Σε έκθεση αξιολόγησης των συστημάτων υγείας ανά τον κόσμο το 2000, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) τοποθετούσε την Ελλάδα στη 14η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, αρκετά μπροστά από τη Σουηδία (23η) ή τη Γερμανία (25η), Σήμερα, υπό το βάρος των τελευταίων έξι συναπτών ετών βαρύτατης οικονομικής κρίσης η οποία έχει οδηγήσει στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στη χώρα, η κατάσταση στο χώρο της υγείας είναι διαφορετική.
Σε δική του πρόσφατη έκθεση, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σημειώνει πως οι συνολικές δαπάνες υγείας στη χώρα μειώθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2008 και πέρασαν από 10,2% το 2009 στο 9,3% του, διαρκώς συρρικνούμενου, ΑΕΠ το 2012. Οι δαπάνες για τη «δημόσια και δωρεάν» υγεία μας, είναι κατά 33% ιδιωτικές.
Από το 2007 κι έπειτα, οι δαπάνες υγείας και κοινωνικής προστασίας μειώθηκαν κατά 18% όταν στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ παρουσίασαν αύξηση κατά μέσο όρο της τάξης του 14%. Το 2000, η φαρμακευτική δαπάνη βρισκόταν στο 1δις€. Το ποσό αυτό εκτινάχθηκε στα αδικαιολόγητα υψηλό ποσό των 5,6δις€ το 2009 (2,8% του ΑΕΠ) για να επανέλθει στο ύψος των 2,37δις€ το 2013 (2,3% του ΑΕΠ) σε μία προσπάθεια εκλογίκευσης. Παραμένει όμως ακόμη και τώρα σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα μακριά από το στόχο του 1% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «The Lancet», όπου εξετάζεται πώς τα μέτρα λιτότητας έχουν επηρεάσει την υγεία του ελληνικού πληθυσμού και την πρόσβασή του στις υπηρεσίες υγείας, καθώς επίσης και το πώς αντιδρά η πολιτική ηγεσία στις ολοένα και αυξανόμενες ενδείξεις μιας ελληνικής τραγωδίας στη δημόσια υγεία, διαπιστώθηκε πως η μείωση της υγειονομικής δαπάνης στην Ελλάδα έφερε τη χώρα στα χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ των μελών της Ε.Ε. (προ του 2004) με ολέθριες συνέπειες: αύξηση των αυτοκτονιών κατά 45% μεταξύ 2007-2011, αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας κατά 43% μεταξύ 2008-2010, αύξηση γεννήσεων παιδιών χαμηλού βάρους κατά 19%, επανεμφάνιση της ελονοσίας στη χώρα μετά από 40 χρόνια λόγω υποχώρησης των αντικουνουπικών ψεκασμών, μείωση των προϋπολογισμών των νοσοκομείων κατά 26%, καθυστερήσεις στην αποζημίωση των φαρμάκων με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαθέσιμα σκευάσματα στα ράφια των φαρμακείων, περιορισμός πρόσβασης στην περίθαλψη, μετακύλιση κόστους στην τσέπη του ασθενούς, επιμήκυνση χρόνου αποζημίωσης του ασθενούς-πολίτη από το ταμείο του, αύξηση συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική αγωγή κατά 10%, αύξηση στα περιστατικά χρήσης ηρωίνης, περικοπή του ενός τρίτου των προγραμμάτων street work την περίοδο 2009-2010, μείωση αριθμού συριγγών και προφυλακτικών που μοιράζονταν σε χρήστες κατά 10% και 24% αντίστοιχα, αύξηση περιστατικών AIDS μεταξύ των χρηστών από 15 το 2009 σε 484 το 2012, υπερδιπλασιασμός περιστατικών φυματίωσης μεταξύ των χρηστών από το 2012 στο 2013, μείωση κρατικής χρηματοδότησης για την ψυχική υγεία κατά 20% μεταξύ 2010 και 2011 και 55% μεταξύ 2011 και 2012, αύξηση περιστατικών κατάθλιψης από 3,3% του πληθυσμού το 2008 σε 8,2% το 2011 ενώ περίπου 800.000 άνθρωποι παραμένουν ανασφάλιστοι και χωρίς υγειονομική περίθαλψη.
Από τις μελέτες αυτές, γίνεται σαφές πως ο κύριος φορέας ιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα, το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», ήταν ανέτοιμο να αντιμετωπίσει μία τέτοια πρωτοφανή κατάσταση και απέτυχε να στηρίξει τον ασθενή-πολίτη τη στιγμή που εκείνος το χρειάστηκε περισσότερο από ποτέ. Το σύστημα υγείας μας είναι πλέον δύο ταχυτήτων: από τη μία μεριά βρίσκονται όσοι μπορούν να δώσουν «φακελάκι» ή να πληρώνουν ένα ιδιωτικό συμβόλαιο ασφάλισης και από την άλλη αυτοί που δεν μπορούν. Έτσι, οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται ιδιαίτερα εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Η υγειονομική περίθαλψη, όμως, είναι, κατά τη Σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό αγαθό δημόσιου κυρίως χαρακτήρα που πρέπει να χρηματοδοτείται από το κράτος και να προσφέρεται έγκαιρα και αποτελεσματικά σε όσους την έχουν ανάγκη ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη.
