Μπορεί, επί της ουσίας, να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία, ψυχολογικά πάντως μάλλον νιώθουμε πιο άνετα στο πρώτο – μετά από καιρό – Σαββατοκύριακο χωρίς την τρόικα… Προγραμματισμένη ή μη, η αναχώρησή της μας επιτρέπει να κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό για το πού βρισκόμαστε και – κυρίως – για το πού πάμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πηγαινέλα των εκπροσώπων των δανειστών μας θα συνεχιστούν, τουλάχιστον όσο θα εξακολουθούν – και θα… χρειαζόμαστε – να μας δανείζουν. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι να προχωρήσουν, όσο πιο σύντομα γίνεται οι – εκτός και εντός μνημονίου – αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (φορολογία, γραφειοκρατία, ανταγωνιστικότητα) και να πιάνονται οι οικονομικοί στόχοι, έτσι ώστε να μη χρειαστούν άλλα μέτρα λιτότητας, που, έτσι κι αλλιώς, φαίνεται ότι ακόμα και αν επιβληθούν, δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν!
Αυτή την άποψη φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να τη συμμερίζονται και οι Ευρωπαίοι. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι ρόλο έχουν παίξει οι λαϊκές αντιδράσεις και το ανέβασμα των τόνων στις συνομιλίες – που άλλωστε δεν σημειώνονται για πρώτη φορά – καθώς και οι αντιπροτάσεις και η προσπάθεια της κυβέρνησης, που, αν μη τι άλλο, φαίνεται συστηματική και ειλικρινής, θα πρέπει, πάντως, να υπογραμμίσουμε δυό καινούργια στοιχεία:
– Πρώτη φορά η ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται παθητικά την ατζέντα των δανειστών, αλλά βάζει και νέα, τεκμηριωμένα και κοστολογημένα σημεία συζήτησης και συμφωνίας στην ημερήσια διάταξη, όπως η «ρήτρα των ισοδύναμων μέτρων». Πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις που θα έχει ο μετριασμός των μέτρων που θα παρθούν για τους οικονομικά αδύναμους, κυρίως, δημιουργείται ένα αντίβαρο στη «ρήτρα απόκλισης» που επιμένει να συμπεριλάβει η τρόικα και ταυτόχρονα δίνεται στη χώρα η ευκαιρία να ανακτήσει την αξιοπιστία της, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να υλοποιεί τις αποφάσεις της και να πιάνει τους στόχους της.
– Πρώτη φορά, επίσης, ακούγεται ολοένα πιο καθαρά και μάλιστα από τα πιο επίσημα ευρωπαϊκά χείλη, ότι η έκθεση της τρόικας δεν θα αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για τη συνέχιση της δανειοδότησής μας και ότι στην τελική απόφαση θα βαρύνει και ο πολιτικός παράγοντας. Δημιουργείται έτσι η πεποίθηση ότι η διαπραγμάτευση από εδώ και μπρός θα είναι και πολιτική και εκεί ασφαλώς μπορούμε, χωρίς αμετροέπειες του τύπου «μας έχουν απόλυτη ανάγκη» κ.λπ., να υποστηρίξουμε αρκετά και βάσιμα επιχειρήματα.
Κανείς δεν μπορεί να δακινδυνεύσει με βεβαιότητα προβλέψεις, την κρίσιμη αυτή στιγμή. Και είναι λογικό η – κάθε φορά – αντιπολίτευση, να προβάλλει τη δική της πολιτική πρόταση και να αντιπαρατίθεται με την πολιτική της κυβέρνησης. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι το να ισχυρίζεται η σημερινή αντιπολίτευση ότι όλες αυτές οι προτάσεις και αντιπροτάσεις, τα κοστολογημενα ισοδύναμα, οι εναλλακτικές ρήτρες και η προσπάθεια διεξαγωγής και μιας παράλληλης πολιτικής συζήτησης στο υψηλότερο δυνατό ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν συνιστούν διαπραγμάτευση, πιστεύω ότι αδικεί και την ίδια, αλλά και την προσπάθεια της χώρας δυσκολεύει. Πολύ περισσότερο που η αντιπολίτευσή της στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αμφισβήτηση – όπως εχει το δικαίωμα άλλωστε – της ορθότητας της διαπραγματευτικής κυβερνητικής πολιτικής.
Κατά τα άλλα, οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν το Σαββατοκύριακο, επιβεβαίωσαν ότι το μόνο που ουσιατικά αλλάζει στο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο, είναι η αυξητική τάση της Χρυσής Αυγής, που εξελίσσεται στο κόμμα των εξαθλιωμένων συμπολιτών μας, μια και οι φορείς του δημοκρατικού φάσματος δεν φαίνονται ακόμα ικανοί να προσφέρουν σιγουριά και ελπίδα… Η ανάκαμψη της οικονομίας θα αποτελέσει το μοναδικό ισχυρό αντίδοτο στη καταπολέμηση του επικίνδυνου αυτού φαινομένου.
Να σημειώσουμε ακόμα ότι σε μιά τόσο δύσκολη, για μια κυβερνώσα αριστερά, περίοδο επώδυνων και αντι-λαϊκίστικων αποφάσεων, η ΔΗΜΑΡ και οι αριστεροί που στήριξαν τις επιλογές της, δείχνουν δημοσκοπική αντοχή. Η δικαίωση της προσπάθειάς της θα βαρύνει ασφαλώς και στο νέο, ριζικά διαφορετικό, πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, της νέας – μετα τη κρίση – εποχής!