Ιστορίες ανάγνωσης #37 — μια στήλη για επίμονους αναγνώστες, γραμμένη από λάτρεις της ανάγνωσης
Το κείμενο αυτό του Τζούλιαν Μπαρνς πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 29 Ιουνίου 2012. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Σχινά και διατίθεται δωρεάν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (Οκτώβριος 2012).
Έχω ζήσει μέσα στα βιβλία, για τα βιβλία και με τα βιβλία και υπήρξα αρκετά τυχερός ώστε κατάφερα να ζήσω και από τα βιβλία. Και ήταν μέσα από τα βιβλία που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι υπήρχαν και άλλοι κόσμοι πέρα από τον δικό μου? για πρώτη φορά έβαλα με τον νου μου τι μπορεί να σημαίνει να είσαι ένα άλλο πρόσωπο? για πρώτη φορά γνώρισα εκείνον τον βαθύ, οικείο δεσμό, που επιτυγχάνεται όταν η φωνή ενός συγγραφέα διεισδύει στο κεφάλι ενός αναγνώστη. Ήμουν ενδεχομένως τυχερός που τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης – και όταν τελικά η μικρή οθόνη κατέφθασε στο σπίτι μας, αυτό έγινε υπό τον αυστηρό έλεγχο των γονιών μου. Ήταν δάσκαλοι και οι δύο κι έτσι ήταν αυτονόητος ο σεβασμός για το βιβλίο και για όσα περιείχε. Δεν πηγαίναμε στην εκκλησία, πηγαίναμε όμως στη βιβλιοθήκη. Οι παππούδες από τη μητέρα μου ήταν επίσης δάσκαλοι. Ο παππούς είχε τα άπαντα του Ντίκενς και την Εγκυκλοπαίδεια του Νέλσον σε τριάντα μικρούς κόκκινους τόμους. Οι γονείς μου είχαν πιο φινετσάτα βιβλία, σε μεγαλύτερη ποικιλία, και κάποια στιγμή μάλιστα έγιναν μέλη της Folio society[1]. Μεγάλωσα θεωρώντας ότι όλα τα σπίτια περιείχαν βιβλία, ότι κάτι τέτοιο ήταν απολύτως φυσιολογικό. Φυσιολογικό, επίσης, ήταν ότι εκτιμούνταν ανάλογα με τη χρησιμότητά τους: για να μαθαίνεις στο σχολείο, για να αποκτάς και να επαληθεύεις την πληροφορία, για να ψυχαγωγείσαι στη διάρκεια των διακοπών. Ο πατέρας μου είχε συλλογές με τα κύρια άρθρα των Times? η μητέρα μου απολάμβανε τη Νάνσι Μίτφορντ. Τα ράφια μας περιείχαν επίσης τα δερματόδετα βιβλία που είχε κερδίσει ο πατέρας μου στο Σχολείο του Ίλκστον μεταξύ 1921 και 1925, κυρίως βραβεία «Γενικής Επάρκειας» ή «Γενικής Αριστείας». Την Παρέλαση της αγγλικής πεζογραφίας, τα Ποιητικά Έργα του Γκόλντσμιθ, τον Δάντη σε μετάφραση Κάρι, τον Τελευταίο των Βαρόνων του Λίτον, το Μοναστήρι και οικογενειακή εστία του Τσαρλς Ριντ.
Κανένα απ’ αυτά τα έργα δεν με συνάρπαζε όταν ήμουν παιδί. Πρωτάρχισα να εξερευνώ τα ράφια των γονιών μου (και των παππούδων μου, και του μεγαλύτερου αδελφού μου) όταν αφυπνίστηκε η σεξουαλικότητά μου. Η βιβλιοθήκη του παππού ελάχιστη ηδυπάθεια περιείχε, πέραν μιας δυο σκηνών στο Διασταύρωση Μπογουάνι του Τζον Μάστερς? οι γονείς μου είχαν την Ιστορία της Τέχνης του Γουίλιαμ Όρπεν με μερικές ενδιαφέρουσες μαυρόασπρες εικονογραφήσεις? όμως ο αδελφός μου είχε ένα αντίτυπο του έργου του Πετρώνιου Σατυρικόν – ομολογουμένως του πιο καυτού βιβλίου της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Σαφώς οι Ρωμαίοι διήγαν μια πολύ πιο ταραχώδη ζωή από εκείνη που διαπίστωνα ότι εκτυλισσόταν γύρω μου στο Νόρθγουντ του Μίντλσεξ. Συμπόσια, σκλάβες, όργια, τίποτα δεν έλειπε. Αναρωτιέμαι αν ο αδελφός μου πρόσεξε ότι ύστερα από λίγο αρκετές από τις σελίδες του Σατυρικού είχαν σχεδόν ξεκολλήσει από τη ράχη. Ανοήτως, υπέθεσα ότι όλοι οι αρχαίοι κλασικοί του πρέπει να είχαν παρόμοιο ερωτικό περιεχόμενο. Πέρασα πολλές πληκτικές μέρες με τον Ησίοδό του πριν καταλήξω ότι μάλλον ματαιοπονούσα.
Διαβάστε την συνέχεια στο dim/art