Ιδιώνυμο για την αθλητική βία, τώρα!

Κώστας Πετρουλάς 18 Φεβ 2013

Ο τελικός του κυπέλου μπάσκετ διακόπηκε από τα επεισόδια κάποιων «ανεγκέφαλων». Άντε πάλι και σιγά την είδηση. Είδηση θα ήταν να μην διακοπεί, αφού έγινε ενώπιον των οπαδών και των δύο ομάδων. Σπανούλης και Διαμαντόπουλος δε, δήλωσαν πριν από το ματς πως δεν πιστεύουν ότι θα διορθωθεί ποτέ αυτό το μπάχαλο. Και η πολιτεία τι δήλωσε; Κάτι σκόρπιες μπούρδες για ανεγκέφαλους.

Πώς μας φαίνεται η ιδέα, να τιμωρηθούν γονείς και ιδεολογικοί στρατολόγοι των πυρήνων της φωτιάς και να αφεθούν ελεύθερα τα μέλη της να συνεχίσουν τη δράση τους; Αστεία, υποθέτουμε.

Και η ιδέα, να τιμωρούνται αβέρτα οι ομάδες, τα γήπεδα και οι ΠΑΕ, ως ηθικοί αυτουργοί, ενώ οι φυσικοί αυτουργοί της οπαδικής βίας να παραμένουν σε ασυλία ατιμωρησίας; Μα δεν είναι ιδέα μόνο, είναι η ιστορία της βίας στον αθλητισμό εδώ και τριάντα χρόνια. Οι ηθικοί αυτουργοί προφανώς υπάρχουν και δεν μπορούν να εξαιρούνται της τιμωρίας. Μόνο που όλα δείχνουν ότι φταίνε για κάτι που δεν έκανε κανένας, αφού κανένας δράστης δεν καταδικάζεται. Παράνοια.

Η χρεοκοπία της χώρας, εκκολάφθηκε πρώτα σε όλα τα μεγέθη τής κοινωνικής και πολιτικής ζωής, για να καταλήξει κάποτε και οικονομική. Προηγήθηκαν όλων των ειδών οι χρεοκοπίες και κυρίως εκείνη της δικαιοσύνης, του αυτονόητου, και του κοινού νου. Κορυφαία ευθύνη θα αποδώσουμε φυσικά στη βούληση της πολιτικής ηγεσίας. Κανένας μας ωστόσο δεν είναι αθώος όταν παραβλέπει το ολοφάνερο της ατιμωρησίας, με άλλοθι τις γενεσιουργές αιτίες οι οποίες συνήθως ανάγονται στον … καπιταλισμό.

Υπάρχει βέβαια πάντα ανοιχτή η συζήτηση γι? αυτές τις αιτίες που οπλίζουν και φασιστοποιούν κάποιους νέους. Είναι κοινωνικές, είναι πολιτικές, είναι προφανώς και πολιτισμικές. Ό,τι και όποιες όμως κι αν είναι οι αιτίες, μια δημοκρατία δεν δικαιούται να περιμένει τη διόρθωση των αιτιών για να μας απαλλάξει από τη βία των «αναξιοπαθούντων». Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να χαρίζεται και σε όλα τα υπόλοιπα αδικήματα και εγκλήματα, διότι πάντα κάποιες αιτίες κάνουν τον κλέφτη, τον απατεώνα και τον δολοφόνο. Η κοινωνία των αγγέλων που παράγει αγγέλους, θα αργήσει λίγο και ως τότε η πολιτεία οφείλει πρώτα να μας προστατεύει από τη βία και παράλληλα να προσπαθεί να μεταβάλλει τις συνθήκες που την παράγουν.

