Αναμφισβήτητα η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένας ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο, ο οποίος δε στέκεται μόνο, αλλά τρέχει προκαλώντας σεισμικές δονήσεις μεγάλης έντασης. Τον τελευταίο καιρό πολλά άρθρα γράφτηκαν και πολλές εκδηλώσεις διοργανώθηκαν εκατέρωθεν από τους υπερασπιστές και τους αντιπάλους της Συμφωνίας. Στο κείμενο αυτό δεν επιδιώκω να αναλύσω τη Συμφωνία αυτή καθαυτή, εξάλλου το καλύτερο για κάποιον που ζητά να πληροφορηθεί είναι να αναζητήσει τα επιχειρήματα που διατυπώνονται από τους αρμόδιους επιστήμονες. Αυτό όμως που θα προσπαθήσω να κάνω μέσω αυτής της παρέμβασης είναι να θέσω ορισμένα ερωτήματα και να φωτίσω ορισμένες παράπλευρες πτυχές που δεν έχουν ακουστεί, αλλά έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Αρχικά, όλοι συμφωνούμε ότι καταλύτης για την επανέναρξη των συνομιλιών και της διαδικασίας που οδήγησε στη Συμφωνία ήταν η εκλογή του μετριοπαθή Ζάεφ. Εδώ όμως τίθεται και το πρώτο ερώτημα. Η πρωτοβουλία για την επανέναρξη ανήκει στην ελληνική πλευρά ή στον εξωτερικό παράγοντα; Όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν για το πρώτο, μάλλον κάνουν κηδεία με ξένα κόλλυβα. Δε θα χρησιμοποιήσω επιχειρήματα και λόγια της ντόπιας αντίστασης στη Συμφωνία, αλλά αποσπάσματα από την αναφορά του Open Society Foundation. Συγκεκριμένα, η αναφορά καταδεικνύει ότι η γερμανική πλευρά και πρωτίστως η Καγκελάριος Μέρκελ ήταν αυτοί που είδαν την ευκαιρία να προωθήσουν τη «γερμανική διαδικασία» (διεθνώς γνωστή ως Berlin Process) για τα Δυτικά Βαλκάνια. Αυτό τεκμαίρεται και από τις δηλώσεις της ίδιας της Καγκελαρίου κατά την επίσκεψή της στη χώρα μας όπου χαρακτηριστικά ανέφερε: «Χαίρομαι που η Αθήνα ακολουθεί τη γερμανική διαδικασία». Κύριος στόχος της «γερμανικής διαδικασίας» είναι η έναρξη ή επιτάχυνση της ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, ακόμα και με ελαστικά κριτήρια. Αυτό όμως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του Προέδρου Μακρόν, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι αρκετές χώρες -με πρώτη απ’ όλες τη Γαλλία- διαφωνούν έντονα με τη διαδικασία αυτή και ταυτόχρονα προτάσσουν την περαιτέρω εμβάθυνση της υπάρχουσας Ένωσης πριν προχωρήσουμε στη διεύρυνση. Είναι η διαμάχη μεταξύ του Enlargement και του Deeping όσον αφορά το μέλλον της Ένωσης και το τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθεί η λειτουργία της. Μάλιστα, η ίδια αναφορά σημειώνει ότι ο μεγάλος φόβος της γαλλικής πλευράς είναι η ενδυνάμωση της ακροδεξιάς στις προσεχείς ευρωεκλογές. Ο προοδευτικός και φανατικός υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Πρωθυπουργός της χώρας, αλήθεια τί θέση πήρε σε αυτό; Ακολούθησε -και ακολουθεί- πιστά τη γερμανική προσέγγιση για το μέλλον της Ευρώπης και δεν αξιοποιεί τους υποστηρικτές της εμβάθυνσης. Είναι αδύνατο λοιπόν εκ των προτέρων να πιστέψουμε ότι επειδή ο Τσίπρας έφερε αυτή τη Συμφωνία αποτελεί προωθητική ενέργεια για την Ευρώπη. Ακούω τον αντίλογο: «Ναι, αλλά η συγκεκριμένη διαδικασία ακολουθείται για να αποκοπούν αυτές οι χώρες από την επιρροή της Ρωσίας». Δηλαδή υπάρχει υπόνοια ότι η Γαλλία αδιαφορεί για το ενδεχόμενο αυτό; Αντιθέτως, επειδή έζησε στο πετσί της το θρίλερ Λεπέν ίσως ξέρει καλύτερα και της πέφτει πολύ περισσότερος λόγος. Επίσης, θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι αυτοί που επικαλούνται πιο έντονα τον κίνδυνο της Ρωσίας -και καλά κάνουν- είναι οι ίδιοι που διαθέτουν Nord Stream και ετοιμάζουν Nord Stream 2 για να κάνουν απευθείας ενεργειακές μπίζνες με τη Ρωσία. Ας είμαστε λοιπόν περισσότερο συγκρατημένοι και λιγότερο απλοϊκοί.
Σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική σκηνή ακούστηκε πολύ έντονα το επιχείρημα πως όποιος ψηφίσει κατά της Συμφωνίας θα βρει μπροστά του την επόμενη μέρα τον εξωτερικό παράγοντα. Παραβλέπω τη λογική για τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων την οποία κρύβει αυτή η δήθεν κοσμοπολίτικη και φιλοευρωπαϊκή αντίληψη της πολιτικής, για να επικαλεστώ πάλι την αναφορά του Open Society Foundation. Στην εισαγωγή αυτής της αναφοράς αφιερώνεται μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι η προσπάθεια συκοφάντησης των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης μέσω του σκανδάλου Novartis, οδήγησε πολλούς με αρχικά θετική άποψη για λύση στο θέμα σε αμηχανία ή αρνητικότητα ως προς την τελική συμφωνία. Αυτό δηλαδή που οι έξωθεν υποστηρικτές κατανοούν, αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν στο σκεπτικό τους πολλοί ντόπιοι υποστηρικτές της Συμφωνίας. Ακόμα, το τραγικό επίπεδο που φθάνει το πολιτικό σύστημα αυτές τις μέρες, με αλισβερίσια βουλευτών, κατηγορίες μεταξύ πρώην Υπουργών και όλη την τοξικότητα που εκπέμπεται, γεννούν ένα ακόμα ερώτημα: Είναι τόσο καλή η συγκεκριμένη Συμφωνία που αξίζει στο όνομά της να κατρακυλήσει το πολιτικό σύστημα σε τέτοια κατάσταση; Αποτελεί ειλικρινή απορία που απευθύνεται σε εχέφρονες ανθρώπους οι οποίοι έδωσαν μάχες για τη διαφύλαξη του κύρους του πολιτικού συστήματος. Αυτή είναι όμως μόνο η κορυφή του παγόβουνου, διότι υποδόρια εκχέεται μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη και ένα αναχρονιστικό ιδεολογικό περιτύλιγμα για τον τρόπο λειτουργίας της χώρας μέσα την Ένωση. Είναι η αντίληψη που βλέπει την Ευρώπη ως το πρυτανείο το οποίο θα εξασφαλίζει στη χώρα ευημερία στην οικονομία και ασφάλεια στα εθνικά θέματα, χωρίς η ίδια να ιδρώσει ιδιαίτερα. Για το λόγο αυτό, η συγκεκριμένη νοοτροπία παρουσιάζεται ως άκρως φιλοευρωπαϊκή αλλά καταλήγει να είναι η πιο επικίνδυνη για την προοπτική της Ευρώπης. Διότι η διάψευση των υπερβολικών και ανεδαφικών προσδοκιών, προκαλεί μελλοντική απογοήτευση και επιθετικότητα απέναντι στην Ευρώπη. Το δυστύχημα είναι ότι τα παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκά κόμματα διαχρονικά γαλούχησαν τα ακροατήριά τους με αυτή την αντίληψη. Κι όταν το 2009 ήρθε η εκκωφαντική διάψευση αυτών των προσδοκιών, δημιουργήθηκε το μεγάλο ρεύμα αντιευρωπαϊσμού. Την ίδια αντίληψη επαναφέρει ο Τσίπρας στα εθνικά θέματα, υποτίθεται ενισχύοντας συμμαχίες. Η χώρα όμως είναι εκτός αγορών, ζει ακόμα εξαρτώμενη από τους δανειστές και εταίρους της και συνεπώς είναι ανίσχυρη. Και φυσικά ο ανίσχυρος δε βρίσκει συμμάχους, αλλά προστάτες. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι μια χώρα αν κάνει μερικές υποχωρήσεις τότε αυτομάτως ισχυροποιείται και αναβαθμίζει τη θέση της. Μακάρι να ήταν έτσι γιατί τα πράγματα θα ήταν απλά. Στην πραγματικότητα πρέπει πρώτα να πείσει και να αποδείξει ότι πατάει γερά στα πόδια της και μετά υπολογίζεται ως σοβαρός σύμμαχος και συμβάλλει ουσιαστικά στις συζητήσεις εντός της Ένωσης. Διότι η Ευρώπη, πέρα των άλλων, είναι ένα δημοκρατικό πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της, όπου οι εθνικοί συσχετισμοί καθορίζουν τους ευρωπαϊκούς. Αυτή τη λογική πρέπει να επικοινωνήσουμε όσοι θέλουμε να δούμε τη χώρα να πρωταγωνιστεί μέσα στην Ευρώπη κι όχι απλώς να σέρνεται στην ουρά της.
Τέλος, είναι αλήθεια ότι υπήρχαν πολλοί που ήταν θετικά προσκείμενοι στη λύση του ζητήματος, πέρυσι τέτοια εποχή, όταν οι διεργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ωστόσο, οι γνωστές αδυναμίες της Συμφωνίας (τις οποίες ουδείς αρνείται απλώς ο καθένας προσδίδει τη βαρύτητα που νομίζει), το ιδεολογικό πέπλο με το οποίο τυλίχτηκε και οι συνεχείς μεθοδεύσεις της κυβέρνησης στον τρόπο που την προωθεί, είναι αρκετά για να ξανασκεφτεί κάποιος τη στάση του. Και μόνο οι πληγές που ανοίγουν στον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος αυτό το διάστημα, προκειμένου να περάσει η Συμφωνία, είναι σημαντικές. Το σημαντικότερο όμως είναι να κλείσουν, διότι η πλειοψηφία νιώθει ότι παντού και συνεχώς «χάνουμε» και αυτό είναι πρόβλημα για ένα λαό.