Η ξηρασία του Nash

Γιάννης Παπαθεοδώρου 04 Φεβ 2016

Γράφτηκαν πολλά σχόλια και άρθρα για την παράσταση του Εθνικού θεάτρου με τον τίτλο «Η ισορροπία του Nash», φορτισμένα όπως πάντα από την ιδιαιτερότητα του θεατρικού υλικού (ενσωμάτωση κειμένων του Σάββα Ξηρού) αλλά και από τις ενίοτε ακραίες αντιδράσεις, που έφθασαν ως τη Βουλή. Υπό την πίεση αυτών των αντιδράσεων, άλλωστε, η παράσταση «κατέβηκε». Και, κάπως έτσι, άρχισε, για άλλη μια φορά, η συζήτηση για το «εύκολο» θέμα της υπόθεσης: τη λογοκρισία. Η σκηνοθέτιδα κ. Πηγή Δημητρακοπούλου, με τις δηλώσεις της, φρόντισε ήδη άλλωστε να θυματοποιήσει τον εαυτό της, μιλώντας για λιθοβολισμούς και δικτατορίες:  «Νόμισα πως δεν ζω στην Ευρώπη του 2016, αλλά σε κάποια μακρινή χώρα της Ασίας, απ’ αυτές που λιθοβολούν τους “ασεβείς”. […] Κανείς δεν θα ήθελε ελπίζω να γυρίσουμε στην εποχή της Χούντας, που τα σενάρια και τα θεατρικά κείμενα σφραγίζονταν σε κάθε σελίδα από την επιτροπή Λογοκρισίας. Το ότι δεν “λογοκρίθηκα” όμως, εν έτει 2016, θεωρήθηκε ατόπημα, και το ότι χρησιμοποίησα βιβλίο μέλους μιας οργάνωσης που εξαρθρώθηκε πριν 14 χρόνια, τουλάχιστον “εγκληματικό”. […] Στους υπόλοιπους, πολιτικούς και δημοσιογράφους που γέμισαν έξαλλοι τα τηλεπαράθυρα έχω να πω το εξής. Δεν κινδυνεύει πια από κανέναν Σάββα Ξηρό η Δημοκρατία μας, κύριοι, αυτός έχει αφοπλιστεί χρόνια τώρα. Κινδυνεύει από πολλά άλλα, πολύ πιο σοβαρά, που τα ξέρουμε καλά όλοι μας, και ένα απ’ αυτά, το ελάχιστο, που πρέπει να προασπιζόμαστε καθημερινά, είναι η ελευθερία της έκφρασης».

Στην ίδια γραμμή περίπου ήταν και οι δηλώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Παραθέτω: «Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού δεν έχει καμία αρμοδιότητα ούτε την πρόθεση να παρεμβαίνει στο ρεπερτόριο των δημόσιων θεατρικών σκηνών. Όμως, δεν μπορεί παρά να σημειώσει ότι, για την πολιτιστική ζωή της χώρας, είναι θλιβερό και ανησυχητικό το γεγονός πως το Εθνικό Θέατρο, στο κλίμα που δημιουργήθηκε, βρέθηκε αντιμέτωπο με τέτοιου είδους απειλές, ώστε εντέλει υποχρεώθηκε να κατεβάσει το επίμαχο έργο πριν από την προγραμματισμένη λήξη των παραστάσεων». Τις ίδιες απειλές επικαλείται και η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ : «η ματαίωση των τελευταίων παραστάσεων του έργου “Ισορροπία του Νash” στο Εθνικό Θέατρο, εξαιτίας απειλών που δέχτηκαν οι συντελεστές του, είναι μια θλιβερή εξέλιξη. Η συμπαράστασή μας στις οικογένειες των θυμάτων της 17Ν είναι αυτονόητη, όπως και η υπεράσπιση της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης και της τέχνης».

