Η Τρυφερή αφηγήτρια

16 Ιαν 2020

Η ομιλία της Όλγκα Τοκάρτσουκ στη Σουηδική Ακαδημία κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 (Στοκχόλμη, 7/12/2019)

—μετάφραση από τα αγγλικά για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—

«Η μυθοπλασία είναι πάντοτε ένα είδος αλήθειας»
—Όλγκα Τοκάρτσουκ—

1.

Η πρώτη φωτογραφία την οποία βίωσα συνειδητά είναι μία εικόνα της μητέρας μου όταν ήταν έγκυος σε μένα. Δυστυχώς, είναι μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές από τις λεπτομέρειες έχουν χαθεί, έχοντας μετατραπεί σε τίποτα παραπάνω από γκρίζα σχήματα. Ο φωτισμός είναι μαλακός, πιθανότατα το φως μιας βροχερής ανοιξιάτικης μέρας – και σίγουρα το είδος του φωτός που περνάει από ένα παράθυρο, δίνοντας στο δωμάτιο μια δυσδιάκριτη λάμψη. Η μαμά κάθεται δίπλα στο παλιό μας ραδιόφωνο, που ήταν από κείνα με το πράσινο καντράν και τα δύο κουμπιά – το ένα για την αυξομείωση του ήχου και το άλλο για να αλλάζεις σταθμό. Αργότερα, αυτό το ραδιόφωνο έγινε η σημαντικότερη συντροφιά μου όταν ήμουν παιδί· απ? αυτό έμαθα για την ύπαρξη του κόσμου. Το γύρισμα του μαύρου κουμπιού μετατόπιζε τους ευαίσθητους αισθητήρες τις κεραίας, πιάνοντας έτσι όλων των ειδών τους διαφορετικούς σταθμούς – από τη Βαρσοβία, το Λονδίνο, το Λουξεμβούργο και το Παρίσι. Εντούτοις, καμιά φορά ο ήχος χανόταν, λες και κάπου ανάμεσα στην Πράγα και τη Νέα Υόρκη, ή στη Μόσχα και τη Μαδρίτη, οι αισθητήρες της κεραίας έπεφταν μέσα σε μαύρες τρύπες. Όποτε συνέβαινε αυτό, αισθανόμουν ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Πίστευα ότι μέσω αυτού του ραδιοφώνου μού μιλούσαν από άλλα ηλιακά συστήματα και γαλαξίες, μου έστελναν με κροταλίσματα και τερετίσματα σημαντικές πληροφορίες, τις οποίες εγώ δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αποκρυπτογραφήσω.

Όταν, σαν κοριτσάκι, έβλεπα αυτή την εικόνα, ήμουν σίγουρη ότι η μαμά μου εμένα έψαχνε καθώς γυρνούσε εκείνο το κουμπί στο ραδιόφωνό μας. Σαν να ήταν ένα ευαίσθητο ραντάρ που διείσδυε στις άπειρες σφαίρες του κόσμου, προσπαθώντας να ανακαλύψει πότε θα έφτανα και από πού. Το κούρεμα και το φόρεμά της (με μεγάλη λαιμόκοψη) μαρτυρούν πότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία: στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Είναι λίγο σκυμμένη και ατενίζει κάτι που βρίσκεται εκτός κάδρου, κάτι που αγνοεί όποιος βλέπει τη φωτογραφία εκ των υστέρων. Ως παιδί, φανταζόμουν ότι αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ατένιζε το μέλλον. Η φωτογραφία απεικονίζει μια στιγμή όπου στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα – είναι η εικόνα μιας κατάστασης, όχι μιας διαδικασία. Η γυναίκα είναι λυπημένη, φαινομενικά χαμένη στις σκέψεις της – φαινομενικά χαμένη.

Όταν αργότερα τη ρωτούσα γι? αυτή της τη θλίψη –πράγμα που έκανα πολλές φορές, πάντοτε παίρνοντας την ίδια απάντηση– η μητέρα μου έλεγε ότι ήταν λυπημένη επειδή δεν είχα γεννηθεί ακόμα, και παρ? όλα αυτά της έλειπα ήδη.

