Ξεκινούσα κάθε πρωί από τη Γεωργίου Ολυμπίου, περνούσα την πλατεία Κουκακίου, έπιανα την Ορλόφ, έφτανα στην Μουσών και από κει ανέβαινα κάθετα στο λόφο του Φιλοπάππου μέχρι το μνημείο. Εκεί αφού έκανα ένα γενναίο διάλλειμα και ταξίδευα το βλέμμα μέχρι τον Πειραιά, τον Υμηττό και όλο το Αττικό λεκανοπέδιο κατέβαινα σιγά-σιγά στο άνοιγμα του Λουμπαρδιάρη, εκεί σταματούσα συνήθως για μια μικρή στάση η οποία γινόταν πιο μεγάλη αν ξεχύνονταν ψαλμωδίες από τον μικρό ναό του Αη Δημήτρη. Οι Βυζαντινοί ήχοι είμαι βέβαιος ότι ταιριάζουν πιο καλά ή στο πρώτο φως της ημέρας ή στα πρώτα σκοτάδια του λυκόφωτος. Από κει καβάλαγα πάλι σιγά – σιγά το λόφο με το βλέμμα μου να χαϊδεύει τον Ιερό Λόφο και έφτανα μέχρι την Πνύκα και το Αστεροσκοπείο. Μια άλλη φορά θα σας μιλήσω για το καθημερινό ρίγος που με διαπερνούσε καθώς φανταζόμουν την Εκκλησία του Δήμου σε σύναξη. Μετά έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής μέσω της Αποστόλου Παύλου και της Διονυσίου Αρεοπαγίτου κι επέστρεφα ταλαιπωρημένος αλλά με μια αγκαλιά εντυπώσεις και δυο χούφτες ανεκτίμητες εικόνες.
Σήμερα, μόλις μπήκα στην Ορλόφ κι έφτασα στο ύψος της Ζαχαρίτσας, ένα απορριμματοφόρο βρέθηκε μπροστά μου και αργόσυρτα κινούνταν με κατεύθυνση τον λόφο. Για να το αποφύγω έστριψα την Καρατάσου δεξιά. Διέτρεξα όλη την όμορφη οδό με τα δίπατα φροντισμένα νεοκλασικά, τις πολύχρωμες βουκαμβίλιες και τον αναίτιο εκνευρισμό μου κι έφτασα στα πυκνοφυτεμένα σκαλάκια της Δράκου, στην απόληξή της προς τον λόφο και τη συνάντηση της οδού Μουσών με τη Γαριβάλδη. Εκεί έκοψα δεξιά δεν είχε σχεδόν καθόλου κίνηση και υπήρχε απόλυτη ησυχία. Η συννεφιά όσο περνούσε η ώρα γινόταν και πιο βαριά και τα σύννεφα κρέμονταν σαν τσαμπιά γινωμένα, πάνω από τον Αττικό ουρανό. Έκανε και λίγο κρύο και είχα κλείσει το φερμουάρ του μπουφάν μου μέχρι πάνω. Το κατέβασα λίγο μόλις έφτασα έξω από το σπίτι του Μίκη, για να το δω καλύτερα, λίγο καιρό έχει που έφυγε ο σπουδαίος συνθέτης. Στάθηκα για λίγο απέναντι και παρατηρούσα τη φθορά που ο χρόνος έχει πασαλείψει το κτίριο, σε κάποια σημεία μάλιστα το είχε τραυματίσει.
Προχώρησα βαρύς και συννεφιασμένος δίπλα στις απολήξεις του λόφου. Λογαριάζοντας τα πεύκα, τις ελιές και του θάμνους που έφτανα ίσαμε την άσφαλτο της Γαριβάλδη. Καθώς βάδιζα χαμένος στις σκέψεις μου από το γωνιακό δίπατο της Φράττι ξεχύθηκαν οι τελευταίες μουσικές φράσεις από τον Αντώνη, το τραγούδι του Μίκη με τους στίχους του Καμπανέλλη. Η ζωή είναι ένα κομπολόι από ακέφαλες συμπτώσεις, σκέφτηκα και ακούμπησα στη γωνία της Φράττι ψιθυρίζοντας μαζί με την ογκώδη φωνή της Φαραντούρη τους στίχους του ποιητή.
Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ
βράχο διπλό κουβάλα.
Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.
Κάποτε είχε μιλήσει ο Μίκης για αυτό το τραγούδι. Θεωρούσε, όταν το είχε γράψει, ότι θα τύχαινε θερμής υποδοχής κάτι που δεν συνέβη στις μεγάλες γηπεδικές συναυλίες που έδωσε. Η αποδοχή ήρθε σιγά, σιγά αν και το τραγούδι είχε όλα αυτά που χαρακτηρίζουν το έργο του μεγάλου συνθέτη, τη συγκίνηση, την επικότητα, τη δύναμη, την ελπίδα, την αλληλεγγύη. Αυτό το τραγούδι σε κάποιες χώρες της κεντρικής Ασίας είναι κάτι σαν δεύτερος ύμνος τους. Με το τέλος του τραγουδιού ακούστηκε η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού.
«ΕΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ» ΤΟ 2022
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ανακήρυξε το 2022 ως «Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννησή του. Στις 2 Δεκεμβρίου 2021, ημέρα των γενεθλίων του, πραγματοποιήθηκε η εναρκτήρια εκδήλωση του «Έτους Ιακώβου Καμπανέλλη». Το σύνολο των εκδηλώσεων, στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους, τελούν υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟΑ».
Έφτασα στο τέλος της Γαριβάλδη, πέρασα τη Ροβέρτου Γκάλι και κάθισα στα σκαλάκια, πίσω από το άγαλμα της Μαρίας Κάλλας, το οποίο λαμπίριζε κάτω από το γκριζωπό φως της συννεφιάς και της αμφισβήτησης. Έβγαλα την «τεχνολογία» από την τσέπη και μέσω του διαδικτύου έφυγα για άλλες πολιτείες. Έτσι κι αλλιώς το πρόγραμμα του πρωινού μου, το κατάπιε το σκουπιδιάρικο μαζί με το σκουπιδαριό της περιοχής. Αλλά μπορεί να ήταν και για καλό, σκέφτηκα και διάβασα τις πρώτες λέξεις δυνατά από την επίσημη ιστοσελίδα για τον σπουδαίο Έλληνα.
«Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και είναι το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.
Ήδη από μαθητής στο δημοτικό διακρίνεται για την κλίση του στη λογοτεχνία. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, όπου έχει συμμαθητή τον Μανόλη Γλέζο, έντονα βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την οικογένεια του να μεταφερθεί στην Αθήνα. Εγκαθίστανται στο Μεταξουργείο. Την ημέρα εργάζεται και το βράδυ σπουδάζει σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη νυχτερινή Σιβιτανίδειο Σχολή».
Στο ξεκίνημα του Β’ παγκοσμίου πολέμου σχεδίαζε να πάει στη Μέση Ανατολή τελικά βρέθηκε στην Αυστρία όπου τον συνέλαβαν οι Ναζί και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν μέχρι το τέλος του πολέμου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα παρακολούθησε μία παράσταση στο θέατρο τέχνης του Κάρολου Κουν και όπως ο ίδιος είπε αργότερα: «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου». Έδωσε εξετάσεις σε διάφορες δραματικές σχολές αλλά τον απέρριπταν συνέχεια λόγω έλλειψης απολυτηρίου. Αποφασισμένος να μπει στον χώρο του θεάτρου με κάθε τρόπο, ξεκίνησε να γράφει θεατρικά έργα.
Ένα τσούρμο τουριστών από την Άπω Ανατολή περικύκλωσε το άγαλμα της Κάλλας κι άρχισε να βγάζει τη μια φωτογραφία μετά την άλλη. Κάποιοι είχαν καθίσει όπου έβρισκαν και με διάφορα καλούδια που έβγαλαν από τις τσάντες τους, έπαιρναν κολατσιό, όταν δεν ασχολούνταν με τις σέλφι τους. Είδα ότι αυτοί δεν είχαν σκοπό να με αφήσουν στην ησυχία μου γι αυτό τα μάζεψα και βγήκα από τη συστάδα των δένδρων στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και κατηφόρισα αριστερά. Η συννεφιά όλο και πύκνωνε αλλά ευτυχώς δεν έλεγε να ανοίξει σε βροχή. Όταν έφτασα στην Αποστόλου Παύλου απέναντι από το περίπτερο καβάλησα το πλατύ πεζούλι και συνέχισα το ψάξιμο στο διαδίκτυο.
Ο Καμπανέλλης το 1949 προτείνει στο Εθνικό Θέατρο το έργο «Ο Χορός πάνω στα στάχυα» που απορρίπτεται, ωστόσο το 1950 ο ιδιοκτήτης ενός μικρού θεάτρου της Καλλιθέας, αποφασίζει να το ανεβάσει. Το έργο γίνεται επιτυχία και τα επόμενα χρόνια ο Καμπανέλλης γνωρίζει πολλές επιτυχίες με έργα όπως: «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», «Η οδός», «Ο γορίλας και η Ορτανσία». Το 1954 - γνωρίζει την Μελίνα Μερκούρη η οποία του ζητάει ένα πρωτότυπο κείμενο κι εκείνος γράφει το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» το οποίο γίνεται μεγάλη επιτυχία, πρώτα θεατρική και αργότερα κινηματογραφική. Τα επόμενα χρόνια ο Καμπανέλλης θα γράψει δεκάδες θεατρικά έργα με πιο σημαντικά τα "Έβδομη μέρα της δημιουργίας", "Η Αυλή των θαυμάτων", "Ηλικία της νύχτας", "Παραμύθι χωρίς όνομα", "Γειτονιά των Αγγέλων", "Βίβα Ασπασία", "Οδυσσέα γύρισε σπίτι", "Αποικία των τιμωρημένων", "Το μεγάλο μας τσίρκο", " "Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα".