Ύστερα από χρόνια συντεχνιακών αντιστάσεων, ενδοϊατρικών συγκρούσεων, ανταγωνισμού μεταξύ των πανεπιστημιακών και των γιατρών του ΕΣΥ, προβλήματα στις νοσοκομειακές υποδομές, ελλείψεις σύγχρονου ιατροτεχνικού εξοπλισμού και εκτεταμένη διαφθορά, η παραδοχή πως το σύστημα χρειαζόταν σοβαρές αλλαγές ήταν καθολική. Η βίαιη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, όμως, υπό το βάρος των εξελίξεων κατέληξε στα αντίθετα, μέχρι στιγμής, από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαία η πραγματοποίηση στοχευμένων ενεργειών που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού δικτύου πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και θα διασφαλίσουν παράλληλα την καθολική πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης και της εξειδικευμένης φροντίδας. Τα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα και η μείωση των δημοσίων δαπανών δεν επαρκούν για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας. Ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας απαιτεί ολοκληρωμένο έλεγχο, αποτελεσματικό συντονισμό, διαχείριση με βάση την απόδοση και αξιοποίηση των ικανοτήτων του υγειονομικού προσωπικού και των ακαδημαϊκών της υγείας.
Με συγκεκριμένα μέτρα, η εφαρμογή των οποίων δεν απαιτεί σπατάλη πολύτιμων δημόσιων πόρων, όπως η θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής κάρτας υγείας, του ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου, του οικογενειακού γιατρού, της κοινωνικής εργασίας, του Συνηγόρου του Ασθενούς, της ενσωμάτωσης των εισφορών του κλάδου υγείας στο φόρο και την ταυτόχρονη κατάργηση όλων των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων, της επέκτασης των διαγνωστικών δραστηριοτήτων των δημόσιων νοσοκομείων, της αλλαγής κατηγοριοποίησης νοσημάτων στη βάση της εκτίμησης υπολειπόμενης λειτουργικότητας και όχι του νοσήματος, της χορήγησης υποκατάστατων ναρκωτικών σε όποιον και όποτε το ζητήσει, της αποασυλοποίησης του τομέα ψυχικής υγείας, της ανάπτυξης υπηρεσιών ψυχικής υγείας στα γενικά νοσοκομεία και της βαθμιαίας εγκατάστασης ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων με άμεση σύνδεση όλων των νοσοκομείων προκειμένου να καταστεί εφικτή μία καλύτερη κατανομή ασθενών ανά νοσοκομείο, εξασφαλίζεται η βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος και δημιουργείται μία πρώτη βαθμίδα υγείας με ενιαίο πλαίσιο και ενιαίους κανόνες. Με 4,3 ιατρικού και μόλις 2,7 άτομα νοσηλευτικού προσωπικού ανά 1000 κατοίκους οι προσπάθειές μας πρέπει να εστιασθούν στην επίλυση των δυσκολιών στελέχωσης κυρίως σε νοσηλευτικό προσωπικό. Η δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας (ΕΟΑΤΥ) θα καταστήσει ευκολότερη τη χάραξη ορθότερων πολιτικών υγείας στο σωστό χρόνο και θα επιτρέψει την όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση των καινοτόμων τεχνολογιών στον τομέα της υγείας. Η Κοινωνία των Πολιτών οφείλει επιτέλους να δραστηριοποιηθεί και να δημιουργήσει μία Πανελλήνια Ένωση Ασθενών (ΠΑΕ) η οποία θα διεκδικεί με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των ασθενών στη χώρα. Τέλος, σε συνέχεια της 1ης συμφωνίας συνεισφοράς με τον ΠΟΥ, πρέπει να συνάψουμε και 2η το φθινόπωρο του 2014 εξασφαλίζοντας έτσι την περαιτέρω εφαρμογή της τεχνικής βοήθειας.
Ο δρόμος εκσυγχρονισμού του συστήματος υγείας μας είναι σίγουρα μακρύς αλλά, παρά τη δικαιολογημένη απογοήτευση, δεν πρέπει να αφήσουμε και αυτή την ευκαιρία μεταρρύθμισης στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ο στόχος είναι εφικτός και με λιγότερους πόρους αρκεί οι κινήσεις μας να έχουν σχέδιο και μέθοδο.