Η «ξετσιπωσιά» της κυβέρνησης, η βία των τραμπούκων και ο κ. Μαραντζίδης

Κώστας Κούρκουλος 14 Απρ 2018

Θυμάμαι έναν τύπο εγκατεστημένο μόνιμα στα κανάλια, από όπου κάθε βράδυ κολάκευε την κυβέρνηση.  Λένε πως ήταν καθηγητής, αλλά πιο πολύ σε αρχαίο ΠΑΣΟΚ  έφερνε. Και φαινόταν από μακριά τι ήθελε: Να κάνει γνωστή την ασήμαντη ύπαρξή του και να δηλώσει ότι είναι και αυτός διαθέσιμος.

Και ήταν τόσο αντιαισθητική η παράσταση που έδινε, ώστε ευχόσουν να πάρει   γρήγορα κάποια θέση, για να απαλλαχθούμε από την παρουσία του. Ώσπου, από ένα βράδυ και πέρα, εξαφανίστηκε από τα κανάλια! Είχε επί τέλους αμειφθεί με την προεδρία κορυφαίου θεσμού,  που σχετίζεται με την οικονομία!

Τα παραδείγματα τέτοιων γυρολόγων των καναλιών, που διαλαλούν την ύπαρξή τους για να τους προσέξει η νέα εξουσία,  είναι άπειρα. Μέχρι σημείου, να μην μας κάνει καν εντύπωση, αν ένας «καραμανλικός» καθηγητής και αποτυχημένος πρώην διοικητής δημόσιου οργανισμού, γίνεται μέχρι και «δραχμιστής» για να τον προσέξουν και να του προσφέρουν κάποια θέση!

Παράλληλα όμως με τα φαινόμενα «τηλεοπτικής επαιτείας», υπάρχει και ένα άλλο ρεύμα στην κοινωνία μας – ευάριθμο μεν, αλλά σοβαρό – το οποίο, στην διαμόρφωση της στάσης του έναντι των  ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αδιαφορεί απολύτως για τις προσφορές της εξουσίας.  Και όχι μόνον, αλλά ενεργώντας με όρους ηθικής της ευθύνης, δεν αρνείται το σημαντικότερο: Ότι έχουμε την αποκλειστική ευθύνη για τις αυταπάτες μας. Διότι εμείς τις κατασκευάζουμε ή τις επιλέγουμε. Με τέτοιο μάλιστα τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις  επιθυμίες μας. Έτσι,  αποκρούει κάθε αυταπάτη για τους  ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τους αξιολογεί με βάση την πραγματικότητα που οι ίδιοι εκφράζουν, όπως:

α) Ότι δεν τους αρκεί να έχουν την κυβέρνηση – τις αρμοδιότητες δηλαδή τις οποίες επιτρέπει το Σύνταγμα – αλλά θέλουν όλη την εξουσία. Με άλλα λόγια, ότι τους είναι αδιάφορο τι προβλέπει το Σύνταγμα, μπροστά στη θέλησή τους για εξουσία.

β) Ότι η δικαιοσύνη αποτελεί γι’ αυτούς «θεσμικό εμπόδιο», το οποίο δεν τους επιτρέπει να υλοποιήσουν τους σκοπούς τους. Πράγμα που σημαίνει ότι οι σκοποί τους κινούνται και πάλι εκτός των συνταγματικών ορίων.

γ) Κυρίως όμως, ότι το θέμα γι’ αυτούς είναι το «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Και επειδή ουδείς ποτέ απείλησε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ότι θα τους «τελειώσει», ακόμη και όταν,  κάτω από τις κυβερνήσεις «των άλλων», έδρασαν ελεύθερα ως αντιπολίτευση και  εντέλει ανέλαβαν και την κυβέρνηση – για να μην αναφερθούμε στο ότι τρομοκράτησαν, κακοποίησαν ή συκοφάντησαν, με όρους ασυλίας – η σημασία της εξαγγελίας τους είναι μονοδιάστατη: Ότι αυτοί θα «τελειώσουν» τους άλλους. Την οποία μάλιστα εσχάτως υλοποιούν, εντελώς απροκάλυπτα.

Αυτό λοιπόν το ρεύμα, επειδή διατηρεί επαφή με την πραγματικότητα, αντιλαμβάνεται ότι η εξαγγελία «θα τους τελειώσουμε», προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας. Ο οποίος είναι η συνύπαρξη όλων, με τη μέγιστη δυνατή ελευθερία και αυτονομία.  Γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται και το τερατώδες: Ότι το εσχάτως επιχειρηθέν «τελείωμα των άλλων» με την υπόθεση NOVARTIS, δεν είναι πολιτική πράξη, αλλά τυπική εγκληματική δράση της εξουσίας.

Έτσι, μπορεί να διαυγάσει το λόγο, για τον οποίο διαπράχθηκε εκ μέρους της κυβέρνησης το έγκλημα της εν ψυχρώ συγκάλυψης της πραγματικής υπόθεσης NOVARTIS. Με την αποφυγή της έρευνας της διαφθοράς στους  χώρους και στις δράσεις που αυτή εκδηλώθηκε  και την υποκατάστασή της με μία άλλη, επινοημένη υπόθεση. Στην οποία (επινοημένη υπόθεση), καθόλου τυχαία,  συμβαίνει το εξής παράδοξο, για Δυτική κοινοβουλευτική χώρα: Στην θέση των πραγματικών δραστών, επινοούνται ως «υποκατάστατοι ένοχοι»,  τα πιο εμβληματικά και γι’ αυτό πιο επικίνδυνα για την κυβέρνηση πολιτικά πρόσωπα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Με προφανή βεβαίως σκοπό, την εξόντωσή τους.  Όπως περίπου χρίζονται «Γκιουλενιστές» και εξοντώνονται στην γείτονα, όσοι διαφωνούν με τον ηγεμόνα της.

Βεβαίως, θα πει κανείς, δεν υπήρξαν και στο παρελθόν σκευωρίες της εξουσίας;  Η απάντηση είναι απλή. Τα πάντα μπορεί να έγιναν. Όμως, όταν συλλαμβάνονταν κάποιοι κυβερνητικοί να ασχημονούν είτε κατά των θεσμών, είτε κατά του δημόσιου ήθους, είτε κατά της νομιμότητας, δεν διακήρυσσαν ότι η ατιμία είναι ο θρίαμβος της ηθικής, ούτε ότι η παρανομία είναι η νίκη της νομιμότητας, αλλά τουλάχιστον ντρέπονταν.

Γι’ αυτό ακριβώς τότε απουσίαζε και κάτι άλλο, που τώρα αλλάζει την ποιότητα των κυβερνητικών εγκλημάτων: Η ξετσιπωσιά της σημερινής εξουσίας. Όπως μάλιστα αυτή εκφράζεται παραστατικά, στο εφιαλτικό γέλιο του Πολάκη, απέναντι στο δάκρυ του Πικραμένου.  Είναι αυτό που κάνει το σημερινό κυβερνητικό έγκλημα «φρικτά διαφορετικό» σε σχέση με όλα τα προηγούμενα και γι’ αυτό «φρικτά νέο».

Ίσως αυτή η «ξετσιπωσιά» της εξουσίας ήταν, που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά  ευρέως φάσματος δημοκρατικών πολιτών. Οι οποίοι ρητά αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή στην νομιμοποίηση του αντιδημοκρατικού αυτού τέρατος, έστω και αν ο ΣΥΡΙΖΑ επεφύλασσε ως αντιπροσφορά, την συμμετοχή τους στην διανομή των προνομίων της εξουσίας.

Και τότε «ήρθε» ο κ. Μαραντζίδης.  Ο οποίος, δεν έχει σχέση ούτε με την «τηλεοπτική επαιτεία», ούτε με τη φτήνια των τηλεοπτικών γυρολόγων που περιγράψαμε.  Και εν τούτοις, με μία ανοίκεια – για το επίπεδό του – συλλογιστική, απέδωσε σε όσους αρνούνται την πολιτική νομιμοποίηση της αντιδημοκρατικής εκτροπής που περιγράψαμε, τα εξής: «Για κάποιους, λοιπόν, το μείζον φαίνεται πως δεν είναι οι πολιτικές θέσεις, αλλά ποιος θα κάθεται στην καρέκλα της εξουσίας….».

Το πρώτο βεβαίως που παραβλέπει αυτή η αντίληψη, είναι ότι η ανυποχώρητη άρνηση νομιμοποίησης των αντιδημοκρατικών εκτροπών του ΣΥΡΙΖΑ, στοιχειοθετεί από μόνη της μείζονα πολιτική θέση.

Το δεύτερο που επίσης παραβλέπει, είναι ότι  «το ποιος θα κάθεται στην καρέκλα της εξουσίας….» είναι, από μόνο του επίσης, πολιτική θέση. Αν, π.χ.  «κάθεται στην καρέκλα της εξουσίας», κάποιος που πιστεύει ότι  οι επενδύσεις αποτελούν εγκλήματα κατά της χώρας,  αυτή θα είναι  και η πολιτική θέση της εξουσίας επί των επενδύσεων.   

Άσε που η αντίληψη της «καρέκλας», μαζί με την άλλη του «όλοι ίδιοι είναι», σχηματίζει  το πιο φονικό ζεύγος στερεότυπων όλων των ελληνικών καφενείων.

Κι όμως, ο κ. Μαραντζίδης ουδέποτε εξέφρασε τα καφενεία. Αντίθετα, τάχθηκε ρητά απέναντι στα στερεότυπα και στις απλοϊκότητες κάθε καφενείου.

Τι συμβαίνει λοιπόν;  Το μόνο που γνωρίζουμε, είναι ότι ο κ. Μαραντζίδης έχει υποστεί την τρομοκρατία «αντιμνημονιακών» τραμπούκων και έχει κακοποιηθεί, με συνέπεια να έχει τεθεί η ζωή του σε κίνδυνο.  Και είναι γνωστό ότι η βία και η τρομοκρατία  των τραμπούκων, ήταν πάντα αποτελεσματική. Γιατί έρχεται από το πιο βαθύ σκοτάδι και είναι και ανεξέλεγκτη. Άσε που, για να μπορεί να διδάξει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, πρέπει να έχει την άδεια αυτών που τον κακοποίησαν και των ομολόγων τους. Άρα, η προσφυγή στο στερεότυπο της «καρέκλας», ήταν η μικρότερη δυνατή απώλεια.