Η προαναγγελθείσα νίκη του Πούτιν στη Ρωσία, ρίχνει φως σε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Και αποδεικνύει πόσο υπαρκτή είναι η διάκριση ανάμεσα στην πραγματική και την τυπική δημοκρατία.
Έγιναν προεδρικές εκλογές και ένας υποψήφιος τις κέρδισε με μεγάλη διαφορά από τον πρώτο γύρο. Αν και σπάνιο, ως προς τη βεβαιότητα και την ευκολία της επικράτησης, το γεγονός δεν θα αρκούσε από μόνο του για να στηρίξει αιτιάσεις. Αυτά που όχι μόνο το επιτρέπουν, αλλά και το επιβάλλουν, είναι μια σειρά από συνοδευτικά γεγονότα: α) ο νικητής είχε υπάρξει για δύο θητείες Πρόεδρος και μετεπήδησε στην Πρωθυπουργία προαναγγέλλοντας, από τότε, την επιστροφή του στην προεδρία, μόλις έσπαγε το συνταγματικό «εμπάργκο» (το οποίο, έτσι, μετέτρεψε σε γράμμα κενό), β)ο νικητής, ως Πρωθυπουργός, είχε προβεί σε αποδειγμένη νοθεία στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν ένα χρόνο πριν, γ)ο νικητής επέλεξε τους αντιπάλους του, φρόντισε να μην εκπροσωπείται η πραγματική αντιπολίτευση, την οποία εξάλλου δεν έχανε ευκαιρία να χαρακτηρίζει αντεθνική, δ)ο νικητής εξελέγη με μόνο «πρόγραμμα» τον εαυτό του, ε)ο νικητής δεν έκρυψε ότι άλλο εκλογές και άλλο άσκηση της εξουσίας: οι πρώτες έχουν (αναγκαστικά) κάποια (μικρή) σχέση με το λαό, η δεύτερη καμία.
Θα αδικούσαμε την πραγματικότητα αν αποδίδαμε όλα τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος στην προσωπικότητα του Πούτιν και αγνοούσαμε την πραγματικότητα της Ρωσίας. Η τεράστια χώρα είναι εξαιρετικά άνιση, με τα πολλά εκατομμύρια που ζουν εκτός αστικών κέντρων (και ιδίως των δύο μεγάλων: Μόσχας και Πετρούπολης) να ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για τις υλικές συνθήκες διαβίωσής τους και καθόλου για τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του πολιτεύματος τους. Η παράδοση ενός (έστω φωτισμένου) αυταρχισμού, είναι βαθιά ριζωμένη και πάντα παρούσα: έναν αιώνα μετά την πτώση του, όλοι ακόμα ψάχνουν τον «τσάρο». Η οικονομική ανάπτυξη των «χρόνων Πούτιν», μπορεί να επιτεύχθηκε σε βάρος της ελευθερίας και της κοινωνικής συνοχής, ωστόσο επανέφερε τη Ρωσία σε τροχιά μεγάλης δύναμης, έστω με πήλινα πόδια, και συγχρόνως μεγάλωσε την πρόκληση της εξουσίας να ξεπερνά τις «λεπτομέρειες» (όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα) στο όνομα της συλλογικής «προόδου». Ο Τύπος είναι απολύτως ελεγχόμενος, ενώ ένας μιμητικός εκδυτικισμός της κοινωνίας ευνοεί, αντί να αποθαρρύνει, φαινόμενα μαζικού φανατισμού και προσωπολατρείας. Με όλα αυτά τα δεδομένα, είναι σχεδόν περίεργο, αλλά εντυπωσιακό και κρίσιμο, το ότι συνέβη, την τελευταία χρονιά, το μεγάλο ποιοτικό γεγονός που λέγεται ξύπνημα ενός μέρους της κοινωνίας, ακόμα όχι πλειοψηφικού, αλλά με όλο και μεγαλύτερα ερείσματα και, κυρίως, φωνή.
Οι γνωρίζοντες καλά τα πράγματα συμφωνούν όλοι ότι ο Πούτιν κέρδισε, γιατί δεν μπορούσε παρά να κερδίσει, αλλά δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει όπως πριν. Δεν είναι μόνο η ανοιχτή αμφισβήτηση (κυρίως από ένα μέρος της νεολαίας, τα μορφωμένα στρώματα, τη μπλογκόσφαιρα), αλλά και οι δικές του φανερές ρωγμές: δυναμιτίζει την ίδια του την εξουσία όποιος εκλεγμένος ηγέτης αγνοεί τις αλλαγές που γίνονται μπροστά στα μάτια του, περιφρονεί όσους του αντιστέκονται και αυξάνει την καταπίεση. Η αντιπολίτευση είναι βέβαια εντελώς ανοργάνωτη, ενώ μια κοινωνία πολιτών δεν φτιάχνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Όμως, σίγουρα κάτι σιγοβράζει σε μια χώρα που δεν ξέρει μόνο από αυταρχισμό, αλλά και από επαναστάσεις.