Δύσκολες προδιαγράφονται – για άλλη μία φορά – οι συνομιλίες της κυβέρνησης με την τρόικα την ερχόμενη εβδομάδα. Πού πήγε η ευφορία του καλοκαιριού, ότι με την επίτευξη πλέον πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος τερματίζεται η συμπίεση των εισοδημάτων, ο δρόμος στρώθηκε για την ανάκαμψη, ακόμα και για κάποιες επιλεκτικές πρώτες κοινωνικές παροχές αντιστάθμισης των μεγάλων απωλειών της τριετίας, εντέλει για την απαλλαγή από τα Μνημόνια; Εξανεμίσθηκε. Η αρχική κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι «νέα μέτρα» αποκλείεται να επιβληθούν τροποποιήθηκε: δεν θα ληφθούν νέα «οριζόντια μέτρα», αλλά οπωσδήποτε θα απαιτηθούν και άλλα «διαρθρωτικά μέτρα», υποχρεώθηκε τώρα να λέει η κυβέρνηση. Οπου για πάρα πολλούς μια τέτοια διαφορά στην ορολογία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Τι ωφελεί π.χ. ότι παραμένει ως έχει η κύρια σύνταξη, αν μια περικοπή της επικουρικής μειώσει κι άλλο το εισόδημά τους, ή όταν από τον ίδιο μισθό βρεθούν αναγκασμένοι να πληρώσουν περισσότερους φόρους;
Η απατηλή αισιοδοξία προσέκρουσε στο «δημοσιονομικό κενό» του 2014. Στο γεγονός δηλαδή ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις προβλέψεις, τα έσοδα από φόρους και εισφορές δεν κρίνονται επαρκή ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού και των ασφαλιστικών ταμείων. Εδώ οι εκτιμήσεις κυβέρνησης και τρόικας διίστανται, καθώς η τελευταία αμφισβητεί ότι περιορίζοντας φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή είναι εφικτό να συγκεντρωθούν όσα έσοδα ευελπιστούν τα αρμόδια υπουργεία. Γι? αυτό και απαιτεί πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Από την πλευρά τους οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι αντιτείνουν ότι οι όποιες νέες περικοπές δαπανών ή/και αυξήσεις φόρων θα είναι αντιπαραγωγικές για τα δημόσια οικονομικά, αναστέλλοντας αντί να ενισχύσουν την αύξηση των εσόδων. Τρανό παράδειγμα ο περυσινός φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι περικοπές έχουν οδηγήσει σε δυσλειτουργίες δημόσιων υπηρεσιών, προξενώντας στην οικονομία κόστος μεγαλύτερο από εκείνο που εξοικονομήθηκε. Και στην κοινή γνώμη άλλωστε κυριαρχεί η άποψη ότι «η φοροδοτική ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας έχει εξαντληθεί». Αποψη που με το δικό της παράδοξο σκεπτικό υιοθετεί εν μέρει και η τρόικα, όταν στον νέο φόρο ακινήτων υπαγορεύει κατηγορίες και συντελεστές που θα συνεπάγονταν έσοδα 3,2 δισ. ευρώ με στόχο να εισπραχθούν 2,7 δισ., προεξοφλώντας μια φύρα 500 εκατομμυρίων.
Στο μεταξύ και ενόσω η ψήφισή του από τη Βουλή ακόμη εκκρεμεί, το νομοσχέδιο για τον φόρο ακινήτων προκαλεί οξύτατες αντιδράσεις, καθώς υποχρεώνονται πλέον να τον καταβάλλουν όλοι όσοι έχουν ακίνητα στην κατοχή τους, μεγάλος αριθμός ατόμων που έως τώρα δεν πλήρωναν. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι στις συνθήκες της κρίσης οι αγοραπωλησίες ακινήτων έχουν πέσει κατακόρυφα, πολλά ακίνητα δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα, οπότε για τους κατόχους τους είναι δύσκολο να ανταποκριθούν. (Ενδιαφέρον θα ήταν να ερευνηθεί πόσο μειώθηκαν τραπεζικές καταθέσεις για να πληρωθούν φέτος οι ΦΑΠ τριών ετών.) Εχουν επίσης επισημανθεί κάποιες ακραίες περιπτώσεις συνδυασμού συντελεστών και κατηγοριών, καταφανώς παράλογες. Στον δημόσιο διάλογο παρακάμπτεται όμως ότι στην αγορά ακινήτων έχουν επενδυθεί πάσης φύσεως εισοδήματα, κέρδη ιδίως, τα οποία ουδέποτε δηλώθηκαν, ότι ακίνητα αξίας κατέχουν και άτομα παντελώς άγνωστα στην Εφορία. Οπότε η φορολόγησή τους συνιστά ένα μέσο για να πάρει το κράτος κάτι από τα οφειλόμενα, να διευρύνει κάπως τη φορολογική βάση.
Επιχειρείται αυτό με τον ορθολογικό, δίκαιο τρόπο που θα χρειαζόταν; Προφανώς όχι. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα. Κυνηγώντας τριάμισι χρόνια τώρα ποσοτικούς στόχους από επίσκεψη σε επίσκεψη της τρόικας, από δόση σε δόση, με την παράλληλη προσπάθεια να διαφυλαχθούν όσο γίνεται τα συμφέροντα όποιων ομάδων γεωγραφικά, σε επαγγελματική ή άλλη κοινωνική κατηγορία έχουν δυνατή φωνή και η ψήφος τους μετράει, περνάμε από το ένα αποσπασματικό μέτρο στο επόμενο. Δεκάδες φορολογικά νομοσχέδια ψηφίστηκαν, ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση δεν προτείνεται. Χωρίς να μηδενίζει κανείς όσα βήματα γίνονται, ανάλογα ισχύουν σε κάθε τομέα. Αν πρώτη υπεύθυνη είναι η εκάστοτε κυβέρνηση, ευθύνες φέρουν επίσης αντιπολιτευόμενα κόμματα, οργανώσεις συμφερόντων, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, στον βαθμό που ακολουθούν την ίδια τακτική.
Πιθανότερο φαίνεται πάντως ότι και τούτες οι συνομιλίες με την τρόικα θα καταλήξουν χωρίς ατύχημα, ανοίγοντας προϋποθέσεις για να διαπραγματευτούμε με την Ευρώπη τη μελλοντική χρηματοδότηση της Ελλάδας. Για να ευοδωθούν, όμως, πρέπει εθνικά να συμφωνήσουμε σε ένα σχέδιο, αυτό που δεν κάναμε έως τώρα – και το πληρώνουμε.