Τον Μάιο του 2010, οι υπουργοί Υγείας των χωρών του ΟΟΣΑ αποφάσισαν στο Παρίσι ότι σε περίοδο κρίσης ο τομέας της υγείας δεν πρέπει να «υποστεί περικοπές». Σε αντίθετη περίπτωση, το «κόστος της υγείας που θα επιδεινωθεί θα είναι μεγαλύτερο από το όφελος των περικοπών».
Συμμετείχα στη σύνοδο και γνωρίζω το βάθος του προβληματισμού στις 30 πλουσιότερες χώρες. Εχω, επανειλημμένα, συνεργασθεί με την τρόικα, το 2010 και το 2011, τόσο ως προσκεκλημένος εμπειρογνώμων από το υπουργείο Οικονομίας όσο και ως μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την Παρακολούθηση του Μνημονίου.
Από ό,τι γνωρίζω, το κύριο ζητούμενο στο Μνημόνιο είναι η συνολική δαπάνη υγείας να μην υπερβεί το 9% του ΑΕΠ και η δημόσια δαπάνη το 6%. Διάφοροι άλλοι επιμέρους στόχοι, όπως αυτοί που συνδέονται με τη φαρμακευτική δαπάνη, είναι δευτερεύοντες σε αυτούς τους δύο.
Σήμερα, η χώρα έχει εκπληρώσει και τους δύο αυτούς στόχους. Το γνωρίζω γιατί έχω -με τους συνεργάτες μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εμπειρογνώμονα που πρότεινε ο ΟΟΣΑ- αναλάβει σε συνεργασία και για λογαριασμό του υπουργείου Υγείας και της ΕΛΣΤΑΤ τον υπολογισμό της Εθνικής Δαπάνης Υγείας, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία του ΟΟΣΑ, τη μόνη αποδεκτή και από τη EUROSTAT.
Προσωρινά αποτελέσματα για το 2009 και το 2010 είναι ήδη διαθέσιμα, και του 2011 θα είναι γνωστά σύντομα. Σε πολύ αδρές γραμμές, μεταξύ 2009 και 2011 η χώρα μείωσε τις δαπάνες υγείας κατά 3 δισ. ευρώ ή 1,5% του ΑΕΠ. Μονάχα η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά σχεδόν 2 δισ. ευρώ. Μέσα στο 2012, αναμένονται περισσότερες εξοικονομήσεις, οι οποίες θα συνεχίσουν και στο 2013-15 με βάση δρομολογημένες διαχειριστικές μεταρρυθμίσεις.
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι γνωστά στον δημόσιο διάλογο, αλλά ούτε και στην κυβέρνηση με δεδομένο τον δυσλειτουργικό τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση των δημόσιων πολιτικών, ακόμη και στο ανώτερο επίπεδο.
Ετσι, κυριαρχεί ακόμη, λογικά, το στερεότυπο περί «λίπους της υγείας», το οποίο, κατανοητά, έχει γίνει η «συμβατική αλήθεια» των ΜΜΕ και της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Αυτή η συμβατική αλήθεια θέλει ακόμη τα «πιράνχας της υγείας» σε πλήρη λειτουργία, τα νοσοκομεία «ξέφραγο αμπέλι», τους γιατρούς να κυνηγούν το «φακελάκι» και να συνταγογραφούν ασύστολα και ανεξέλεγκτα.
Η συμβατική αλήθεια, όμως, έχει έναν εχθρό. Το ότι «τα νούμερα δεν συμφωνούν». Για πολλούς και διάφορους λόγους, οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν τόσο, που περαιτέρω μείωση είναι μη επιθυμητή και ίσως επικίνδυνη.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι η μείωση της δαπάνης υγείας που επιτεύχθηκε πρέπει να διατηρηθεί και να παγιωθεί. Για χρόνια γράφω ότι αν υπάρχει ένας τομέας που καταβαράθρωσε τα δημόσια οικονομικά για λόγους ιδιοτέλειας και πολιτικού τυχοδιωκτισμού, ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία, είναι η υγεία.
Εχω υπολογίσει ότι τα περίπου 50 δισ. ευρώ κατά τα οποία αυξήθηκε το συνολικό δημόσιο έλλειμμα στη 10ετία 2000-2009 μπορούν να αναζητηθούν στην υγεία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε τη γραμμική ερμηνεία όταν σχεδιάζουμε δημόσιες πολιτικές. Η υγεία δεν μπορεί να σηκώσει άλλο από το βάρος της συνολικής δημοσιονομικής εξυγίανσης στη χώρα. Εχει πλέον πολύ σοβαρά δικά της προβλήματα να λύσει ακόμη.
Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι αν μπορούμε ακόμη να γλιτώσουμε χρήματα από σπατάλες και κακό σχεδιασμό στην υγεία, πρέπει να το κάνουμε. Πιστεύω ότι στα περίπου 19-20 δισ. που ξοδεύουμε σήμερα ετησίως ως κράτος, κοινωνική ασφάλιση και νοικοκυριά, μπορούμε να «κόψουμε» ένα δισ. ευρώ.
Εδώ, όμως, είναι το σημείο στο οποίο θέλω την προσοχή του οικονομικού επιτελείου. Αυτό θα γίνει γιατί πρέπει και γιατί μπορεί να γίνει. Την οικονομία, όμως, που θα επιτευχθεί, μην τη ζητήσετε, κύριε Στουρνάρα, για να καλύψετε τρύπες του ΟΣΕ, της ΔΕΗ ή των μη συνεργαζόμενων υπουργών. Αφήστε την στην υγεία, για να γεμίσει τις «τρύπες» που άφησε η κακοδιαχείριση του παρελθόντος. Η υγεία στην Ελλάδα σήμερα είναι βαθιά πληγωμένη, χειρότερη από το 2000 σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες.
Λείπουν πολλά, όπως η επείγουσα φροντίδα, η εντατική φροντίδα, η δημόσια υγεία, η επαγγελματική διοίκηση και διαχείριση κ.λπ. Οι δείκτες υγείας χειροτερεύουν ραγδαία και μένουμε πίσω στις επιστημονικές εξελίξεις. Τις ελλείψεις αυτές θα τις πληρώσουμε κάποτε. Αν επενδύσουμε σωστά όσα εξοικονομήσουμε σήμερα με τη χρηστή διαχείριση, θα γλιτώσουμε πολύ περισσότερα στο μέλλον.
* Ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Οικονομίας και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΜΕΡΙΝΗ στις 22/8/2012