«Πώς γίνεται να σου έλειπα αφού δεν ήμουν ακόμα εκεί;» τη ρωτούσα.

Ήξερα ότι σου λείπει κάποιος που έχει χαθεί, ότι αυτός ο καημός είναι αποτέλεσμα κάποιας απώλειας.

«Όμως αυτό λειτουργεί και αντίστροφα», μου απαντούσε. «Το να σου λείπει κάποιος σημαίνει ότι βρίσκεται εκεί».

Αυτός ο σύντομος διάλογος, σε κάποια επαρχία της δυτικής Πολωνίας στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ένας διάλογος ανάμεσα στη μητέρα μου και σε μένα, το μικρό παιδί της, πάντα παραμένει στη μνήμη μου και μου δίνει ένα απόθεμα δύναμης που θα κρατήσει για όλη μου τη ζωή. Γιατί ανύψωσε την ύπαρξή μου πέρα από τη συνηθισμένη υλικότητα του κόσμου, πέρα από την τύχη, πέρα από το αίτιο και το αποτέλεσμα, και τους νόμους των πιθανοτήτων. Έθεσε την ύπαρξή μου έξω από τον χρόνο, στη γλυκιά γειτονιά της αιωνιότητας. Με το παιδικό μυαλό μου, κατάλαβα τότε ότι ήμουν κάτι περισσότερο απ? ό,τι είχα ποτέ φανταστεί. Και ότι, ακόμα κι αν αναγκαζόμουν να πω: «Είμαι χαμένη», και πάλι θα ξεκινούσα με τη λέξη «Είμαι» – την πιο σημαντική και περίεργη λέξη στον κόσμο.

Και έτσι, μια νεαρή γυναίκα που ποτέ δεν ήταν θρησκευόμενη –η μητέρα μου– μου έδωσε κάτι που κάποτε ήταν γνωστό ως ψυχή, εφοδιάζοντάς με κατ? αυτόν τον τρόπο με τη σπουδαιότερη τρυφερή αφηγήτρια του κόσμου.

2.

Ο κόσμος είναι ένα ύφασμα που υφαίνουμε καθημερινά στους μεγάλους αργαλειούς των πληροφοριών, των συζητήσεων, των ταινιών, των βιβλίων, του κουτσομπολιού, των μικρών ανεκδότων. Σήμερα το πεδίο που καλύπτουν αυτοί οι αργαλειοί είναι τεράστιο – χάρη στο Διαδίκτυο, σχεδόν όλοι μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη ή όχι, με αγάπη ή με μίσος, για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Όταν αλλάζει αυτή η ιστορία, αλλάζει και ο κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο κόσμος είναι φτιαγμένος από λέξεις.

Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο και –ίσως ακόμα σημαντικότερο– το πώς τον αφηγούμαστε έχουν τεράστια σημασία. Ένα πράγμα που συμβαίνει και δεν λέγεται παύει να υπάρχει και χάνεται. Αυτό είναι ένα γεγονός γνωστό όχι μόνο στους ιστορικούς, αλλά επίσης (και ίσως κυρίως) στους κάθε λογής πολιτικούς και τύραννους. Κουμάντο κάνει εκείνος που κατέχει και αφηγείται την ιστορία.

Σήμερα, το πρόβλημά μας έγκειται, απ? ό,τι φαίνεται, στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα έτοιμες αφηγήσεις όχι μόνο για το μέλλον, αλλά ούτε και για το συγκεκριμένο παρόν, για τις εξαιρετικά ραγδαίες μεταμορφώσεις του σημερινού κόσμου. Μας λείπει η γλώσσα, μας λείπουν οι απόψεις, οι μεταφορές, οι μύθοι και οι νέοι θρύλοι. Ωστόσο, συχνά βλέπουμε προσπάθειες να τιθασευτούν σκουριασμένες, αναχρονιστικές αφηγήσεις που δεν μπορούν να χωρέσουν το μέλλον σε φαντασιώσεις περί του μέλλοντος, επί τη βάσει, χωρίς αμφιβολία, της υπόθεσης ότι ένα παλιό κάτι είναι καλύτερο από ένα νέο τίποτα, ή σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν με τον τρόπο αυτό οι περιορισμοί της ίδιας μας της προοπτικής. Με δυο λέξεις, μας λείπουν νέοι τρόποι να πούμε την ιστορία του κόσμου.

