Η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας καταθέτει στεφάνι για τα θύματα της Marfin, στις 9 Μαΐου 2020, έστω και χωριστά από την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, είναι μια μεγάλη στιγμή για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Είναι μια στιγμή με έντονα συμβολικό χαρακτήρα.
Ο συμβολισμός της είναι η πλήρης ιδεολογική ταπείνωση μιας αντίληψης που θεωρούσε ότι η πολιτική βία είναι θεμιτή όταν ασκείται από την Αριστερά και αθέμιτη, έως φασιστική, όταν ασκείται από τη Δεξιά.
Είναι η στιγμή που ο επικεφαλής του πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που υπέθαλψε, νομιμοποίησε, ανέχτηκε και κάλυψε την βία ως εργαλείο πολιτικής επικράτησης σκύβει το κεφάλι μπροστά στα θύματα και δηλώνει ότι «εκφράζουμε την καταδίκη μας απέναντι στη βία. Καταδικάζουμε απερίφραστα τη βία, ιδίως τη βία εναντίον του πολυτιμότερου αγαθού, της πολυτιμότερης αξίας που είναι η ανθρώπινη ζωή».
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που πριν από 9 χρόνια, στις 8 Ιουλίου 2011, ένα μόλις χρόνο μετά το έγκλημα στη Marfin, δήλωνε ότι «καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτηση όλων εκείνων που αντιδρούν βίαια απέναντι στη βία του Μνημονίου». Είναι το ίδιο κόμμα που εξέχων στέλεχός του, ο Γιώργος Κατρούγκαλος, δήλωνε ότι η βία, εφόσον έχει κοινωνική συναίνεση, είναι θεμιτή. Ανεξαρτήτως των προθέσεων (προσωπικά πιστεύω ότι είναι μια τακτικού χαρακτήρα υποχώρηση ενός λαϊκιστή πολιτικού έμφοβου από το νέο πολιτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί) πρόκειται για γεγονός που καθαυτό εκπέμπει ισχυρό συμβολικό μήνυμα. Είναι το τέλος μιας εποχής.
Για 10 χρόνια η χώρα αυτή ταλαιπωρήθηκε και θρήνησε θύματα από αυτή την αντίληψη, που κάποια στιγμή ήταν ηγεμονική στην ελληνική κοινωνία. Κατέκτησε τα μυαλά και τις ψυχές μεγάλου μέρους των ανθρώπων. Σε δημοσκόπηση που έγινε τον Ιούλιο του 2011 ένας στους δύο κατοίκους αυτής της χώρας ενέκρινε τους προπηλακισμούς εναντίον πολιτικών προσώπων, δηλαδή υποστήριζε την πολιτική βία[1].
Σε μια άλλη δημοσκόπηση, τον Φεβρουάριο του 2014, ένας στους πέντε ερωτηθέντες –ποσοστό 20%– θεωρούσε πως οι πολιτικές δολοφονίες και οι τρομοκρατικές επιθέσεις «έχουν κάποια κοινωνική και ηθική δικαιολογία»[2]. Η πολιτική βία είχε υπερβεί τα στενά όρια των οπαδών του φαιοκόκκινου εξτρεμισμού αλλά και του αριστεροδέξιου ριζοσπαστισμού και συναντούσε μια ευρύτατη κοινωνική αποδοχή. Το σημαντικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης ήταν η κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση της κουλτούρας της βίας[3].
Παρότι η επιδοκιμασία της πολιτικής βίας είναι συνώνυμη με την άρνηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο λόγος του μίσους και η αντιδημοκρατία ηγεμόνευσαν για μια δεκαετία. Διανοούμενοι της Αριστεράς υποστήριζαν ότι η εξίσωση της κινηματικής με τη συμβολική και φυσική κρατική βία είναι ανεπίτρεπτη για την Αριστερά: ακόμα κι όταν η πρώτη είναι τυφλά "αντικρατική", αυτοκαταστροφική και αναντίστοιχη με αυτό που δηλώνει πως υπερασπίζεται, έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο, ενώ κάποιοι άλλοι ανέλυαν τον ολοκληρωτισμό της “μη βίας” και τα αδιέξοδα του ακραίου κέντρου.
Πολλοί τότε μιλούσαν για «προεπαναστατική κατάσταση». Φαντασιώνονταν ότι είχε έλθει το τέλος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μιλούσαν για τη λυτρωτική χροιά της βίας και για την αναπόφευκτη κοινωνική βία απέναντι στον αυταρχισμό της καθεστωτικής βίας[4]. Εάν σε αυτό προσθέσουμε την καταγγελία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, βασισμένη στις επισημάνσεις του Μαρξ για «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», που είναι μια «ιδιόμορφη αρρώστια και ηλιθιότητα» η οποία «όσους προσβάλλει τους αιχμαλωτίζει, τους δένει σ? έναν κόσμο φανταστικό και τους αφαιρεί κάθε αντίληψη»[5], τότε μπορούμε να καταλάβουμε το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Πάνω από 200 περιστατικά πολιτικής βίας είχαν καταγραφεί σε διάστημα ενός μηνός, από τα τέλη Ιουνίου 2011, που ψηφίστηκε το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, έως τις αρχές Αυγούστου 2011. Οι πρωταγωνιστές των προπηλακισμών και των επεισοδίων συνήθως τα βιντεοσκοπούσαν και στη συνέχεια τα αναρτούσαν, με υπερηφάνεια υποθέτω, στο διαδίκτυο, ως λάφυρα πολεμικής αναμέτρησης, αφού ο αντίπαλος συνήθως τρεπόταν σε φυγή ή ζητούσαν τη βοήθεια της αστυνομίας. Αυτή η αντίληψη δημιούργησε το εύφορο έδαφος για την εκλογική εκτίναξη της Χρυσής Αυγής.
