Μήπως είναι ανάγκη πια να θεσμοθετηθούν ως ιδιώνυμα αδικήματα η άσκηση βίας κατά πολιτικών προσώπων, γενικότερα η άσκηση βίας με πολιτικό κίνητρο και η φθορά δημόσιας περιουσίας; Και μάλιστα με βαριές επανορθωτικές τιμωρίες; Το ζήτημα που θέτω δεν είναι νομικό, αλλά καθαρά πολιτικό καθότι πηγάζει από την ανησυχία μου για την δυναμική της πολιτικής βίας που φαίνεται να αναπτύσσεται ραγδαίως ως μέθοδος συστηματικής υπονόμευσης της εύθραυστης δημοκρατίας μας.
Σε μια πολύ χρήσιμη μελέτη του για τα εγκλήματα μίσους, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Λάμπρος Τσόγκας ορίζει ως εξής την έννοια του ιδιώνυμου εγκλήματος: « Ιδιώνυμα εγκλήματα είναι αυτά που διαφέρουν από τις απλές παραλλαγές των βασικών τύπων εγκλημάτων γιατί έχουν νομική αυτοτέλεια και επομένως νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από το βασικό τύπο.» Το ουσιαστικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει λόγος αυτές οι πράξεις να έχουν «νομική αυτοτέλεια» που να τις διακρίνει νομικά από «τον βασικό τύπο».
Δεν είμαι επαγγελματίας νομικός για να δώσω μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά σαν πολιτικά σκεπτόμενος πολίτης θεωρώ ότι δικαιούμαι να προσφέρω μια πρώτη προσέγγιση ως απαρχή μιας συστηματικότερης συζήτησης επί του προκειμένου.
Η συστηματική χρήση βίας, σωματικής και λεκτικής, εναντίον πολιτικών προσώπων έχει καταστεί ήδη βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής εκ μέρους όχι μόνο των αναρχικών σχηματισμών και της ακροδεξιάς, αλλά και της κυβερνώσας μηδενιστικής εθνικολαϊκιστικής αριστεράς και δεξιάς. Ακόμη και ο πρωθυπουργός, αλλά και ο ανεκδιήγητος ακροδεξιός υπουργός άμυνας, έχουν χρησιμοποιήσει πλειστάκις την απειλή των ακραίων χαρακτηρισμών (προδότες, γερμανοτσολιάδες, κρεμάλες κλπ.) εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση πολιτικοποιεί και ιδεολογικοποιεί φανερά την βία των διαφόρων αντισυστημικών ομάδων αφενός με την φανερή πλέον ανοχή της και αφετέρου θετικά με σχετικές δηλώσεις υπουργών της (Τόσκας περί νηπιακής φύσης του Ρουβίκωνα, προνομιακή μεταχείριση τρομοκρατών κ.ο.κ.). Επομένως στο φαινόμενο η ίδια η κυβέρνηση έχει προσδώσει μείζονα σημασία στη πολιτική βία, έστω και με αρνητική έννοια δηλαδή με την συστηματική της άρνηση να χειριστεί αποτελεσματικά το ζήτημα. Άρα η πολιτική βία έχει καταστεί εκ των πραγμάτων διακεκριμένη παράβαση των κανόνων της δημοκρατίας. Καιρός δεν είναι να συντονιστεί επ’ αυτού και το ποινικό μας δίκαιο;
Από την άλλη πλευρά, η μαζική φθορά δημόσιας περιουσίας και η καθημερινή πρόκληση νέων κινδύνων που προφανώς έχουν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος (π.χ. τα φαινόμενα Εξαρχείων, η εκδηλώσεις αυτοδικίας του Ρουβίκωνα κλπ.) επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος λειτουργίας του δημόσιου τομέα (ανάγκη επισκευών, αποκαταστάσεων, καθαρισμών κλπ.) ώστε φορτώνουν αναίτια κόστη στη πλάτη του φορολογούμενου και αφαιρούν πόρους από τις θετικές κοινωνικές πολιτικές τη Πολιτείας. Δεν είναι αυτός επαρκής λόγος για την ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση των παραβατών;
Από την πλευρά της ποινικής μεταχείρισης των εγκληματιών αυτής της κατηγορίας, ένα είναι σαφές: Ότι οι ποινές πρέπει να είναι κυρίως επανορθωτικές και σωφρονιστικές . Οι ένοχοι πρέπει να επανορθώνουν τη ζημιά που προκάλεσαν αλλά και η Πολιτεία να δίνει την ευκαιρία εμπράκτως στους ενόχους να επανενταχθούν ομαλά στην κοινωνική ευπρέπεια και το δημοκρατικό ήθος. Η χρέωση για τις ζημιές που προκαλούν, και η καταδίκη σε κοινωνική εργασία σημαντικής διάρκειας και κόπου, πιστεύω ότι είναι καλές τιμωρίες που μπορεί να σωφρονίσουν όχι μόνο τους ενόχους, αλλά και όλους εκείνους ου αισθάνονται το πειρασμό να παρανομήσουν.
Η Δημοκρατία πρέπει επιτέλους και να αμυνθεί αλλά και να προβλέψει με σωφροσύνη τον έρποντα κίνδυνο του εκτσογλανισμού σε πρώτη φάση και εκφασισμού σε την αμέσως επόμενη της πολιτικής μας ζωής.