως δεν γνώριζα και κανέναν και δεν είχα και καμία ιδιαίτερη οδηγία για το πώς θα χειριζόμουν τα θέματά μου. Είχα κάποιες ημέρες προθεσμίας να κάνω την έρευνα και να την γράψω: μια μεγάλη σελίδα των Νέων την ημέρα επί μια εβδομάδα!

Και βέβαια, επίσης δεν χρειάζεται να πω ότι δημοσιεύθηκε ότι ακριβώς έγραψα, χωρίς κανένα προηγούμενο έλεγχο και χωρίς καμία οδηγία. Όταν επέστρεψα στο γραφείο και πήγα να μιλήσω στον Νίτσο, μου είπε, γράψε ότι έμαθες, ότι είδες, ότι σου είπαν! Το ίδιο βέβαια έγινε και με τους άλλους συναδέλφους, με τη διαφορά βέβαια, ότι εγώ ήμουν ο νεότερος, δεν είχα πάρει μέρος σε έρευνα τέτοιας κλίμακας και εκτός των άλλων, είχα αφιερώσει και μια ολόκληρη σελίδα στο Κιλελέρ!…

Η δεύτερη έρευνα, εντασσόταν στην κατηγορία της επικίνδυνης αποστολής. Αφορούσε το φοιτητικό κίνημα, που μόλις είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του και οι πρωταγωνιστές του αντιμετώπιζαν ήδη τις διώξεις του καθεστώτος.

Και μόνο το γεγονός ότι η έρευνα – επίσης μια σελίδα την ημέρα επί μια εβδομάδα για κάθε Πανεπιστήμιο – ολοκληρώθηκε λίγο πριν την κατάληψη της Νομικής, δείχνει και την επικαιρότητά της αλλά και τις «ιδιαίτερες» συνθήκες μέσα στις οποίες έπρεπε να γίνει.

Ο Μηνάς Παπάζογλου γνώστης του φοιτητικού κινήματος, έκλεισε τη σειρά με το Πανεπιστήμιο της Αθήνας που ήταν στην πρωτοπορία του αγώνα των φοιτητών. Είχαν προηγηθεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Πανεπιστήμιο Πάτρας από τον Αριστείδη Μανωλάκο και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, που είχα αναλάβει εγώ και το οποίο βρήκα σε αναβρασμό, με διωγμούς καθηγητών και αποβολές και διαγραφές φοιτητών που είχαν πρωτοστατήσει στη δημιουργία Φοιτητικών Επιτροπών.

Ο γενικός τίτλος της έρευνας ήταν: Η Προδομένη Γενιά. Η οργισμένη αντίδραση του Παττακού, που μίλησε για «προδομένη δημοσιογραφία», δείχνει το μέγεθος της ενόχλησης του καθεστώτος και της επιτυχίας της έρευνας των ΝΕΩΝ.

Η σχέση της εφημερίδας με το φοιτητικό κίνημα δεν δημιουργήθηκε τότε. Υπήρχε πριν ακόμη από τη δικτατορία, όταν Τα Νέα ήταν η πρώτη εφημερίδα που στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα άρχισε να «θέτει εκποδών» την παρακρατική ΕΚΟΦ και να κυριαρχεί στις πανεπιστημιακές Σχολές, καθιέρωσε ειδική καθημερινή στήλη για τους φοιτητές, με υπεύθυνο τον Αστέρη Στάγκο και βοηθό τον Μηνά Παπάζογλου, που με τη Λίνα Αλεξίου κράτησε τη στήλη σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. (Στη στήλη αυτή για ένα διάστημα εργάστηκε και ο αξέχαστος Μιχάλης Παπαγιαννάκης, πριν φύγει για το Παρίσι, όπου και συνέχισε τις σπουδές του).

Μέχρι και την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οπότε και εξαπολύθηκε νέο κύμα διώξεων, όχι μόνο κατά των φοιτητών αλλά και δημοσιογράφων, τα γραφεία των Νέων ήταν ο τόπος συνάντησης των επικεφαλής του κινήματος, πολύ συχνά μάλιστα, πολλές ανακοινώσεις γράφονταν στο γραφείο του Μηνά. Όπως και άλλων αντιδικτατορικών κινήσεων, όπως η Ελληνο-Ευρωπαϊκή Κίνηση Νέων κ.ά. Και φυσικά, η δραστηριότητα αυτή όχι μόνο τελούσε εν γνώσει της διεύθυνσης της εφημερίδας αλλά είχε και την κάλυψή της.