Ο Καμπανέλλης ήταν ένας συγγραφέας και πνευματικός άνθρωπος, ο οποίος αν και αυτοδίδακτος, κατέκτησε όλα τα είδη του πεζού και του έμμετρου λόγου με εμβληματικά λογοτεχνικά έργα και δοκίμια, ανυπέρβλητα θεατρικά κείμενα, διαχρονικά κινηματογραφικά σενάρια και φυσικά, σπουδαία τραγούδια σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Μια χοντρή σταγόνα διατάραξε ολόκληρο το σύμπαν μου. Αν έπεφτε στο χέρι μου η περιβόητη σταγόνα, στο κεφάλι μου, οπουδήποτε, δεν θα με ενοχλούσε, αλλά έπεσε στην οθόνη του κινητού μου και με έβγαλε από τον λήθαργο και με έβαλε με βίαιο τρόπο κάτω από τον υγρό Αττικό ουρανό και το χρωματιστό και πολύβουο πρωινό των συμπτώσεων. Και δεν έμεινε εκεί το πράγμα, οι σταγόνες που ακολούθησαν ήταν μικρότερες μεν, αλλά αρκετές στην αρχή, πολλές στη συνέχεια, μέχρι που οργάνωσαν μια μπόρα ξεγυρισμένη που έσκασε στην κεφαλή μου. Πόσους να χωρέσουν και κείνα τα πτερύγια του έρμου του περίπτερου απέναντι. Άσε που ήμουν στην άκρη, άκρη των απελπισμένων και το πλαστικό στέγαστρο στράγγιζε στην πλάτη μου. «Ο Αη Δημήτρης θα με σώσει» σκέφτηκα κι έφυγα σφαίρα. Δεν με έπιασε το έτσι κι αλλιώς ισχνό θρησκευτικό μου συναίσθημα. Αλλά σκέφτηκα ότι στον Αη Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη θα έβρισκα κάπου να απαγκιάσω. Καθώς έτρεχα ήλπιζα ο πρωινός Ασιατικός τυφώνας των τουριστών να μην έχει φτάσει μέχρι τη Χάρη του. Έφτασα ψιλο-μούσκεμα. Δεν είχε ψυχή, μόνο ακουγόταν μια όμορφη Βυζαντινή – μελωδία, που σου μαλάκωνε τα σώψυχα. Χαμογέλασα, όσα κι αριστερά νταούλια να βαρέσουν, όσους μοντερνισμούς και να μηρυκάσουμε, ό,τι πρωτοποριακό και να καταβροχθίσουμε οι νεοέλληνες, μόλις ακουστεί την κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο τόπο η ανάλογη βυζαντινή ψαλμωδία, μπορεί να λυγίσει κάθε μοντερνισμό μας, οποιαδήποτε ορθολογιστική προσέγγιση μας, κάθε υλιστική θεώρησή μας.
«Το θέατρο δεν είναι μια έντεχνη αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, είναι κυρίως μια παράσταση της εσωτερικής πραγματικότητας» σημειώνει ο μεγάλος συγγραφέας. Με τα 40 θεατρικά έργα του, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είναι ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Η Αυλή των θαυμάτων του θεωρείται το εναρκτήριο έργο της σύγχρονης νεοελληνικής δραματουργίας. Η νουβέλα του Μαουτχάουζεν συνιστά παγκοσμίως ένα από τα έργα αναφοράς στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Το Μεγάλο μας τσίρκο μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στην ατομική και συλλογική μνήμη, ως έργο – σταθμός για τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Επίσης ασχολήθηκε με τον κινηματόγραφο ως σεναριογράφος: (Στέλλα, Δράκος, Ποτάμι, Αρπαγή της Περσεφόνης) και ως στιχουργός (Παραμύθι χωρίς όνομα του Χατζιδάκι, Το μεγάλο τσίρκο του Ξαρχάκου, Κύκλος με την κιμωλία του Μαμαγκάκη κ α)
Ο Καμπανέλλης τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ ενώ το 1999 έγινε ακαδημαϊκός στην έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2011 λίγες μέρες μετά τη γυναίκα του, Νίκη.
Η μπόρα είχε κοπάσει, πίσω από τα σύννεφα διαγραφόταν μια φιγούρα που έμοιαζε με σκίτσο, πορτραίτο του μεγάλου συγγραφέα, αλλά το χω εγώ αυτό το κουσούρι, σ’ ένα συννεφιασμένο ουρανό μπορώ να σου σκαρώσω ό,τι θέλεις. Και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη με το πικρό χαμόγελο μπορώ να σου σχεδιάσω, και τον Αη Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη μπορώ, μέχρι και τον Αντώνη στην σκάλα των δακρύων μπορώ να σου σκαρώσω, με διπλό και τριπλό βράχο στα χέρια, ακόμα και τον καμαράντ φορτωμένο στον ώμο του, να ανεβαίνει με χαμόγελο το Βίνερ Γκράμπεν, το λατομείο των θρήνων.