Οι εύστοχες παρατηρήσεις του κ. Μεϊμάρογλου, που δείχνουν τους γονείς ως ακούσιους ή εκούσιους υποκινητές της βίας, οφείλουν ασφαλώς να προβληματίσουν τον καθένα μας. Να προσθέσουμε και τους γονείς, που ως στελέχη της κοινωνίας και της πολιτικής, λουφάρουν τους βλαστούς τους όταν πρωταγωνιστούν σε επεισόδια των γηπέδων και όχι μόνο; Να προσθέσουμε και τους βουλευτές και υπουργούς, που αλλάζουν τους νόμους σε μια νύχτα για να βολέψουν τους τραμπούκους της εκλογικής τους περιφέρειας;

Θα μπλέξουμε σίγουρα σε μια ατέρμονη συζήτηση για τα ποσοστά ευθυνών εκάστου, στην οποία, ας μπλέξουμε μεν, αλλά πέρα και πριν απ’ αυτό, ας ξεμπλέξουμε με τη βία. Διότι είτε είναι νταής ο μπαμπάς, είτε έχει χάσει το παιχνίδι της συνεννόησης με το παιδί του, τα θυμωμένα παλικάρια που βιαιοπραγούν, κάνουν μεγάλες ζημιές για να θεραπεύσουν τζάμπα και χωρίς ψυχαναλυτή τον στείρο θυμό τους. Εμείς όμως πληρώνουμε ακριβά την ψυχοθεραπεία τους.

Αυτό το συγκεκριμένο «δεν πληρώνω», είναι πια επείγον. Η δημοκρατία πρέπει να κάνει τη δουλειά της. Οι δράστες της βίας πρέπει να συλλαμβάνονται και να δικάζονται. Τελεία και παύλα. Δεν υφίσταται ούτε στο δίκαιο, ούτε στον κοινό νου, το τεκμήριο του μπαμπά, της μαμάς, της κακούργας κοινωνίας, του επάρατου καπιταλισμού, του προέδρου της ΠΑΕ, της ηλιθιότητας, της ανεργίας και λοιπών συναφών παρακρούσεων, ενώπιον της παρανομίας, παρά μόνο ίσως ως ελαφρυντικά για να αυξομειώνουν τις ποινές. Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του, για τις οποίες βραβεύεται ή τιμωρείται. Η ατιμωρησία προσφέρει την απόλυτη ενθάρρυνση στους παραβάτες.

Η υπόθεση ότι οι Γερμανοί και οι Άγγλοι είναι πιο ηθικά και πολιτισμένα παιδιά, επειδή στα γήπεδά τους δεν πέφτει καρφίτσα, είναι ανιστόρητη. Όλοι ξέρουμε ποιον χουλιγκανισμό κατέστειλε η Αγγλία. Τον χειρότερο στην Ευρώπη. Όπως ξέρουμε και πώς. Εφαρμόζοντας αυστηρούς νόμους.

Σε μια κοινωνία όπως η δική μας, που το βασικό της χαρακτηριστικό είναι η συνενοχή, διότι περισσότερο ή λιγότερο, κατά βούληση ή κατ’ ανάγκη, σχεδόν όλοι είμαστε υπόλογοι για κάποια παράβαση ή παρανομία, είναι άσκοπο να ψάχνουμε εξωγήινες αιτίες για τη διόγκωση του τέρατος της βίας. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιστήμονες, ειδικοί, και καθημερινοί πολίτες, αποφαίνονται τρεις δεκαετίες τώρα, πως φταίει ο Βαρδινογιάννης και ο Κόκαλης, μαζί με το κεφάλαιο, που τα καημένα τα παιδιά ξεσπάνε σε βίαιες πράξεις. Μετά, κάμποσοι τα βάζουν με τις αισχρές κάμερες των κερκίδων και τα προσωπικά δεδομένα που πρέπει να διαφυλαχτούν. Και τα κεφάλια μας; Έχει κανένας κάποιον άλλον τρόπο να διαφυλαχτούν από τις πέτρες και τα μπουκάλια; Δεν θεωρεί όμως απαραίτητες τις αντιπροτάσεις ένας υστερόβουλος πολιτικάντης εθισμένος στον λαϊκισμό. Του αρκεί να κάνει φασαρία σαν κριτής των πάντων, που έμμεσα δείχνει την δική του ανύπαρκτη αθωότητα και τον παρηγορεί. Το γεγονός δε, ότι το γήπεδο και η πλατεία, είναι συγκοινωνούντα δοχεία, έχει πλέον αποδειχτεί. Το μπουκάλι και η μολότοφ αρχίζει από τα κεφάλια αθώων αθλητών και θεατών, μεταφέρεται στα κεφάλια όσων διαφωνούν στο γκρέμισμα της Βουλής και καταλήγει σε «μέχρι τελευταίας σφαίρας» φανταστικούς ρεβανσισμούς προς τη…σάπια κοινωνία, που αδικεί τους αυτόκλητους μπάτμαν, οι οποίοι εγκληματούν στο όνομά μας, χωρίς την έγκρισή μας. Το εγκρίνει ο μπαμπάς, ο θείος τους και η συνέλευση της άνω κάτω πλατείας. Δεν φτάνει;

