Οι όροι αριστερά και δεξιά εκφράζουν ένα συγκεκριμένο
κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Αναρωτιέμαι όμως, αν μπορεί μια ιδεολογία,
αριστερή ή δεξιά, να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους, στην ατομική ή
κοινωνική τους πορεία για λόγους ψυχολογικούς; Έχει χρησιμοποιηθεί στο
παρελθόν; Μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί στο μέλλον; Μπορεί να σταματήσει αυτό;
Ναι, η
ιδεολογία έχει χρησιμοποιηθεί στην ατομική ψυχολογική εξέλιξη των ανθρώπων και
τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό θα σταματήσει να συμβαίνει στο μέλλον. Ο έφηβος π.χ. για να διευκολυνθεί στην κορυφαία αναπτυξιακή απαίτηση της περιόδου που διανύει, που είναι η
απόκτηση προσωπικής ταυτότητας, έχει ανάγκη από μια ιδεολογία. Για να μπορέσει,
χρησιμοποιόντας την, να προσανατολιστεί προς το μέλλον και με ότι
τον περιβάλλει, να θέσει σκοπούς και στόχους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ψυχική βάση πολλών από τις συγκρούσεις με τους γονείς τους ή τους
δασκάλους τους είναι κατ? εξοχήν συναισθηματική, αφού αποσκοπούν στην
ψυχολογική αυτονομία τους, παρατηρούμε ότι διεξάγονται με όρους ιδεολογικούς,
π.χ. αριστεροί/δεξιοί, συντηρητικοί/προοδευτικοί κ.λπ.
Η
ιδεολογία επίσης αποτελεί τη βάση μιας μυθοποιητικής διεργασίας που παράγωγα
της συναντάμε συχνά στον κοινωνικό βίο, και δεν συνιστά απαραίτητα παθολογική
εκδήλωση. Αντίθετα, μπορεί να παίξει ένα απολύτως φυσιολογικό ρόλο στις
γενικότερες ψυχικές εκδηλώσεις που συναρθρώνουν τούς ανθρώπους. Τέτοιο ρόλο
έπαιξε π.χ. ο Τσε για τους αριστερούς ή
ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς για τους δεξιούς. Οι μύθοι, πάντοτε παρόντες σ? όλους τους χρόνους και τόπους της
ανθρώπινης ύπαρξης, αποτέλεσαν προσπάθειες ερμηνείας της ανθρώπινης φύσης και
κοινωνίας αλλά και εκπαίδευσης σε αποδεκτές από την ομάδα συμπεριφορές. Μεταφερόμενοι οι μύθοι από γενιά σε γενιά,
αποτέλεσαν τον συνδετικό ιστό της κάθε ομάδας, διατηρησαν την μνήμη και την
ιστορικότητα της, διαχωρίζοντάς ταυτόχρονα
τους οπαδούς της μιας ομάδας από το σύνολο των οπαδών της άλλης και διευκολύνοντας, μέσω των αυτονόητων που υπονοούνται,
την επικοινωνία μεταξύ τους, ενώ γεναιόδωρα προσφέρουν στο ακροατήριο την
«παραμυθία», την παρηγοριά που χρειάζονται (αφού το ρήμμα παραμυθέομαι -θούμαι
σημαίνει παρηγορώ).
Πολλές
φορές, η μυθοποιητική λειτουργία των ιδεολογιών υιοθετείται με φανατισμό. Ο
φανατισμός μπορεί να αποτελέσει χαρακτηριστικό κάποιων μορφών ψυχοπαθολογίας.
Όμως, όταν δεν ξεπερνά κάποια όρια και δεν οδηγεί σε ακραίες και καταστροφικές
πράξεις βίας, αλλά περιορίζεται σε ένα πάθος, με το οποίο προσχωρεί και
εντάσσεται κάποιος σε ένα πολιτικό ή θρησκευτικό δόγμα, τότε ο φανατισμός
μπορεί να αποτελέσε και μια μορφή «φυσιολογικής παθολογίας», με την έννοια ότι
προσφέρει σε κάποιους ανθρώπους τη δυνατότητα, σε στιγμές μεγάλης ευαλωτότητας,
να «χρησιμοποιούν» ψυχικά το κοινωνικό πρόσχημα μιας ιδεολογικής ένταξης για να
αισθάνονται περισσότερο δυνατοί και λιγότερο μόνοι. Ο φανατισμός συνιστά
παθολογία όταν με την υπερβολή που τον χαρακτηρίζει τυφλώνει τους ανθρώπους
(και τις συλλογικότητες που αυτοί σχηματίζουν) και τους κάνει να μη «βλέπουν»
την πραγματικότητά, να επιμένουν να την
αρνούνται, να προβάλλουν σε άλλες κοινωνικές ομάδες απωθημένα δικά τους
συναισθήματα, τις οποίες συνακόλουθα στοχοποιούν, στρεφόμενοι εναντίον τους με
επιθετικότητα.
Παραπλεύρως
των μύθων κείτονται και οι ιδεοληψίες-παράγωγες και αυτές των ιδεολογιών. Μιλώ για
τα ψυχογλωσσικά συμπυκνωμάτα αποφθεγμάτων που βασίζονται στην ιδεολογία, τις
παραμυθικές εμμονές και αυτοματισμούς που αποσκοπούν και αυτές, όπως οι μύθοι,
στις γρήγορες κατατάξεις και τις συνοπτικές κρίσεις και στην εγκαθίδρυση ενός
κυρίαρχου τρόπου σκέψης εντός της ομάδας ενάντια σε μια άλλη ομάδα, στην οποία
αποδίδονται τα ζοφερότερα κίνητρα και οι ελεεινότερες προθέσεις.
Σε μια
χώρα σαν τη δική μας, για λόγους ιστορικούς, αναντίρρητα, οι όροι Αριστερά και
Δεξιά έχουν μια ιδιαίτερη φόρτιση. Πιστεύω όμως ότι αυτές οι βαθειά
ριζωμένες πολιτικοϊδεολογικές ομάδες συσπειρώνουν η κάθε μία τους οπαδούς της,
με εντάσεις που έχουν και ψυχολογικές ορίζουσες, που προφανώς δεν είναι ίδιες
για όλους. Έτσι, δεν είναι η Αριστερά και οι μύθοι της, οι μόνοι υπεύθυνοι που
“φτιάχτηκε” ο Ξηρός ή ο Τοξοβόλος, αλλά είναι ο Ξηρός και ο Τοξοβόλος που
χρησιμοποίησαν τους μύθους της αριστεράς για ίδιον όφελος. Δεν είναι η Δεξιά και οι μύθοι της που
“εφτιαξαν” τον Καλέντζη και τον Κρυστάλλη αλλά αυτοί που χρησιμοποίησαν τους
μύθους της Δεξιάς για ίδιον όφελος.
Η
ιδεολογία χρησιμοποιήθηκε, χρησιμοποιείται και θα χρησιμοποιείται για
ψυχολογικούς σκοπούς, τόσο από τα άτομα όσο και τις ομάδες τους. Υπάρχουν όμως
δύο τρόποι που μας επιτρέπουν αν τους χρησιμοποιήσουμε, να μειώσουμε την ένταση
και την συχνότητα αυτού του φαινόμενου.
Ο πρώτος
τρόπος: Κατανοούμε ότι ο απέναντι μας, εκείνος
που θεωρούμε αντίπαλο ή εχθρό, εκείνος που θεωρούμε διώκτη μας, μπορεί να έχει
εξ ίσου καθαρή συνείδηση και εξ ίσου αγνά κίνητρα και να διαπνέεται από την
ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιο του, όσο εμείς. Ότι τα πράγματα δεν
ξεχωρίζουν με το μαχαίρι σε άσπρα ή μαύρα, όσο βαθειά κι αν είναι η ανάγκη μας
να έχουμε μια ταυτότητα και άτεγκτη η επιταγή να την περιφρουρήσουμε. Αυτός ο τρόπος επίσης
ονομάζεται “κοινωνική ωρίμανση” και συνοδεύεται από προοδευτικά αυξανόμενη
θεσμοποίηση των κοινωνικών διαδικασιών,
αυξημένη κοινωνική συμμετοχή κλπ
Ο δεύτερος
τρόπος: Υιοθετούμε την Κονδύλιο πρόταση ότι “η τριχοτόμηση του πολιτικού
φάσματος σε «συντηρητισμό», «φιλελευθερισμό» και «κοινωνική δημοκρατία
(σοσιαλισμό)» δεν έχει πλέον καμία σημασία στον βαθμό που έχουμε περάσει στην
μαζικοδημοκρατική πλανητική εποχή. Και δεν τίθεται πλέον το πρόβλημα της
κατανομής μεταξύ των συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων στο πλαίσιο χωριστών εθνών
και άφθονων ακόμα φυσικών πόρων αλλά τίθεται, μετά την απορρόφηση των κλασσικών
κοινωνικών τάξεων από τη μαζικοδημοκρατική χοάνη, το πρόβλημα της κατανομής στο
πλαίσιο ενός πλανήτη όπου η δημογραφική και η οικολογική επιβάρυνση καθίσταται
βαθμιαία αφόρητη. Τα γυμνά βιολογικά μεγέθη υποκαθιστούν σιγά-σιγά τα
παραδοσιακά πολιτικά, με την εκάστοτε ιδεολογική συσκευασία τους. Καμιά «δεξιά»
και καμιά «αριστερή» σοφία δεν θα βοηθούσε να αλλάξει η ανάγκη κατανάλωσης των
οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωπων. Η πολιτική γίνεται βιολογική καθώς
μετατρέπεται απλώς σε πολιτική κατανομής αγαθών πάνω σ έναν στενότατο πλέον
πλανήτη. Η αναγκαστική αποκοπή από τις πολιτικές ιδεολογίες δεν θα σημάνει το
τέλος των αγώνων μεταξύ των ανθρώπων αλλά θα σημάνει αγώνες χωρίς τέτοιες
ιδεολογίες – στη χειρότερη περίπτωση θα σημάνει επιστροφή στις γυμνές
υπαρξιακές αντιπαραθέσεις που δεν χρειάζονται καν ιδεολογικούς εξωραϊσμούς και
ιδεολογικά περιτυλίγματα. Η υποκατάσταση των γνωστών μας πολιτικών ιδεολογιών
με τα βιολογικά κριτήρια και μεγέθη δεν θα συνιστούσε, στη χειρότερη αυτή
περίπτωση, μιαν ευπρόσδεκτη απελευθέρωση της ανθρώπινης ιστορίας από το περιττό
φορτίο αρχέγονων ψευδαισθήσεων, αλλά το αντίθετο: θα σηματοδοτούσε μια
κατάσταση τόσο βεβαρημένη, ώστε να μη μπορεί να σηκώσει επιπρόσθετα ούτε καν το
μικρό βάρος μιας ιδεολογικής σαπουνόφουσκας”.