Πρόσφατα, με αφορμή την αναφορά του κ. Συρίγου στη Βουλή, για το ρόλο του Πολυτεχνείου στην πτώση της Χούντας, αλλά και με αφορμή την επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας άνοιξε μια συζήτηση περί αντιπαράθεσης δυνάμεων της Δεξιάς, εναντίον της Αριστεράς, για την κατάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας. Μια συζήτηση που έχει, ασφαλώς, ένα ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά, ισχυρίζομαι ότι ως σύγχρονο εργαλείο πολιτικής ανάλυσης, μάλλον δεν μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα. Η ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων στη βάση της αντίθεσης Δεξιά/Κεφάλαιο, εναντίον Αριστεράς/Εργασίας άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα με την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και με την μείωση της ισχύος των Εθνικών Κρατών έναντι των Υπερεθνικών Ολοκληρώσεων και ακυρώθηκε οριστικά με τη σαρωτική εξάπλωση της Παγκοσμιοποίησης, με την αποσύνδεση του Κεφαλαίου από κάποια συγκεκριμένη Εθνική Εργατική Τάξη και κυρίως με την απελευθέρωση της Εργατικής Δύναμης από τα γεωγραφικά πλαίσια του τόπου εργασίας (τηλε-εργασία, πολυεθνικά σχήματα εργασίας, κλπ). «Με τα νέα αυτά δεδομένα, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά είναι κληροδότημα μιας παρωχημένης εποχής» (Γ.Πρεβελάκης, ΤΟ ΒΗΜΑ 26/6/2022) .
Η ανάλυση με βάση την αντίθεση Δεξιά/Αριστερά αδυνατεί να ερμηνεύει σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα. Πώς να ερμηνεύσει, για παράδειγμα, το φαινόμενο Τραμπ, όπου εργατική τάξη και μη προνομιούχοι εμπιστεύονται τον πιο ακραίο «λούμπεν» πολυεκατομμυριούχο και τους Ρεπουμπλικάνους; Πώς να ερμηνεύσει τα συγκοινωνούντα δοχεία Μελανσόν-Λεπέν στις βουλευτικές εκλογές και τη συσπείρωση εναντίον του Μακρόν, μετεκλογικά; Πώς να εξηγήσει το ότι άνθρωποι που αισθάνονται Αριστεροί, αλλά και άλλοι που αισθάνονται Εθνικιστικές τοποθετούνται, στην πράξη, με το μέρος δικτατόρων, όπως ο Πούτιν ή θαυμάζουν τον Ερντογάν; Και στα καθ’ ημάς, πώς να δικαιολογήσει τη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-Καμένου; Τίνος ιδεολογική ηγεμονία εκπροσωπεί αυτή η σύμπραξη; Και πώς ενσωματώθηκαν τα στελέχη του Καμένου στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το διαζύγιο; Εν μιά νυκτί, διαγράφηκαν Δεξιές έως Ακροδεξιές αντιλήψεις δεκαετιών και έγιναν «Σύντροφοι», εκλεγόμενοι, με άνεση, στο Συνέδριο του Αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, ως μέλη, όχι ως συνεργαζόμενοι. Το μεταναστευτικό, η διεθνής ασφάλεια, γεωπολιτικά παράδοξα και άλλα σύγχρονα φαινόμενα δεν μπορούν να ερμηνευτούν ικανοποιητικά με το εργαλείο Δεξιάς/Αριστεράς και με όρους 20ου αιώνα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έφτασε το τέλος της ιστορίας, ούτε ότι ακυρώνεται η αξία της διαλεκτικής. Και επειδή φαίνεται ότι ο διπολισμός είναι σύμφυτος με τις ανθρώπινες κοινωνίες, νέα πεδία αντιθέσεων έχουν δημιουργηθεί.