Από τη στιγμή που τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου ολοκληρώσαμε το ρεπορτάζ για την επέμβαση των τανκς στο Πολυτεχνείο και την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, ο ίδιος ο Νίτσος είπε σε όλους όσοι είχαμε ανάμιξη στα φοιτητικά, να φύγουμε και να κρυφτούμε «μέχρι νεοτέρας», για να επανέλθουμε πλέον στη δουλειά μας λίγο πριν από τις γιορτές, όταν πια είχαν χαλαρώσει οι έλεγχοι και είχε σταματήσει η αναζήτηση.

(Στο «Βήμα της Κυριακής» 15.01.16 και στις σελίδες 16 – 18 δημοσιεύονται στοιχεία από τον «φάκελο που κρατούσε η ασφάλεια για τον Χρήστο Λαμπράκη. Σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο επιβεβαιώνεται και ότι οι δημοσιογράφοι του «Συγκροτήματος» ελέγχονταν για την «φρονηματική τους κατάσταση».

Διαβάζουμε, λοιπόν, από την πολυσέλιδη αναφορά του Τμήματος Τύπου της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ασφάλειας:

«Εις εκτέλεσιν των ύπερθεν σχετικών, αφορωσών κοινωνικά φρονήματα των          εργαζομένων δημοσιογράφων εις τας ενταύθα εκδιδομένας ημερησίας        εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ», αναφέρομεν κατωτέρω πλήρη στοιχεία ταυτότητος μετ’ ενδείξεως της φρονηματικής καταστάσεως ενός             εκάστου των δημοσιογράφων, εις άπαντα τα έντυπα του Δημοσιογραφικού   Οργανισμού Λαμπράκη, από των στηλών των οποίων ασκείται οξεία          αντικυβερνητική προπαγάνδα…», για να ακολουθήσει μια λίστα με 143 ονόματα δημοσιογράφων του ΔΟΛ, με πρώτο του Χρήστου            Λαμπράκη…).

Μετά την πτώση της δικτατορίας, κι ενώ στο μεταξύ είχε αναλάβει την διεύθυνση της εφημερίδας ο Γιάννης Καψής, η δουλειά και οι ρυθμοί είχαν αλλάξει, καθώς το βάρος πλέον έπεφτε στο ρεπορτάζ, για το τι ακριβώς έγινε στο Πολυτεχνείο, πόσα και ποια ήταν τα θύματα, αποκαλύψεις για τα βασανιστήρια, για το πραξικόπημα στην Κύπρο, για τα σκάνδαλα της χούντας και τόσα άλλα θέματα που άνοιγαν μπροστά μας και τα οποία, με την ενίσχυση με δημοσιογράφους που ήρθαν από άλλες εφημερίδες, όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου από την Ακρόπολη, αλλά και ο Κώστας Ρεσβάνης, εσωτερική «μεταγραφή» αυτός από την Ομάδα, τα δουλεύαμε ομαδικά – κάτι που απ’ ότι ξέρω, καμία εφημερίδα ως τότε δεν έκανε.

Με τον ίδιο ομαδικό τρόπο, η εφημερίδα, αλλά και Το Βήμα, αντιμετώπισαν και το Δημοψήφισμα του 73 για το μέλλον της μοναρχίας στην Ελλάδα, με επικεφαλής της καμπάνιας, τον ίδιο τον Χρήστο Λαμπράκη!

Κάθε βράδυ μετά τη δουλειά συνεργεία συντακτών αλλά και φίλων εξορμούσαν σε διάφορες περιοχές που είχαν από πριν επιλεγεί και μοίραζαν προπαγανδιστικό υλικό, το οποίο φυσικά γραφόταν και τυπωνόταν στο «συγκρότημα», για το ρόλο της βασιλείας από συστάσεως του ελληνικού κράτους, αλλά και του Κωνσταντίνου προσωπικά, για το ρόλο του στην προετοιμασία και την επικράτηση του πραξικοπήματος της χούντας.

