Η Υδρα του μέλλοντός μας

Παύλος Τσίμας 25 Αυγ 2012

Να πω την αμαρτία μου, στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν πολυταξιδεύω. Πείτε το παραξενιά, αλλά δεν μπλογκάρω, δεν στολίζω τοίχους στο facebook, κανέναν δεν ακολουθώ και κανείς δεν θέλω να με ακολουθεί στο twitter. Διαθέτω, είκοσι και κάτι χρόνια τώρα, το προνόμιο αυτής της στήλης. Εξακόσιες λέξεις – τύπωσέ τες και ρίξ’ τες στον γιαλό.

Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι δεν καίγομαι να μάθω τι αέρας σφυρίζει εκεί έξω. Ρωτώ φίλους και συγγενείς που ολημερίς το χτίζουνε κι ολονυχτίς το κουβεντιάζουν σε στρατόσφαιρες ορεξάτων αγνώστων. Σφυγμομετρώ. Και, φυσικά, ούτε διανοούμαι να υποτιμήσω τη σημασία αυτής της αδιάκοπης διαδικτυοπάλης. Κάθε άλλο.

Οι θεωρητικοί της επικοινωνίας εξηγούσαν ανέκαθεν πως η άποψη ότι τα μίντια, η τηλεόραση ιδίως, σέρνουν το κοινό τους από τη μύτη είναι μύθος. Τα Μέσα είχαν πάντα τη δύναμη να εγγράφουν θέματα στη δημόσια ατζέντα, όχι και να ορίζουν τη συζήτησή τους ή τη νοηματοδότησή τους. Το μήνυμα των Μέσων κανείς ποτέ δεν το κατάπινε αμάσητο. Περνούσε από φίλτρα, οι άνθρωποι κουβέντιαζαν στο σπίτι, το καφενείο και τη δουλειά, αντίκριζαν το μήνυμα με την κοινωνική τους εμπειρία και το παράλλαζαν τόσο ώστε μερικές φορές να το γυρίζουν με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτω. Αυτή η διαδικασία στους καιρούς των social media αλλάζει κλίμακα, η ταχύτητά της πολλαπλασιάζεται, ο χώρος της διαστέλλεται και μετέχουν, θεωρητικά, οι πάντες – μαζί και τα αναπόφευκτα ζιζάνια: πληρωμένα πιστόλια και κοινοί εκβιαστές, που στήνουν φτηνές ξόβεργες στην μπλογκόσφαιρα.

Θεωρητικά, έτσι είναι. Στην πράξη τώρα, είναι φορές που μετανιώνω για την αποχή μου από τη διαδικτυακή εκκλησία του δήμου. Που με τρώει το χέρι μου να ρίξω κι εγώ μια μπαταριά, για την τιμή των όπλων, σε μια συζήτηση που έχει ανάψει. Οπως αυτές τις ημέρες, για παράδειγμα, με την πολύκροτη υπόθεση της πανέμορφης Υδρας.

Οχι από διάθεση να αντικρούσω όσους, και δεν ήταν λίγοι, συμμερίστηκαν το – κατά Παπαδημούλη – «απεχθές δίκαιο του υδραίου φοροφυγάδα». Θα ήταν άχαρο, εύκολο, δίχως πολύ νόημα. Αλλά για να προσθέσω μιαν υποσημείωση στα άλλα κείμενα, εκείνα που καταδίκαζαν των νησιών το κοντραμπάντο. Εχω την εντύπωση ότι αν αυτή η συζήτηση γινόταν πριν από δύο χρόνια, όταν ακόμη κυκλοφορούσε στις φλέβες του δήμου μια αχνή ελπίδα πως «η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία αλλαγής», οι επικριτές της φοροδιαφυγής δεν θα περιορίζονταν σε ένα «δεν θέλω να πληρώνω εγώ αυτά που εσύ κλέβεις». Θα υπήρχε στον αέρα μια προσδοκία συλλογικής αλλαγής παραδείγματος. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα και αποτυχία του περίφημου «ελληνικού προγράμματος», δυόμισι χρόνια τώρα: Η ηθική ήττα, ο συμβιβασμός με την ιδέα πως, κρίση – ξεκρίση, το «ελληνικόν» δεν αλλάζει, απλώς αναπαράγεται σε όλο και χαμηλότερο επίπεδο. Φτωχότερο, μα απαράλλαχτο. Και αν αυτό το κλίμα δεν αλλάξει, όσες φορές και να έρθει ο Γιούνκερ, όσες φορές και να ταξιδέψει ο Σαμαράς στο Βερολίνο, όση επιμήκυνση και να του δώσουν, τίποτε δεν βγαίνει.

Και κάτι ακόμη. Πολλοί είδαν το επεισόδιο της Υδρας ως μια συνέχεια εκ του προηγουμένου, με κάτι από των Κλεφτών τη φορο-ανυπακοή κατά της Πύλης ή του Μιαούλη την ανταρσία κατά του Καποδίστρια. Μα το χειρότερο είναι ότι η ιστορία αυτή μπορεί να κρύβει κάτι από το μέλλον. Γιατί το μέλλον μιας χώρας που χρεοκοπεί κάπως έτσι θα είναι: γενικευμένη ανομία, ολοκληρωτική κατάρρευση του αισθήματος του συνανήκειν και των κανόνων που το διασφαλίζουν, μια διαρκής πάλη για την επιβολή του «απεχθούς» δικαίου των ολίγων επί των πολλών, του δικαίου των οπλισμένων «μαυροφόρων» στους δρόμους και κυριαρχία των νέων ελίτ του μαύρου πλούτου που θα αναδειχθούν επί των ερειπίων. Οσοι μιλούν για χρεοκοπία ή δραχμή, ως έλλογες εναλλακτικές λύσεις, το νιώθουν άραγε πως ένα τέτοιο μέλλον μπορεί και να ευαγγελίζονται;