Οφείλουμε εδώ την παρατήρηση, ότι οι φωνές πλέον που ζητούν τη σύλληψη και τη δίκη των δραστών, παντού, έχουν δυναμώσει. Ίσως οι κακουχίες της οικονομικής χρεοκοπίας κάτι να μας έμαθαν και για όλες τις επιμέρους χρεοκοπίες. Για να μην το παιδεύουμε άλλο, η λύση είναι μία, απλή και αναπόφευκτη, αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε μια ζημιά που σε λίγο θα φέρει και πολλούς νεκρούς. Κι αυτή είναι, ιδιώνυμο για την αθλητική βία. Μέσα και έξω από τα γήπεδα. Ποινές που δεν εξαργυρώνονται και που δεν είναι εφέσιμες. Ταυτόχρονα, υποχρέωση συνεργασίας στη σύλληψη των φυσικών αυτουργών από τις ΠΑΕ και αντίστοιχες ποινές σε περίπτωση άρνησης.

Είμαστε σίγουροι πως όλα θα τελειώσουν σε ένα μήνα. Πως θα ξηλώσουμε τα σύρματα στις φανατικές θύρες και πως θα παρακολουθούν πλέον τα ματς οι οπαδοί και των δύο ομάδων, χωρίς να πετάνε ούτε τις γόπες από τα τσιγάρα τους στο γήπεδο.

Όποιος πολιτικός σωπαίνει μπροστά σε μια τέτοια ανάγκη, ας μας πει τι άλλο λέει να κάνουμε. Οι ελιγμοί και οι σάλτσες, οι πονηριές να πιάνεις ψάρια χωρίς να βρέξεις τα πόδια σου, έχουν αποσβέσει. Είναι άγονοι λαϊκισμοί και στρέφονται κατά των συμφερόντων του λαού τον οποίο επικαλούνται.

Εκτός από τις γενικές καλές ιδέες για τη ζωή και το λαό, ή μάλλον για να αποδειχτούν και να μην τις θεωρούμε αιτήματα λευκών επιταγών, οφείλουν όλοι να πουν για κάθε θέμα, την πρότασή τους. Και όχι απλώς να την πουν, αλλά να την διεκδικήσουν. Και πρώτη απ’ όλους, η αριστερά. Η οποία δεν χτίζεται μόνο με συζητήσεις περί το μέλλον της – αν και απαραίτητες. Με πράξεις πολιτικές χτίζεται και τις περιμένουμε σε όλα τα θέματα και σε ένα-ένα ξεχωριστά. Αλλιώς, θα χτίσει χωρίς να το καταλάβει, την απέναντι κεντροδεξιά και θα παραμείνει διαμαρτυρόμενη, σαν παιδί που του πήραν το τρενάκι (της εξουσίας) και τού το στέλνουν σε λάθος ράγες. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά, είναι να θέλει να έχει λαϊκό ακροατήριο που θα το πείσει να την παρακολουθήσει. Αν επιθυμεί ένα «αριστερό» ακροατήριο για να περνάει τον καιρό της και να έχει το κεφάλι της ήσυχο, θα πιάσει μια γωνίτσα στη ιστορία και καμία στις τύχες μας, στην καλύτερη περίπτωση. Στην χειρότερη, θα ενταχθεί στο παραμύθι της παραδοσιακής αριστεράς και θα φρενάρει κάθε θετική εξέλιξη που αφορά το λαό, προσδοκώντας τάχα ανάσταση νεκρών.

Στο δια ταύτα, περιμένουμε πρωτοβουλίες για ένα ιδιώνυμο σχετικά με την αθλητική βία. Η ασυδοσία δεν είναι δημοκρατία και οι πολίτες δεν χρωστούν να πληρώνουν φόρο βίας σε φασιστικές μειοψηφίες.