Ημιδημοκρατίες

Κώστας Μποτόπουλος 05 Ιουν 2013

Η Δημοκρατία είναι ένα δέντρο που χρειάζεται πότισμα. Με μέτρο, αλλά καθημερινό. Οι εκλογές δεν μπορούν να καλύψουν μόνες τους αυτήν την ανάγκη –ρίχνουν πολύ νερό, αλλά αρκετό από αυτό πάει στο μύλο του εφησυχασμού και της απάθειας. Καλύπτουν την επιφάνεια και η επιφάνεια, σε αυτή την επιφανειακή εποχή, έχει σημασία –καμία σύγχρονη Δημοκρατία δεν είναι Δημοκρατία καθημερινού ποτίσματος, δηλαδή διαλόγου της ηγεσίας με το κοινωνικό σώμα, επιλογών στη βάση αρχών, σεβασμού της διαφορετικότητας, ελέγχου και λογοδοσίας. Ωστόσο, υπάρχουν πολιτεύματα που αρκούνται στις εκλογές και όχι απλώς υποβαθμίζουν, αλλά συστηματικά στρεβλώνουν τις άλλες πτυχές της ουσιαστικής δημοκρατίας. Αυτά τα πολιτεύματα και αυτές οι χώρες, είναι στην πραγματικότητα ημι-δημοκρατίες.

Η Ρωσία είναι το κατεξοχήν παράδειγμα ημι-δημοκρατίας. Ο αυταρχισμός δεν αποτελεί παρέκβαση, αλλά καθημερινή πρακτική της εκλεγμένης ηγεσίας, θεωρητικό μάλιστα θεμέλιο της ιδιοτυπίας της ηγεσίας, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Τα θεμελιώδη δικαιώματα ποδοπατούνται, συμπεριλαμβανομένου του πιο θεμελιώδους σε μια Δημοκρατία, της ελευθερίας της έκφρασης. Οι θεσμοί είναι άδεια πουκάμισα, οι αποφάσεις λαμβάνονται από κλειστά κέντρα, χωρίς κανέναν έλεγχο, η ηγεσία και ο ηγέτης «ιεροποιούνται», το «γενικό καλό» δεν σηκώνει κουβέντα και κυρίως κριτική, ούτε ως προς την κατεύθυνση, ούτε ως προς τα μέσα του. Η καταστολή βαφτίζεται «πειθαρχία», ο λαός είναι σεβαστός μόνο όταν σκύβει το κεφάλι.

Η Τουρκία, άλλη παλιά αυτοκρατορία, είναι επίσης, αν και με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, ημι-δημοκρατία –και δεν χρειαζόμασταν τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις για να το αντιληφθούμε. Οι συγκλίνουσες ενδείξεις ήταν εμφατικά παρούσες και πριν από τον Ερντογάν, όσο κι αν απέκτησαν ιδιαίτερη οξύτητα επί της ηγεσίας του: Η αυτονόμηση του κατασταλτικού μηχανισμού και η θέση του στην υπηρεσία του ενός, ο μεσσιανισμός και η προσωπολατρεία, η δικαιολόγηση κάθε μεθόδευσης για την επίτευξη της (οικονομικής, αλλά άνισα κατανεμημένης προόδου), η χρήση ή η απειλή χρήσης της στρατιωτικής ισχύος για εσωτερικούς και εξωτερικούς σκοπούς, η ιδεολογικοποίηση, ηθικοποίηση και θρησκειοποίηση του κράτους, το διαρκές παιχνίδι με τους θεσμούς (ο Ερντογάν άλλαξε πολλές φορές το Σύνταγμα και μετάλλαξε τη σχέση των εξουσιών). Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την οθωμανική ιστορία και παράδοση, ή το γεγονός ότι ο σπόρος του αυταρχισμού ενυπάρχει στον -παρουσιαζόμενο ως πιο φιλελεύθερο- «κεμαλισμό», ή τον ειδικό ρόλο του στρατού και της θρησκείας, που δεν τον δημιούργησε το σημερινό καθεστώς. Όμως κανείς, ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς που ζήλευαν τη δύναμη και τα επιτεύγματά του, δεν θα έπρεπε να μπορεί, χρόνια τώρα, να αρνηθεί ότι στην Τουρκία του Ερντογάν, ο όρος «σιδηρά πυγμή» απέκτησε μια ιδιαίτερη και ιδιαίτερα ανησυχητική έννοια. Όσοι το είδαν και το είπαν εντός της χώρας, το πλήρωσαν συνήθως ακριβά. Η μεγάλη πλειοψηφία έμεινε άφωνη, ή οδηγήθηκε αμείλικτα στην αφωνία.

Σε όλες τις ημι-δημοκρατίες, το καζάνι της κοινωνικής έντασης σιγοβράζει. Αντίθετα από τις ατελείς αλλά πραγματικές δημοκρατίες –ναι, του δικού μας τύπου, γιατί, παρόλα τα δεινά της εποχής, να μην το πούμε;- η αντίθεση, η αμφιβολία, η οργή δεν εκτονώνονται. Κι έρχεται ίσως ένα τυχαίο, ή ένα «μικρό» γεγονός -ένα πάρκο που θα καταστρεφόταν και το υπερβολικά βίαιο κατάβρεγμα ενός κόκκινου φουστανιού- για να ξεσπάσει το διάχυτο αίτημα ελευθερίας, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε εξέγερση. Στις ημι-δημοκρατίες, σπάνια οι εξεγέρσεις νικάνε με την πρώτη –η καταστολή και η νάρκωση των αντανακλαστικών, είπαμε ότι αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος. Αποτελούν όμως την πρώτη ρωγμή, την αρχή του ταξιδιού προς την κανονική ή την ακόμα λιγότερη Δημοκρατία.