Μια σημαντική αντίθεση, για παράδειγμα, είναι η τάση «κλεισίματος», αναδίπλωσης και επιστροφής κυριαρχίας στο εθνικό κράτος, έναντι των υπερ-κρατικών δομών και ολοκληρώσεων. Στην εποχή που η οικονομία, η εργασία, η τεχνολογία, η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή και πολλοί άλλοι αντικειμενικοί παράγοντες, απαιτούν περισσότερη διεθνοποίηση, υπάρχουν δυνάμεις που αντιστέκονται στην διεύρυνση και ενίσχυση των υπερ-κρατικών πολιτικών υποκειμένων. Στις δυνάμεις αυτές θα βρούμε Αριστερούς, παρά τις παραδοσιακές διεθνιστικές καταβολές τους, μαζί με Δεξιούς εθνικιστές, αλλά και πολιτικές δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου.
Μια από τις κυρίαρχες σύγχρονες αντιθέσεις, στο πολιτικό επίπεδο και ίσως, η πλέον επικίνδυνη είναι η αντίθεση Λαϊκισμός/Δημοκρατία. Μιλάμε για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία, το σύστημα του λεγόμενου δυτικού κόσμου, βασισμένο στα συστατικά της Φιλελεύθερης ιδεολογίας και της Αστικής Δημοκρατίας. Αυτή τη Δημοκρατία γνωρίζουμε, με τα καλά της και τα κακά της. Άλλη δεν έχει υπάρξει. Οι λεγόμενες Σοσιαλιστικές ή Λαϊκές Δημοκρατίες, έχουν κριθεί από την ιστορία.
Ο Λαϊκισμός υπονομεύει τη Δημοκρατία. Τη χρησιμοποιεί για να καταλάβει την εξουσία, αλλά την απεχθάνεται. Μισεί τα βασικά συστατικά της και φλερτάρει με τον ολοκληρωτισμό, όταν δεν τον υιοθετεί πλήρως. Απεχθάνεται κάθε είδους ελευθερία (Πούτιν, Ερντογάν, Ιράν, κλπ). Διακηρύσσει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια και κάποιου είδους, κληρονομικό «ηθικό πλεονέκτημα» και καλλιεργεί το μίσος και την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων με κοινωνικό αποκλεισμό, δολοφονία χαρακτήρων, μέχρι και φυσική εξόντωση. Υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, με απαξίωση του Κοινοβουλίου (εισβολή Τραμπ στο Καπιτώλιο, κρεμάλες και προσπάθειες εισβολής στο δικό μας «Το μπουρ…. η Βουλή»), με αντικατάσταση της Δικαιοσύνης με άτυπα Λαϊκά Δικαστήρια και με αντικατάσταση του Κράτους Δικαίου με το «Κοινό περί Δικαίου Αίσθημα». Αρνείται τη βασική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και επιδιώκει την κομματική άλωση όλων. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Το βέβαιο είναι ότι Λαϊκισμός και Δημοκρατία συγκρούονται, σήμερα, στον Πλανήτη και στην Ελλάδα.
Το φαινόμενο δύσκολα ερμηνεύεται με το εργαλείο Δεξιά/Αριστερά. «Πρόκειται για φαινόμενο οριζόντιο που χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμο αξιακό και ιδεολογικό όχημα και διαπερνά την τυπολογία των κομμάτων και όλες τις επιμέρους μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης» (Ευάγγελος Βενιζέλος, «Το θεμελιώδες δίλημμα»). Συνεπώς, με δεδομένο ότι ο λαϊκισμός ενυπάρχει στα κόμματα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το κρίσιμο είναι να μην καταστεί κυρίαρχη πολιτική και πολύ περισσότερο να μην καταλάβει κυβερνητική εξουσία.
Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό να στοιχηθούν οι ενεργές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στους πόλους αυτής της αντίθεσης, καθώς και των άλλων σύγχρονων αντιθέσεων. Η συνέχιση της αντιπαράθεσης με όρους «Δεξιάς/Αριστεράς», δεν είναι σε θέση να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών.