Η υποτίμηση της δραχμής του ’53 και οι ομοιότητες με το σήμερα
Η υποτίμηση του εθνικού μας νομίσματος το έτος 1953 συνιστά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην οικονομική ιστορία του τόπου καθώς οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές της συνέπειες υπερβαίνουν το στενό χρονικό ορίζοντα της συγκεκριμένης απόφασης και σφραγίζουν μία ολόκληρη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Αρχιτέκτονας της νομισματικής υποτίμησης υπήρξε ο νομικός Σπύρος Μαρκεζίνης (1909-2000), ο οποίος ανέλαβε (υπερ)Υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο (1952). Ο Μαρκεζίνης ήταν ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του πολιτικού εγχειρήματος του Παπάγου και η οικονομική του σκέψη σφράγισε το «Συμβόλαιο με το Λαό» του δεύτερου. Η προσωπική στήριξη που απολάμβανε από τον αρχηγό της κυβέρνησης και η ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την εφαρμογή της πολιτικής Μαρκεζίνη, η οποία συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις ακόμη και ανάμεσα στα στελέχη του Συναγερμού καθώς θίγονταν τα συμφέροντα του πελατειακού και προσοδοθηρικού συστήματος εκείνης της εποχής.
Η υποτίμηση αποφασίστηκε ως απάντηση στα χρόνια δομικά προβλήματα και τις ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ άλλων, τη νομισματική αστάθεια και τον πληθωρισμό, το δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τα ελλείμματα, το αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, τον περιορισμένο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Η ιδέα είχε, σε μεγάλο βαθμό, ωριμάσει την προηγούμενη περίοδο, αν και υπήρχε μία εντυπωσιακή πανσπερμία διαφορετικών αντιλήψεων για την ένταση και την έκταση του μέτρου (συμπεριλαμβανομένης της επιφυλακτικότητας των αμερικανών συμβούλων), και σίγουρα λιγότερο ριζοσπαστικών από την τελική επιλογή Μαρκεζίνη.
Το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, με ραδιοφωνικό μήνυμά του, ανακοινώνει την υποτίμηση του νομίσματος. Η δραχμή υποτιμάται βίαια έναντι του δολαρίου (από τις 15.000 στις 30.000 δραχμές) και συνδέεται με το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς. Επρόκειτο για μια άρτια προετοιμασμένη και άριστα μεθοδευμένη κίνηση που εκμεταλλεύτηκε πλήρως το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ελάχιστοι γνώριζαν τις ακριβείς λεπτομέρειες του σχεδίου που εκπονήθηκε και εκτελέστηκε σε συνθήκες ακραίας, σχεδόν κινηματογραφικής, μυστικότητας, ώστε να μη τεθεί σε κίνδυνο η επιτυχία του εγχειρήματος. Η υποτίμηση πραγματοποιήθηκε τη Μεγάλη Εβδομάδα ώστε να ακολουθούν οι αργίες προκειμένου να μη διαταραχθεί το χρηματιστήριο, ενώ το ακριβές ποσοστό της υποτίμησης γνώριζαν μόνον ο Μαρκεζίνης και ο Παπάγος.
Η επιλογή της υποτίμησης δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένα αποσπασματικό μέτρο που προοριζόταν να αντιμετωπίσει πρόσκαιρα το πιεστικό ζήτημα της νομισματικής αστάθειας. Αντίθετα, ο Μαρκεζίνης είχε ξεκάθαρη άποψη για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας και την προοπτική της. Υπογράμμιζε την αναγκαιότητα εφαρμογής ενός σχεδίου που να μην υπαγορεύεται από τις «επείγουσες καταστάσεις της στιγμής» και την υιοθέτηση μίας μακροπρόθεσμης στρατηγικής που να διαθέτει πολιτική κατεύθυνση και ιδεολογικό στίγμα καθώς, όπως ο ίδιος υποστήριζε, η πολιτική που είναι λίγο απ’ όλα στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα. Ο Μαρκεζίνης προβληματιζόταν από τη διαρκώς μειούμενη οικονομική βοήθεια του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ η οποία έφτανε στο τέλος της και άφηνε ένα δυσαναπλήρωτο χρηματοδοτικό κενό στην ελληνική οικονομία. Η δυνατότητα σύναψης νέων δανείων για τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας προϋπέθετε την αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών της και, κατά συνέπεια, οι πολιτικές σταθεροποίησης έπρεπε να προηγηθούν την ανάπτυξης.
Την περίοδο εκείνη, στο διεθνή χώρο κυριαρχεί η λεγόμενη «κεϋνσιανή συναίνεση» καθώς παραμένουν ακόμη δυνατές οι μνήμες της κρίσης του 1930 και των κοινωνικών της επιπτώσεων. Το κράτος αντιμετωπίζεται ως εργαλείο ανάπτυξης μέσω του σχεδιασμού (planning), ενώ η ιδιωτική πρωτοβουλία θεωρείται απαραίτητη, αν και όχι επαρκής. Ακολουθώντας τα διεθνή ρεύματα και προσαρμόζοντας τα στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, οι κυρίαρχες οικονομικές ιδέες της χώρας χαρακτηρίζονται από έναν «φιλελεύθερο εκλεκτικισμό» (Καζάκος, 2009), δηλαδή από έναν πραγματιστικό, μη-δογματικό, φιλελευθερισμό. Σε αυτό το πλαίσιο θα λέγαμε ότι, ο Μαρκεζίνης εντάσσεται στο «ριζοσπαστικό ρεύμα» (Χατζηβασιλείου, 2010), σε εκείνο το ρεύμα ελλήνων διανοητών που διαμόρφωσε τη μεταπολεμική Ελλάδα (Ξ. Ζολώτας, Π. Καννελόπουλος- αλλά και Γ. Παπανδρέου και Κων. Καραμανλής).
Ο Μαρκεζίνης και το επιτελείο του κατανοούν τις πολυπλοκότητες της οικονομικής ζωής και θεωρούν τη μεμονωμένη κίνηση της υποτίμησης «καταστροφή» αν δε συνοδεύεται από την παράλληλη εισαγωγή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Απευθυνόμενος στους συναδέλφους του βουλευτές μερικούς μήνες μετά την αναγγελία της υποτίμησης και με τη συμπλήρωση ενός έτους της κυβέρνησης, στην ιστορική του αγόρευση της 23ης Νοεμβρίου 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης υπογραμμίζει ότι: «Προσεφύγαμεν εκάστοτε κατ’ επανάληψιν εις την αναπροσαρμογήν, αλλά πάντοτε εκ του τρόμου να αντιμετωπίσωμεν τα μεγάλα προβλήματα, τα οποία συνοδεύουν την αναπροσαρμογήν, κατεφύγαμεν εις αυτήν μετ’ απολύτου προχειρότητος. Σχεδόν κατήντησε να νομιμοποιούμεν απλώς υφισταμένην εις τα πράγματα κατάστασιν. Και ως εκ τούτου υφιστάμεθα ολιγώτερον μεν κλονισμόν εκ της αναπροσαρμογής αλλά και ταυτοχρόνως ουδέν μονιμώτερον όφελος εκ ταύτης. Μετεβάλομεν δραστικόν οικονομικόν μέτρον εις απλήν νομισματικήν ασπιρίνη. Και ήτο επόμενον να αναγκαζώμεθα να επενέλθωμεν» (Μαρκεζίνης, 2013). Έτσι, ο Μαρκεζίνης εντάσσει τη νομισματική υποτίμηση σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, το οποίο περιλαμβάνει συνδυασμό μέτρων που αφορούν στη δημοσιονομική και τη βιομηχανική πολιτική.
Ανάμεσά στις μεταρρυθμίσεις της εποχής, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην απελευθέρωση των αγορών από πλήθος διοικητικούς και αγορανομικούς περιορισμούς (πχ. δελτίο άρτου), την άρση των περιορισμών στην εισαγωγή προϊόντων και πρώτων υλών, τη διαμόρφωση ενός θεσμικού περιβάλλοντος ευνοϊκού για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων (Ν. 2687/1953) που οδήγησε σε υπογραφή συμβάσεων που καταγγέλθηκαν από την αντιπολίτευση ως «αποικιακές», την εφαρμογή ενός φιλόδοξου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στις υποδομές και τις μεταφορές που άλλαξαν τη μορφή της χώρας (φράγματα Αλιάκμονα και Αχελώου, κ.ά), τη μείωση της απασχόλησης στο Δημόσιο κατά 23% και το «πάγωμα» των προσλήψεων. Παράλληλα, την περίοδο 1953-54 η κυβέρνηση καταθέτει τον πρώτο πλεονασματικό προϋπολογισμό (κάτι που αργότερα θα επαναληφθεί από τις κυβερνήσεις του Κων. Καραμανλή). Τα παραπάνω «συνοδευτικά μέτρα» αναδείχτηκαν σε καθοριστικούς παράγοντες επιτυχίας της νομισματικής παρέμβασης.