Ζούμε σε μια πραγματικότητα από πολυφωνικές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και, προς όποια κατεύθυνση κι αν στραφούμε, αντιμετωπίζουμε πολυφωνικούς θορύβους. Με τον όρο «πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις» εννοώ το είδος εκείνο της αφήγησης που περιστρέφεται στενά γύρω από έναν αφηγητή, ο οποίος, λίγο πολύ άμεσα, γράφει απλά για τον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του. Έχουμε διαπιστώσει ότι αυτός ο τύπος εξατομικευμένης άποψης, αυτή η φωνή από τον εαυτό, είναι η πιο φυσική, ανθρώπινη και ειλικρινής, ακόμα κι αν απέχει από μια ευρύτερη προοπτική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ούτως νοούμενη, υφαίνει ένα εντελώς μοναδικό πρότυπο, το μόνο του είδους του· δίνει την αίσθηση μιας ατομικής αυτονομίας, έχοντας επίγνωση του εαυτού και της μοίρας του. Ωστόσο, σημαίνει επίσης την κατασκευή μιας αντίθεσης μεταξύ του εαυτού και του κόσμου, και αυτή η αντίθεση καθίσταται ώρες ώρες παράγοντας αποξένωσης.

Νομίζω ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πολύ χαρακτηριστική της σύγχρονης οπτικής, στην οποία το άτομο παίζει τον ρόλο του υποκειμενικού κέντρου του κόσμου. Ο δυτικός πολιτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό θεμελιωμένος και βασισμένος ακριβώς στην ανακάλυψη του εαυτού, ο οποίος αποτελεί για μας ένα από τα σημαντικότερα όργανα μέτρησης της πραγματικότητας. Εδώ ο άνθρωπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η κρίση του –αν και μόνο μία ανάμεσα στις πολλές– λαμβάνεται πάντοτε σοβαρά υπόψη. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις φαίνεται πως είναι μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπινου πολιτισμού· διαβάζονται με ευλάβεια, χαίρουν πλήρους εμπιστοσύνης. Αυτός ο τύπος αφήγησης, όταν βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός εαυτού που είναι διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο, δημιουργεί έναν ειδικό δεσμό με τον αφηγητή, ο οποίος ζητά από τον ακροατή του να βρεθεί στη δική του μοναδική θέση.

Αυτό που έχουν προσφέρει οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις στη λογοτεχνία και γενικότερα στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί – έχουν ανατρέψει πλήρως την ιστορία του κόσμου, έτσι ώστε να μην είναι πλέον ένας τόπος για τις πράξεις ηρώων και θεοτήτων, πάνω στις οποίες που δεν μπορούμε να έχουμε καμία επιρροή, αλλά μάλλον ένας τόπος για ανθρώπους όπως εμείς, με εξατομικευμένες ιστορίες. Είναι εύκολο να ταυτιστούμε με ανθρώπους που είναι ακριβώς όπως εμείς, πράγμα που δημιουργεί μεταξύ του αφηγητή της ιστορίας και του αναγνώστη ή του ακροατή έναν νέο τύπο συναισθηματικής κατανόησης βασισμένο στην ενσυναίσθηση. Αυτή η κατανόηση, από τη φύση της, φέρνει τους εμπλεκόμενους κοντύτερα και εξαλείφει τα όρια· είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς σε ένα μυθιστόρημα τα όρια μεταξύ του εαυτού τού αφηγητή και του εαυτού τού αναγνώστη, και ένα μυθιστόρημα από αυτά που αποκαλούμε «μυθιστορήματα ταύτισης» στην πραγματικότητα ποντάρει στο ότι τα όρια είναι θολά, στο ότι ο αναγνώστης, μέσω της ενσυναίσθησης, γίνεται για λίγο αφηγητής. Έτσι, η λογοτεχνία έχει γίνει ένα πεδίο ανταλλαγής εμπειριών, μια αγορά όπου ο καθένας μπορεί να αφηγηθεί τη μοίρα του ή να δώσει φωνή στο alter ego του. Είναι επομένως ένας δημοκρατικός χώρος – ο καθένας μπορεί να μιλήσει, ο καθένας μπορεί να δώσει φωνή στον εαυτό του. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί συγγραφείς και αφηγητές. Δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα στατιστικά στοιχεία για να δούμε ότι αυτό είναι αληθές.

