Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται τρία χρόνια από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Δυστυχώς γι’ αυτόν, όχι και σ’ όλες τις εξουσίες, όπως θα το ήθελε η κυρία Μπαζιάνα. Ευτυχώς όμως για τη χώρα και τους πολίτες της. Η σύζυγος του Πρωθυπουργού ισχυρίστηκε με αφέλεια (γιατί ίσως δεν γνωρίζει πόσο λενινισμό-σταλινισμό περιέχει αυτή η φράση) ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά δεν έχει και την εξουσία. Την είχαν προλάβει λέγοντας το ίδιο, με μίσος, ο κ. Πολάκης (αυτός σίγουρα δεν ξέρει την καταγωγή της φράσης, την ενστερνίζεται όμως γιατί καταλαβαίνει πόσο αντιδημοκρατική είναι) και με ιδεολογική «πονηριά» ο κ. Φίλης (αυτός πολύ καλά γνωρίζει τι σημαίνει, μάλιστα δε όταν ήταν στο ΚΚΕ εσ. αντιμαχόταν το ΚΚΕ που ενστερνιζόταν αυτή τη θέση). Εδώ σ’ αυτή την άποψη εντοπίζεται η τομή που από την εποχή του Λένιν (ο πραγματικός εκφραστής της θέσης) διαχωρίζει τα «αντιαστικά αντιδημοκρατικά κόμματα» από τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και από τον ευρωπαϊκό αριστερό ριζοσπαστισμό (Λούξεμπουργκ).
Ο κ. Τσίπρας έχει εκφράσει μια εξίσου αντιδημοκρατική θέση. «Η δημοκρατία» είπε «δεν πρέπει να είναι θεσμός που εξισορροπεί συμφέροντα και αποκοιμίζει συνειδήσεις, αλλά εργαλείο επιβολής της θέλησης των πολλών. Είναι ένας διαρκής αγώνας να κερδίσουμε συνειδήσεις και να ξαναβάλουμε τις μάζες στο πεδίο της πολιτικής πάλης». Δημοκρατία είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ όσα ισχυρίζονται ο Πρωθυπουργός και η σύζυγός του. Είναι θεσμός εξισορρόπησης πολλαπλών συμφερόντων και πολλαπλών εξουσιών, σεβασμού και προάσπισης της διαφωνίας των μειοψηφιών, απόρριψης της έννοιας των «μαζών» και ανάδειξης της έννοιας του πολίτη. Ο Πρωθυπουργός προσλαμβάνει τη δημοκρατία με τον ίδιο τρόπο που υπερασπίζεται κάθε λέξη του Συντάγματος.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το παραπάνω απόσπασμα είναι απόρροια της «κοπάνας» του κ. Τσίπρα και των λογογράφων του από το μάθημα του Φιλελευθερισμού και να ξεμπερδεύαμε. Αδιαφορία και απουσίες βεβαίως και υπάρχουν. Πού καιρός οι ριζοσπάστες μας να ασχοληθούν με Στιούαρτ Μιλ και Τοκβίλ, με τέτοιες «ακαδημαϊκές αμπελοφιλοσοφίες», όπως ο ίδιος αναφέρει. Εδώ φυσικά και δεν είναι μόνος του. Και άλλοι πολιτικοί αντιμετωπίζουν με αδιαφορία και άγνοια την ακαδημαϊκή σκέψη και τη φιλοσοφία. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα.
Υπάρχει μια καταστατική πλευρά της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με την οποία η βία των «μαζών», ακόμη και στις δημοκρατίες, είναι παράγοντας κοινωνικού μετασχηματισμού. Αν ληφθεί υπόψη αυτή η παράμετρος, τότε αλλάζει και ο άξονας της συζήτησης για τις μελλοντικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αν και τα αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα διολισθαίνουν στην αμφισβήτηση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, λόγω δήθεν της αδυναμίας της να προχωρήσει σε πολιτικές ισότητας, ποτέ δεν φτάνουν στο να βλέπουν τη βία ως παράγοντα μετασχηματισμού των κοινωνιών και ποτέ φυσικά δεν τολμούν να ταυτίσουν την κυβερνητική εξουσία με όλες τις άλλες εξουσίες. Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί ριζοσπάστες αποδέχονται ότι η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο δεν χρειάζεται να καταφύγεις στην αιματοχυσία για να αλλάξεις την κυβέρνηση (Καρλ Πόπερ). Ενώ και το «έχουμε την κυβέρνηση αλλά όχι και την εξουσία» είναι έξω από την όποια κοσμοθεωρία τους.