Ο Μαρκεζίνης αντιλαμβανόταν ότι δεν υπάρχει μεταρρύθμιση ελευθέρας βαρών καθώς, κάθε αλλαγή των κανόνων του οικονομικού και πολιτικού παιγνίου δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους με προφανείς συνέπειες στις πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες. Και πάλι από το βήμα της Βουλής, ο Μαρκεζίνης θα αναδείξει τα ζητήματα που ανακύπτουν στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων: «Όταν απεφάσιζεν η κυβέρνησις, κύριοι βουλευταί, την αναπροσαρμογήν, εγνώριζεν ως ετόνισα και εν τη αρχή του λόγου μου, πλήρως την σημασίαν του μέτρου. Εγνώριζε, ποία δύσκολα προβλήματα θα προεβάλλοντο και ακόμη ότι αναπροσαρμογή, συνιστώσα μετάθεσιν πλούτου, δημιουργεί μεγάλας αναταραχάς, αλλού ωφελούσα και αλλού ζημιούσα. Εγνώριζεν ακόμη ότι είθισται δια πολλούς και ευνοήτους λόγους οι ωφελούμενοι να σιωπούν ενώ οι ζημιούμενοι να διαμαρτύρωνται. Πράγμα το οποίον συντελεί και αυτό ουκ ολίγον εις την δημιουργίαν ισχυρών εντυπώσεων. Δεν παρεγνώρισεν ακόμη τους κινδύνους παντοειδών δημαγωγικών εκμεταλλεύσεων» (Μαρκεζίνης, 2013).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαρκεζίνης δε θα διστάσει να καταγγείλει τα οργανωμένα συμφέροντα της εποχής: «Προς την ιδίαν κατεύθυνσιν έχω επίσης να αναφέρω το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Ήτο και αυτό μέτρον, το οποίο απήτει ισχυράν, θεληματικήν και θαρραλέαν κυβέρνησιν. Διότι, ως είναι εις πάνταν γνωστόν, αι καταδυναστεύουσαι τας μεγάλας μάζας του λαού ωργανωμέναι ολιγαρχίαι, διαθέτουν μεγάλα μέσα αντιδράσεως, όταν πρόκειται να πολεμήσουν υπέρ των ιδίων βωμών και εστιών, όπερ σημαίνει υπέρ των ιδίων ατομικών συμφερόντων» (Μαρκεζίνης, 2013). Οι συνεχείς καταγγελτικές αναφορές του Μαρκεζίνη στις «ολιγαρχίες» και τον «αντιδραστικό παλαιοκομματισμό» εκφράζουν τα όρια των μεταρρυθμίσεων σε μία εποχή που έχουν ήδη παγιωθεί συμφέροντα υα οποία αντιμάχονται κάθε αλλαγή προκειμένου να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους. Ο αμερικανός απεσταλμένος Paul R. Porter περιγράφει γλαφυρά την προσοδοθηρική λειτουργία της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας, η οποία, «με μερικές τιμητικές εξαιρέσεις, είναι αδιάφορη για τις κοινωνικές της υποχρεώσεις, αντιστέκεται σε μεταρρυθμίσεις, και υποκινείται από μια φιλοσοφία μερκαντιλιστή ή ρεντιέρη, παρά από μία παραγωγική φιλοσοφία» (Ψαλιδόπουλος, 2013).
