Ως γνωστόν, προχθές ο πρωθυπουργός ζήτησε πολιτική συναίνεση στα μεγάλα θέματα, εσωτερικά και εξωτερικά. Και τη ζήτησε, μετά την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό τριών βουλευτών. Μάλλον δείγμα αδυναμίας. Και υποκρισίας, θα προσέθετα.
Και δεν αναφέρομαι στα πεπραγμένα του ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που με την ισοπεδωτική τακτική του τορπίλιζε κάθε περιθώριο σύγκλισης. Αυτό συνεκτιμήθηκε από τον ελληνικό λαό σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις και απορροφήθηκε από το αποτέλεσμά τους. Αναφέρομαι κυρίως σε δύο γεγονότα πρόσφατα.
Το πρώτο αφορά πώς χειρίσθηκε την απλόχερη συναίνεση που του έδωσαν το καλοκαίρι τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου, για να παραμείνει η χώρα στην ευρωζώνη. Αφού αισθάνθηκε ασφαλής, μετά την αποχώρηση του αριστερού ρεύματος, αντί να προχωρήσει σε εθνικοενωτικές λύσεις, που να συμβαδίζουν με το πνεύμα της ευρείας στήριξης που έλαβε, προτίμησε τη λύση των εκλογών. Και μάλιστα κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα χρησιμοποίησε έναν ακραίο διχαστικό λόγο. Όλοι θυμούμαστε τη φράση του: “Θα μας τελειώσουν ή θα τους τελειώσουμε.”
Και δεν έφτανε αυτό. Κλότσησε ακόμα μία ευκαιρία για να καλλιεργήσει το κλίμα της εθνικής συναίνεσης και των πολιτικών συνεργασιών, όταν το βράδυ των εκλογών, νικητής και κυρίαρχος του παιχνιδιού, επέλεξε ως κυβερνητικό συνεταίρο του τον Π. Καμμένο. Ήταν μία επιλογή σύγκρουσης με τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου, μία επιλογή συνέχισης της εθνικολαϊκιστικής πολιτικής.
Και τώρα, ενόψει των κρίσιμων ψηφοφοριών για το ασφαλιστικό και με μειωμένη την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, ο Α. Τσίπρας ζητεί την υποστήριξη αυτών που επιχείρησε- κατά τα λεγόμενά του- να “τελειώσει” στις τελευταίες εκλογές. Προφανώς δεν το πέτυχε. Και στα δύσκολα τους καλεί να βάλουν πλάτη.
Νομίζω πως τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης έχουν βγάλει τα διδάγματα τους από την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και στο παρελθόν, οποιαδήποτε στήριξη του παράσχουν θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της δικής του παρουσίας και των δικών του θέσεων στην πολιτική σκηνή. Η συναίνεση δεν είναι στρατηγική επιλογή για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το μέσον της πολιτικής του επικράτησης, στην παρούσα δύσκολη γι’ αυτόν πολιτική συγκυρία.
Αν πίστευε πραγματικά στις πολιτικές συγκλίσεις και στις ευρύτερες συνεργασίες, είχε τις ευκαιρίες για να αναδείξει αυτήν την πολιτική. Και απέναντί του δεν είχε κόμματα, που μιμούμενα τη δική συμπεριφορά ως αξιωματική αντιπολίτευση, έλεγαν “όχι” σε όλα. Απέδειξαν έμπρακτα -και αφελώς θα έλεγα- τη διάθεσή τους να βοηθήσουν και εξαπατήθηκαν. Τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 2015 αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για συναίνεση.
Αλλά και τώρα, που ο πρωθυπουργός την επιζητεί, όλα σχεδόν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλουν τα κέντρα της διαπλοκής που απεργάζονται σενάρια ανατροπής της κυβέρνησης. Ανοήτως πιστεύουν πως τυχούσα συναίνεση θα διατηρήσει τη μορφή του υπάρχοντος κυβερνητικού σχήματος και κυρίως τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής.
Εκτός αν ψάχνουν για κορόιδα. Μία φορά τα βρήκαν. Δεύτερη, μάλλον απίθανο!