Κανονικοποιείται ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ; Ενας δρόμος υπάρχει για να γνωρίσουμε αν κανονικοποιείται ένα κόμμα που θεωρεί τη βία παράγοντα μετασχηματισμού και δεν «καταλαβαίνει» ότι η δημοκρατία ισούται με πολλές και όχι μόνο μία εξουσία. Ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μπορεί να είναι μέλος μιας αμέσως επόμενης κυβέρνησης, αλλά θα πρέπει να μαθητεύσει στο ΙΕΚ της αντιπολίτευσης και εκεί να δώσει εξετάσεις συνετής και λογικής αντιπολίτευσης. Μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει στο μέλλον οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του. Μέχρι σήμερα πάντως η όποια «υπαρκτή» αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ κινείται προς αντίθετη κατεύθυνση, προς την επιστροφή στα οράματα και τα νάματα του «Κινήματος» και των ανατροπών της Κάτω Πλατείας.
Μέχρι να γίνει και αν γίνει η κανονικοποίησή του στο σχολείο της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμένει «κίνημα» και όπως πολύ σωστά γράφει ο Πέτρος Μαρτινίδης στο μυθιστόρημά του με τίτλο «Σύρριζα» (εκδόσεις Νεφέλη): «Πρωτοκαθεδρία του «κινήματος» και των κινηματικών σημαίνει επιβολή της αυτοδικίας έναντι του θεσπισμένου νόμου, του ενστικτώδους έναντι του λογικού, των παρορμήσεων του όχλου έναντι της προσωπικότητας κάθε ατόμου».
Σημαίνουν όμως τα παραπάνω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα «σταλινικό απολίθωμα»; Μια ερμηνεία του κ. Τσίπρα ως Στάλιν αποδυναμώνει τη δυνατότητα σοβαρής αντιπολίτευσης απέναντί του. Ο κ. Τσίπρας δεν είναι Στάλιν, είναι ένας άνθρωπος χωρίς γνώσεις, με ελάχιστη διοικητική εμπειρία και με περισσή αγένεια που έγινε πρωθυπουργός. Ενα μεγάλο κομμάτι πολιτών βλέπει στο πρόσωπό του να παίρνει εκδίκηση η «μετριότητα» απέναντι στην «αριστεία». Ο κ. Τσίπρας «είναι ένας από εμάς». Το πρόβλημα δεν είναι τόσο πολιτικό ή κοινωνικό. Αν ήταν έτσι, τότε η απόλυτη φτωχοποίηση μεσαίων και ασθενέστερων στρωμάτων θα τον είχε ήδη οδηγήσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Το πρόβλημα είναι πολιτισμικό. Στο πρόσωπό του επιβραβεύονται οι «πολιτισμικές απουσίες» μιας κοινωνίας διχασμένης ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την καθυστέρηση. Εξ ου και οι αντοχές του.
Υπό αυτή την έννοια κυβερνητική συμμαχία του προοδευτικού χώρου με ένα κόμμα που έχει ηγέτες και στελέχη – όσο τους έχει – που πιστεύουν ότι δημοκρατία είναι η «κυριαρχία της πλειοψηφίας και των μαζών», ότι κυβερνώ σημαίνει κατέχω όλες τις εξουσίες και όχι μόνο την εκτελεστική, δεν μπορεί να είναι νοητή. Ιδού πρώτα η αντιπολίτευση, ιδού και οι αποδείξεις κανονικοποίησης.