Ακόμα χειρότερο, πολλοί διανοούμενοι, πολιτικοί αλλά και απλοί πολίτες «φινλανδοποιήθηκαν» απέναντι στην πολιτική βία[6].
Παρά τις προειδοποιήσεις της Χάνα Άρεντ ότι η βία είναι βουβή: αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος επικράτησε η λενινιστική αντίληψη ότι να μιλάς για βία γενικά, χωρίς να αναλύεις τους όρους που ξεχωρίζουν την αντιδραστική βία από την επαναστατική, σημαίνει ότι είσαι μικροαστός που απαρνείται την επανάσταση, ή σημαίνει ότι απλούστατα εξαπατάς τον εαυτό σου και τους άλλους με σοφιστείες. Ή ενδεχομένως η επισήμανση του Καρόλου Μαρξ στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: Οι κομμουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης.
Υπήρξαν πολλοί που αντιστάθηκαν σε αυτή τη μετωπική επίθεση στις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Αξίζει να αναφερθεί ο Σταύρος Τσακυράκης, που μας άφησε πρόωρα, που υποστήριζε ότι η βία είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της κοινωνικής οργάνωσης[7]. Ο Δημήτρης Ψυχογιός, ο Γιάννης Βούλγαρης, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, ο Νίκος Μαραντζίδης, ο Πάσχος Μανδραβέλης, ο Φώτης Γεωργελές, για να αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά ονόματα.
Η πολιτική βία μειώθηκε εντυπωσιακά από το 2015 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε την πολιτική εξουσία. Αναζωπυρώθηκε για λίγο, ως ακροδεξιά βία, με τις κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό, όπου οι θύτες έγιναν θύματα. Η ειρωνεία της Ιστορίας.
Η ιδεολογία της καλής βίας ενταφιάστηκε, ελπίζουμε οριστικά, και ταπεινώθηκε με τον Τσίπρα να καταθέτει στεφάνι στα θύματα της Μαρφίν, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια από το συμβάν.
Παρόμοια συμβολική ήττα είχαμε να δούμε από τον Ιούλιο του 2015, ότι ο Τσίπρας υπέγραψε το Τρίτο Μνημόνιο, που ήταν η απόδειξη ότι η ιδεολογία του Αντιμνημονίου ήταν μια φενάκη, μια απάτη.
Τελικά, καμία μάχη δεν πάει χαμένη.
[1] Δημοσκόπηση της Kαπα Research που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, στις 10 Ιουλίου 2011. Πιο συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 49,6% αναφέρει ότι εγκρίνει τα επεισόδια σε βάρος βουλευτών, ενώ ποσοστό 40,5% τα αποδοκιμάζει.
[2] Δημοσκόπηση της Metron Analysis, http://www.thetoc.gr/politiki/article/dimokopisi-proedriki-dimokratia---oxi-sto-bonus-twn-50-edrwn
[3] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Η βία ως μαμή της Ιστορίας …», στο Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο, 2014.
[4]http://www.youtube.com/watch?v=wB0337BtsFQ&feature=related
[5] Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, 2005.
[6] Η φινλανδική κυβέρνηση του Juho Κusti Ρaasikivi υπέγραψε τον Απρίλιο του 1948 Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας με τη Σοβιετική Ένωση. Με αυτή δεσμεύθηκε να αμυνθεί σε τυχόν επίθεση της Γερμανίας και των συμμάχων της εναντίον της ή κατά της Σοβιετικής Ένωσης, και να ζητήσει τη βοήθεια της Μόσχας σε περίπτωση ανάγκης. Ήταν μια στάση ουδετερότητας που, ιδίως μετά το 1948 έλαβε απίστευτες διαστάσεις στο εσωτερικό της χώρας. Βιβλία ενοχλητικών συγγραφέων αποσύρθηκαν από τις δημόσιες βιβλιοθήκες και από τα βιβλιοπωλεία για να μην ενοχληθεί το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ. Συγγραφείς (όπως ο Σολζενίτσιν) και κινηματογραφικές ταινίες είτε απαγορεύτηκαν είτε λογοκρίθηκαν.
[7] Σταύρος Τσακυράκης, «Η βία εναντίον της Δημοκρατίας», The books? journal, τεύχος 25, Νοέμβριος 2012, σελ. 16-17.