Ιστορική πλέον είναι η αφίσα που δημιούργησε ο Σπύρος Ορνεράκης, με το παιδάκι που κατουρούσε στο βασιλικό στέμμα, που γινόταν ανάρπαστη και αποτέλεσε το έμβλημα της αντιβασιλικής καμπάνιας.

antivasiliko

Η εκστρατεία αυτή κορυφώθηκε την τελευταία εβδομάδα πριν το Δημοψήφισμα με εξορμήσεις στην επαρχία. Συνεργεία με τους δημοσιογράφους όλων των εντύπων του ΔΟΛ αλλά και πολιτών, έφευγαν προς διάφορες πόλεις. Σε συγκεκριμένη ώρα, έκανε την εμφάνισή του ένα … ελικόπτερο της Ολυμπιακής, που βέβαια είχε νοικιάσει ο Λαμπράκης και τα συνεργεία εφοδιάζονταν με υλικό που είχε φέρει το ελικόπτερο!

Το σκεπτικό του Λαμπράκη, ήταν απλό: Πέραν της εντύπωσης που θα έκανε στους κατοίκους των πόλεων αυτή καθεαυτή η εμφάνιση του ελικοπτέρου, το γεγονός ότι αυτό ήταν της κρατικής Ολυμπιακής, λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά, καθώς δημιουργούσε στους κατοίκους τη βεβαιότητα ότι … όλο το κράτος ήταν εναντίον του βασιλιά!

Ασφαλώς, στην ιστορία των εντύπων του ΔΟΛ, και ιδιαίτερα των Νέων που εγώ γνώρισα, υπήρξαν και άτυχες στιγμές. Και μια τέτοια, ήταν η ιστορία με το «νερό του Καματερού» – ένα υγρό, που μοίραζε ένας αμφιλεγόμενος τύπος, ονόματι Καματερός και το οποίο, υποτίθεται, θεράπευε τον καρκίνο!

Ξεκινήσαμε δημοσιεύοντας περιπτώσεις ασθενών που είχαν πιεί «το νερό» και τα συμπτώματα της ασθένειας είχαν υποχωρήσει, όπως τουλάχιστον έδειχναν ακτινογραφίες και εξετάσεις πριν και μετά τη λήψη του υγρού, τη σύσταση του οποίου ο Καματερός αρνιόταν να αποκαλύψει.

Στο μεταξύ, η υπόθεση άρχισε να παίρνει διαστάσεις και μάλιστα επικίνδυνες, καθώς πλήθαιναν οι ασθενείς που πίστεψαν στις «θαυματουργές» ιδιότητες του νερού – το οποίο, σημειωτέον, διανεμόταν δωρεάν –  και εγκατέλειπαν τη θεραπεία τους, ενώ οι επιστήμονες αδυνατούσαν να πείσουν τους ασθενείς  και τους οικείους τους ότι δεν υπάρχει τίποτα το «θαυματουργό» σ’ αυτή την ιστορία. Μια δήλωση, μάλιστα, ενός από τους πλέον γνωστούς επιστήμονες, ότι ακόμη και η χορήγηση μιας ασπιρίνης επί ένα διάστημα μπορεί να εμφανίσει πρόσκαιρη υποχώρηση κάποιων συμπτωμάτων, έδωσε το έναυσμα για δημοσιεύματα και τίτλους του στιλ, «Με την ασπιρίνη λέει Ελληνας γιατρός ότι θεραπεύει τον καρκίνο»!!

Εν πάση περιπτώσει, όπως συμβαίνει συνήθως, η υπόθεση αυτή, αφού πήρε και πολιτικές διαστάσεις, καθώς, λέει, «αποκαλύφθηκε» ότι ο Καματερός ήταν φιλοβασιλικός, μπορεί και φιλοχουντικός (!!) πέρασε κι αυτή στην ιστορία, προσφέροντας όμως σε κάποιους την ευκαιρία να προσάψουν στα Νέα τον χαρακτηρισμό «εφημερίδα του Καματερού»!…

Είχα την τύχη και την τιμή να υπηρετήσω στα Νέα από θέσεις ευθύνης έως το 1995 που αποχώρησα κάτω από μάλλον περίεργες, όσο και δυσάρεστες συνθήκες. Οι οποίες όμως δεν με έκαναν να πάψω να θεωρώ την εφημερίδα αυτή ως το πιο σημαντικό μέσο για υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών. Γιατί ήξερα τους ανθρώπους που εργάζονταν όλη την ημέρα για την παραγωγή της ύλης, ήξερα το πόσο υπεύθυνα αντιμετώπιζαν τη δουλειά που έκαναν και ήξερα και τις διαδικασίες που ακολουθούνταν ώστε το τελικό αποτέλεσμα, αυτό που θα αποτυπωνόταν στις σελίδες της εφημερίδας, να είναι όσο το δυνατόν έγκυρο.