Κάθε φορά που πηγαίνω σε εκθέσεις βιβλίων, βλέπω πόσα από τις βιβλία που εκδίδονται στον κόσμο σήμερα έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς: τον εαυτό-συγγραφέα. Το ένστικτο της έκφρασης μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό με άλλα ένστικτα που προστατεύουν τη ζωή μας – και εκδηλώνεται πλήρως στην τέχνη. Θέλουμε να μας προσέχουν, θέλουμε να αισθανόμαστε μοναδικοί. Αφηγήσεις της είδους «Θα σου πω την ιστορία μου» ή «Θα σου πω την ιστορία της οικογένειάς μου», ή απλά «Θα σου πω πού έχω πάει» αποτελούν το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό είδος της εποχής μας. Το φαινόμενο είναι μεγάλης κλίμακας επίσης επειδή σήμερα μπορούμε όλοι να έχουμε πρόσβαση στη γραφή, και πολλοί άνθρωποι αποκτούν την ικανότητα, που κάποτε ήταν προνόμιο των λίγων, να εκφράζονται με λέξεις και ιστορίες. Παραδόξως, όμως, αυτή η κατάσταση μοιάζει με μια χορωδία που αποτελείται μόνο από σολίστες, από φωνές που ανταγωνίζονται για την προσοχή του ακροατή, που ακολουθούν όλες παρόμοιες διαδρομές, πνίγοντας η μία την άλλη. Γνωρίζουμε όλα όσα μπορούμε να γνωρίσουμε γι? αυτούς, μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους και να βιώνουμε τη ζωή τους σαν να ήταν δική μας. Και όμως, πολύ συχνά, η αναγνωστική εμπειρία είναι ελλιπής και απογοητευτική, καθώς αποδεικνύεται ότι η έκφραση ενός «εαυτού-συγγραφέα» δύσκολα εγγυάται την καθολικότητα. Αυτό που μας λείπει, φαίνεται, είναι μια διάσταση της ιστορίας: η παραβολή. Γιατί ο ήρωας της παραβολής είναι ένας άνθρωπος που ζει κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία, καθώς γίνεται ο Καθένας Οπουδήποτε. Όταν ένας αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία ενός ανθρώπου όπως αυτή περιγράφεται σε ένα μυθιστόρημα, μπορεί να ταυτιστεί με τη μοίρα του μυθιστορηματικού χαρακτήρα και να εξετάσει την κατάσταση σαν να ήταν δική του, ενώ στην παραβολή πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς την ετερότητά του και να γίνει ο Καθένας. Σε αυτή την απαιτητική ψυχολογική λειτουργία, η παραβολή καθολικεύει την εμπειρία μας, βρίσκοντας έναν κοινό παρονομαστή σε πολύ διαφορετικές μοίρες. Το γεγονός ότι έχουμε, σε μεγάλο βαθμό, χάσει την παραβολή από τα μάτια μας είναι απόδειξη της παρούσας αδυναμίας μας.

Συνέχεια στο dimart