Φυσικά, δεν ήταν κάθε κριτική στην πολιτική Μαρκεζίνη αβάσιμη και αθεμελίωτη, κύρια σε ότι αφορά την κοινωνική διάσταση της (ανάμεσά τους, οι Σοφ. Βενιζέλος, Αγγ. Αγγελόπουλος, και Γ. Παπανδρέου). Τούτο διότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, έπληξε την αγοραστική δύναμη κύρια των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, διεύρυνε τις ανισότητες και ευνόησε όσους είχαν αποθησαυρίσει σκληρό νόμισμα (λίρες) την προηγούμενη περίοδο. Είναι γεγονός πως, η πολιτική Μαρκεζίνη εκείνης της περιόδου συνιστά μία μεταρρύθμιση «από τα πάνω» χωρίς την οικοδόμηση της αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης (Χατζηβασιλείου, 2010). Βέβαια, οι κοινωνικές αντιδράσεις κατά των μέτρων και των επιπτώσεων τους, στο ιδιότυπο καθεστώς της «ελεγχόμενης δημοκρατίας» εκείνης της περιόδου, ήταν αναμενόμενα περιορισμένες.
Τον Απρίλιο του 1954 ο Μαρκεζίνης παραιτείται από την κυβέρνηση Παπάγου και για να ιδρύσει ακολούθως το Κόμμα των Προοδευτικών και να εγκαινιάσει μία μακρά πορεία άστοχων πολιτικών επιλογών που θα αδικήσουν τις μεγάλες δυνατότητες αυτού του σημαντικού πολιτικού άνδρα. Ωστόσο, είχε προλάβει να θέσει στέρεες βάσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Όπως ορθά ειπώθηκε, ο Μαρκεζίνης «ενώ κέρδισε την οικονομική μάχη, έχασε τον πόλεμο της πολιτικής του επιβίωσης» (Ψαλιδόπουλος, 2013). Η υποτίμηση της δραχμής εγκαινιάζει τη «χρυσή εποχή» της ελληνικής οικονομίας, η οποία εισέρχεται σε μία αδιάλειπτη φάση εικοσαετούς ανάπτυξης καθώς μέχρι το 1974 ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 6,8%. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο (1955-1977), το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων αυξήθηκε από το 39% στο 53% των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.
Η πρεσβεία των ΗΠΑ, σε αναφορά της το 1954, ορθά επεσήμανε ότι, το έτος 1953 θα καταγραφεί ιστορικά ως σημείο καμπής στην οικονομική ζωή της Ελλάδας. Οι αναλυτές της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν πως, εξήντα χρόνια μετά η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα και αντίστοιχες προκλήσεις. Πραγματικά, οι ομοιότητες με την σημερινή εποχή είναι εντυπωσιακές- πελατειακό κράτος, προσοδοθηρία, δημοσιονομικός εκτροχιασμός, προβληματικές παραγωγικές δομές. Ταυτόχρονα όμως, η οικονομική πολιτική της εποχής μπορεί να ιδωθεί ως μία άσκηση εξαιρετικά επιτυχούς πολιτικής ηγεσίας- εκείνου ακριβώς του είδους της υψηλής πολιτικής τέχνης που η χώρα μας έχει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη και την οποία δυστυχώς ακόμη αναζητούμε. Εδώ ίσως βρίσκεται η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο ιστορικές περιόδους και ο κύριος λόγος για τον οποίο η χώρα μας παραμένει εδώ και χρόνια τραγικά καθηλωμένη σε μια φθίνουσα στασιμότητα.
Πηγές
Καζάκος Πάνος (2009), Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά- Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, εκδόσεις Πατάκη.
Μαρκεζίνης Σπυρίδων (2013), Στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης και η υποτίμηση της δραχμής- 1953, (εισαγωγή-ιστορικός σχολιασμός: Πάνος Καζάκος, Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου ΙΙ, Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων.
Χατζηβασιλείου Ευάνθης (2010), Ελληνικός Φιλελευθερισμός- το ριζοσπαστικό ρεύμα 1932-1979, εκδόσεις Πατάκη.
Ψαλιδόπουλος Μιχάλης (2010), Οικονομολόγοι και Οικονομική Πολιτική στη Σύγχρονη Ελλάδα, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις.
Ψαλιδόπουλος Μιχάλης (2013), Επιτηρητές σε Απόγνωση: Αμερικανοί σύμβουλοι στην Ελλάδα 1947-1953- Από τον Paul A. Porter στον Edward A. Tenenbaum, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις.