Όποιος το έχει ζήσει από κοντά, είναι φυσικό να έχει τη συναισθηματική φόρτιση την οποία προκαλεί η εικόνα: ο άνθρωπός του κείται στο κρεββάτι του νοσοκομείου με χαίνον το στόμα και βλέμμα απλανές, με τη μορφίνη στον ορό και τον ασυνάρτητο μονόλογο του θανάτου.
Συνήθως αυτή είναι η εικόνα που δίνει την αρχική κινητοποίηση για να ξεπεράσει κάποιος τις ιδεολογικές αντιρρήσεις του και σκεφθεί την «ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία». Εντούτοις, η πρόταση για τη νομοθέτησή της οφείλει, για να είναι ρεαλιστική, να μην περιοριστεί στην ανθρωπιστική πτυχή, αλλά να λάβει ολοκληρωμένα υπόψη της τις πολλές και συνθέτες πτυχές του θέματος: τις νομικές πρόνοιες προκειμένου να αποκλειστεί η καταδολίευση της διαδικασίας, την παροχή στον καταδικασμένο πάσχοντα της δικαιοδοσίας να αποφασίσει για τη ζωή του, την ιατρική δεοντολογία.
Στο πολιτικό επίπεδο η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης, που θα επιβεβαίωνε τη θέση της Ελλάδας στη χορεία των πολιτισμένων χωρών, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Οι αντιστάσεις μιας κοινωνίας της οποίας μεγάλο μέρος διακατέχεται από χριστιανο-παγανιστικές δοξασίες, θα είναι ισχυρές. Ούτε το ανθρωπιστικό επιχείρημα, ούτε εκείνο του ατομικού δικαιώματος σε ένα αξιοπρεπή θάνατο επαρκούν για να την πείσουν. Ο μόνος τρόπος φαίνεται να είναι η ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας από ισχυρό πολιτικό πόλο και η συσπείρωση γύρω του προσωπικοτήτων που θα αναδεχθούν την πολιτική ιδιοκτησία της πρότασης.
Όμως, όσο το πολιτικό σύστημα της χώρας λειτουργεί υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν θα είναι πλήρης και θα αδυνατεί να βρει το σημείο ισορροπίας που την κάνει το ιδανικό πολίτευμα. Δηλαδή τη δυνατότητα να διασφαλίζει την έκφραση της λαϊκής βούλησης και να υπηρετεί τις επιλογές της, ενώ παράλληλα κατοχυρώνει, μέσω των θεσμών της, τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Σε αυτό το δεύτερο σκέλος η Δημοκρατία μας εμφανίζει χαρακτηριστική υστέρηση. Με όπλο το πολιτικό κόστος, οργανωμένες μειοψηφίες εμποδίζουν ακόμη και τη συζήτηση για τη θέσπιση του, αυτονόητου για πολιτισμένες χώρες, δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο. Και οι πολιτικοί μας παρακολουθούν απαθείς. Δεν τολμούν να ξεκινήσουν την επανάσταση του αυτονόητου ενάντια στις εμμονικές μειοψηφίες της αντίδρασης.
Όμως, αυτή η συζήτηση έχει αργήσει και πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Χιλιάδες συμπολίτες μας υποφέρουν αδίκως, χωρίς ελπίδα, υπομένοντας ένα μαρτύριο το οποίο θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει να αποφύγουν αν η Ελληνική Δημοκρατία τους εξασφάλιζε αυτό το δικαίωμα, όπως συμβαίνει σε τόσες άλλες πολιτισμένες χώρες. Εκεί, ακόμα και οι πιο ευαίσθητες ή δύσκολες πτυχές του προβλήματος – όπως π.χ. πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση όπου ένας ασθενής σε καταληκτικό στάδιο δεν είναι σε θέση να πάρει τις αποφάσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της κατάστασής του - έχουν λυθεί με τρόπους νομικά άρτιους και κοινωνικά αποδεκτούς.
Γι’ αυτό, όταν η συζήτηση ξεκινήσει, είναι ουσιώδες να αξιοποιήσει αυτό το κεκτημένο και, χωρίς να αφίσταται το επιστημονικό επίπεδο που επιβάλλεται, να μη χαθεί στην εξεζητημένη νομική πρόζα, όπως συχνά συμβαίνει. Παράλληλα, όμως, να μείνει εστιασμένη στον στόχο που δεν είναι άλλος από τη λύτρωση όσων πεθαίνουν μαρτυρικά, θύματα της θεσμικής μας καθυστέρησης.
Πηγή: www.reporter.gr