Και οφείλω να δηλώσω, ότι τόσο ως πολιτικός ρεπόρτερ όσο και ως αρχισυντάκτης, δεν υπήρξε ούτε μια ημέρα που στο τυπωμένο φύλλο που έβγαινε στα περίπτερα να υπήρξε κάτι άλλο, ξένο, διαφορετικό από αυτά που είχαμε καταλήξει στις αλλεπάλληλες συσκέψεις που κάναμε για τα θέματα που θα δημοσιεύαμε και στο πώς θα τα παρουσιάζαμε.

Όπως δεν υπήρξε ούτε μια φορά που να έφυγε ο διευθυντής μετά την τελική σύσκεψη για την πρώτη σελίδα για να ενημερώσει τον Χρήστο Λαμπράκη και να επέστρεψε με κάποια αλλαγή, έστω υπόδειξη, τόσο για τα θέματα όσο και για την παρουσίασή τους.

Μια από τις πολλές «βεβαιότητες» που κυριαρχούν στην καθημερινή μας ζωή, είναι κι εκείνη που θέλει το «συγκρότημα» να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις και να βρίσκεται πίσω από κάθε «ίντριγκα» και «συνωμοσία».

Δηλαδή, δεν επηρέαζε καθόλου την πολιτική, οικονομική, πνευματική, κοινωνική ζωή της χώρας; – είναι ένα εύλογο ερώτημα.

Ασφαλώς και επηρέαζε, στο βαθμό που οι ειδήσεις της εφημερίδας, οι αναλύσεις της, οι υπογραφές των ρεπόρτερ και των συνεργατών της είχαν απήχηση στους αναγνώστες της, εύρισκαν ανταπόκριση στην κοινή γνώμη, κέρδιζαν την εμπιστοσύνη της.

Ας μετρήσει κανείς τις υπογραφές των δημοσιογράφων και των συνεργατών των Νέων και του Βήματος που γέμισαν όλα αυτά τα χρόνια τις σελίδες τους και θα αντιληφθεί το μέγεθος της επιρροής που έχουν ασκήσει.

Δεν επηρέασε το ελληνικό θέατρο ο Κώστας Νίτσος με τους «Αστερίσκους» του στη 2η σελίδα των Νέων, στην οποία εναγωνίως προσέτρεχαν οι άνθρωποι του θεάτρου – και όχι μόνο – για να δουν ποιους νέους δημιουργούς θα αναδείκνυε και ποιους «κατεστημένους» θα τσάκιζε με ελάχιστες αράδες;

Δεν επηρέασαν τα κείμενα του Μάριου Πλωρίτη, ή του Μαρωνίτη;

Δεν επηρέασε την κινηματογραφική παραγωγή και τους φίλους του κινηματογράφου η κριτική του Κώστα Σταματίου ή την Τηλεόραση η κριτική της Μαρίας Παπαδοπούλου;

Δεν επηρέασε ο «Μικροπολιτικός» – η υπογραφή του οποίου είναι δια χειρός Χρήστου Λαμπράκη, καθώς αυτός ήταν που την εμπνεύστηκε – με καθημερινές αποκαλύψεις που τροφοδοτούσαν την πολιτική επικαιρότητα επί ημέρες; Και είναι δεκάδες οι περιπτώσεις που πολιτικοί όλων των παρατάξεων προσπαθούσαν να τροφοδοτήσουν οι ίδιοι τον «Μικροπολιτικό» – ο οποίος, με την ευκαιρία, δεν ήταν ένας, αλλά … όλοι, απλώς ένας τα μάζευε και τα έγραφε με ένα ενιαίο στιλ – για να βρεθούν έστω και λίγο στην επικαιρότητα…

Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας και τα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη με τον Τσάτσο και την κότα (ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ως υπουργός Προεδρίας είχε διατάξει την ματαίωση των παραστάσεων του Κουν με τους Όρνιθες)  έχουν μείνει ιστορικά όχι γιατί ήταν άρτια καλλιτεχνικά, αλλά γιατί κυριολεκτικά αποδόμησαν την πολιτική και του Τσάτσου και της κυβέρνησης Καραμανλή στον Πολιτισμό, εμπέδωσαν στην κοινή γνώμη τη βεβαιότητα ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ένας συντηρητικός πολιτικός, αλλά με σημαντικό ακαδημαϊκό έργο,  δεν ήταν παρά ένας κοινός λογοκριτής του Αριστοφάνη!

Ή μήπως τα σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου δεν επηρέασαν βαθύτατα το λαϊκό αίσθημα ακόμη και στη διάρκεια της δικτατορίας;

Αλλά, αυτή είναι η δουλειά του Τύπου, να ενημερώνει, να αναλύει, να ασκεί κριτική, ακόμη και πολεμική αν αυτό απαιτείται, να επηρεάζει σε τελική ανάλυση. Απλώς, όλα αυτά πρέπει να γίνονται με εντιμότητα, με καθαρά δημοσιογραφικά κριτήρια, χωρίς οποιαδήποτε σκοπιμότητα, χωρίς την προσδοκία οποιουδήποτε ανταλλάγματος, με μόνο γνώμονα την ενημέρωση των πολιτών.

Κι αυτό, εν τέλει, ο αναγνώστης της εφημερίδας είναι που θα το κρίνει, με την καθημερινή συνδρομή του σ’ αυτήν που αποτελεί και «ψήφο εμπιστοσύνης».

Και αυτή η ψήφος εμπιστοσύνης στα Νέα υπήρξε διαχρονική και εκφράζεται με ιδιαίτερη έμφαση σήμερα, που προβάλει άμεσα ο κίνδυνος να σταματήσει η έκδοση της, μαζί με του άλλου ιστορικού τίτλου, του Βήματος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση που αντιμετωπίζουν οι εφημερίδες οφείλεται σε λάθος επιχειρηματικές επιλογές της ιδιοκτησίας του Οργανισμού. Αυτό όμως είναι ένα θέμα, που μπορεί και πρέπει να διευθετηθεί με βάση τις προβλέψεις του νόμου και άλλο θέμα είναι οι πολιτικές παρεμβάσεις, με εμφανή μάλιστα εκδικητικό χαρακτήρα, γιατί τα έντυπα δεν στήριξαν ή και πολέμησαν τις όποιες επιλογές της πολιτικής ηγεσίας.

Η έκδοση μιας εφημερίδας ασφαλώς και είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως και η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα. Ωστόσο, η έκδοση ενός εντύπου και η άσκηση της δημοσιογραφίας είναι κάτι περισσότερο από την εργασία σε μια βιομηχανία που παράγει προϊόντα που προορίζονται για το εμπόριο. Γιατί οι εφημερίδες παράγουν ειδήσεις, στοιχεία, πληροφορίες για όσα ενδιαφέρουν και αφορούν τους πολίτες και τη ζωή τους, ακόμη και την επιβίωσή τους κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αποτιμηθεί με εμπορικούς όρους.

Όπως βέβαια και η μεταβίβαση ενός εντύπου από τη μια ιδιοκτησία σε μια άλλη, που πιθανόν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους ενός πλειστηριασμού, δεν μπορεί να είναι μια απλή τυπική τραπεζική διαδικασία. Γιατί το κάθε έντυπο με τους συνεργάτες του έχει διαγράψει μια συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή, έχει μετάσχει σε ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την πολιτική, οικονομική, πνευματική, κοινωνική ζωή του τόπου, είναι μέρος της ιστορίας.

Το κάθε έντυπο αποτελεί ένα στέρεο κομμάτι του ενημερωτικού τοπίου όπως έχει διαμορφωθεί διαχρονικά, είναι ένα αποφασιστικός παράγοντας στη διατήρηση του πλουραλιστικού στοιχείου της ενημέρωσης, γι’ αυτό και η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν μπορεί να γίνει απλώς με κάποιες τραπεζικές πράξεις και πολύ περισσότερο με πολιτικές υποδείξεις, χωρίς να υπάρξουν ανατροπές στις όποιες ισορροπίες έχουν διαμορφωθεί στο τοπίο της ενημέρωσης. Εκτός κι αν, τελικά, αυτό είναι το ζητούμενο στην πρόσφατη κρίση που αντιμετωπίζουν τα έντυπα του ΔΟΛ.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η όποια λύση επιχειρηθεί να δοθεί, δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη τον βασικό παράγοντα κάθε εντύπου, τους δημοσιογράφους του, που είναι αυτοί που του προσδίδουν την όποια προστιθέμενη αξία και που διατηρούν σε καθημερινή βάση την επαφή με τους αναγνώστες από τους οποίους και εξαρτάται η επιβίωση του εντύπου.

Δημοσιεύεται και στο The Greek Report