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με τις παραπάνω απόψεις — χωρίς τις ρητορικές υπερβολές—, καθώς επαναλαμβάνουν την υπεράσπιση του αυτονόητου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η έννοια της ελευθερίας της έκφρασης δεν διέπεται από κανονιστικές αρχές και περιεχόμενα που καθιστούν τη λειτουργία της τέχνης υπεύθυνη, υπόλογη και πάντως εκτεθειμένη απέναντι στην κοινωνική λογοδοσία και την κριτική. Η έννοια της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι ένα «άδειο σημαίνον». Εμπεριέχει προσδιοριστικά γνωρίσματα και υπάγεται σε πολιτικές και νομικές ρυθμίσεις που δεν ανάγονται μόνο στην ίδια την τέχνη αλλά αναφέρονται σε ευρύτερες δημοκρατικές αρχές. Αναρωτιέμαι για παράδειγμα τι σημαίνει μια άλλη πρόσφατη δήλωση της κ. Δημητρακοπούλου, όταν υποστήριζε την ιδιάζουσα «ουδετερότητα» της τέχνης απέναντι στην τρομοκρατία, θεωρώντας μάλιστα ότι η δικαιοσύνη κατασκευάζει τους πολιτικούς της εχθρούς: «Μ’ ενδιέφερε το πώς λειτουργεί η δικαιοσύνη σε σχέση με την τρομοκρατία  κι αυτούς που θεωρεί πολιτικά εχθρούς της».

Επειδή φαντάζομαι ότι κανείς δημοκρατικός πολίτης δεν θεωρεί πως η δικαιοσύνη επινοεί αυθαίρετα τους «πολιτικούς εχθρούς της», η δήλωση είναι ενδεικτική μιας επικίνδυνης αφέλειας, που κυκλοφορεί είτε στους νεφελώδεις κύκλους της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας είτε στους θολούς κύκλους της ριζοσπαστικούς αριστεράς. Την κωδικοποίησε με γραφικό τρόπο ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μάκης Μπαλαούρας: «Οι οργανώσεις αυτές όπως η 17Ν είχαν ένα λαθεμένο αλλά ένα ιδεώδες που ήταν υπέρ του ανθρώπου…» Ουδέν σχόλιο! Ευτυχώς, η ερμηνευτική γραμμή του Εθνικού δεν ταυτιζόταν με αυτόν τον περίεργο «δολοφονικό ανθρωπισμό» του βουλευτή. Ωστόσο, έστω και με αντεστραμμένο πρόσημο, στη σχετική ανακοίνωση του Εθνικού αναπαράγεται μια άλλη κοινοτοπία: «Καμιά ιδέα δεν μπορεί να δικαιολογήσει εγκλήματα εναντίον της ανθρώπινης ζωής».

Αν αυτό είναι το «μήνυμα» της παράστασης, δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς συζητάμε. Για μια τέχνη που ανταγωνίζεται σχολικά βοηθήματα μαθητικών εκθέσεων στις κοινοτοπίες; Για μια αριστερά που ακόμη δεν έχει θεραπευτεί από τις παιδικές ασθένειες του αριστερισμού;  Ή μήπως για μια βαθιά «καλλιτεχνική» περιφρόνηση στην ίδια τη δημοκρατική συνείδηση των πολιτών, που έχουν απομονώσει ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά την τρομοκρατία; Η τέχνη μπορεί να είναι ενοχλητική, βέβηλη, μερικές φορές ακόμη και προκλητική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η «αισθητικοποίηση της βίας», και μάλιστα σε θέματα τρομοκρατίας, φανερώνει την έλλειψη καλλιτεχνικού αναστοχασμού. Όπως σωστά δήλωσε πρόσφατα η Αλεξία Μπακογιάννη: «η τέχνη δεν έχει όρια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η τέχνη είναι ανεύθυνη».

Είναι κρίμα που το έργο δεν συνέχισε τις παραστάσεις του, για να μπορέσει να γίνει ένας τεκμηριωμένος διάλογος και κυρίως μια δημόσια κριτική για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της παράστασης? όχι βέβαια με αγανακτισμένα επιχειρήματα για τα «οικονομικά βάρη του φορολογούμενου πολίτη» που πληρώνει το ρεπερτόριο του Εθνικού αλλά για την ξηρασία των ιδεών μιας τέχνης (και μιας ιδεολογικής αντίληψης) που έχει μπερδέψει τον Καμύ με τον Ξηρό.