Η τρίτη πρόταση

Ελίζα Παπαδάκη 12 Σεπ 2013

Υστερα από τέσσερα χρόνια ραγδαίας μείωσης του εθνικού προϊόντος και των εισοδημάτων με κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας, η ελληνική οικονομία μπαίνει σε νέα φάση. Τα δύο τεράστια ελλείμματα που εξανάγκασαν στη δραματική προσαρμογή, πολύ υψηλότερες δαπάνες από έσοδα στον δημόσιο τομέα, πολύ μεγαλύτερος όγκος εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των εξαγωγών, τείνουν πρακτικά να εξαλειφθούν. Παράλληλα, τον Μάιο του 2014 ολοκληρώνεται η καταβολή δόσεων από τα υπέρογκα δάνεια που μας χορήγησαν ευρωζώνη και ΔΝΤ για να καλυφθούν πληρωμές της τετραετίας, και μαζί τους τερματίζονται τα Μνημόνια που υπαγόρευσαν πώς θα γινόταν η προσαρμογή. Απομένει ένα πελώριο χρέος (προς ξένους δημόσιους φορείς στο μεγαλύτερο μέρος του) να βαραίνει στην ελληνική οικονομία για δεκαετίες. Αλλά για την εξυπηρέτησή του έχουν συμφωνηθεί ευνοϊκές ρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν ευνοϊκότερες. Περίπλοκο ζήτημα προς διεθνή διαπραγμάτευση, αποπροσανατολίζει όταν μονοπωλεί τη συζήτηση. Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται τώρα, έχοντας κλείσει τα κρίσιμα ελλείμματα και τελειώνοντας με τα Μνημόνια, είναι πώς θα προχωρήσουμε παραπέρα. Και το ερώτημα αυτό είναι πολιτικό.

Σχηματικά έχουμε μπροστά μας τρεις προτάσεις. Η πρώτη προδιαγράφεται από την παρούσα κυβέρνηση: συνέχιση των έως τώρα πρακτικών εφαρμογής των Μνημονίων με κάπως πιο ανακουφιστικές παραλλαγές, μείωση φορολογικών συντελεστών κατά πρώτο λόγο, όπως εξαρχής επέμενε ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά και κάποιες περιορισμένες αναπληρώσεις εισοδηματικών απωλειών «για τους ασθενέστερους» (τους χαμηλοσυνταξιούχους από το 70% του πρωτογενούς πλεονάσματος π.χ.). Καθώς σοβαρή απόπειρα ιεράρχησης αναγκών δεν διακρίνεται, κριτήρια θα είναι όσα ξέρουμε από δεκαετίες. Δίπλα στην αξιοποίηση κοινοτικών πόρων, με τους γνωστούς τρόπους επίσης, η επιλογή αυτή ποντάρει στην έλευση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να αρχίσουν να αυξάνονται παραγωγή, εξαγωγές, εισοδήματα, απασχόληση. Ο άμεσος κίνδυνος είναι μεγάλο μέρος της κοινωνίας, απαυδισμένο και εξοργισμένο από τέτοιες πολιτικές, να τις ανατρέψει. Αλλά και ανατροπές να μη συμβούν, ελλοχεύει ο κίνδυνος μακροχρόνιας στασιμότητας / ελάχιστης μεγέθυνσης (δείτε τα σενάρια του ΔΝΤ!), συντηρώντας υψηλή ανεργία και φυγή νέων ανθρώπων, εντείνοντας κοινωνικές ανισότητες, ωθώντας στη γενικότερη παρακμή. Αβέβαιο είναι πόσα κεφάλαια θα έρθουν, καθόλου εξασφαλισμένη η επάρκεια επενδυτικών πόρων για να έχουμε ανάπτυξη.

Αντίθετη προβάλλει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ: ρήξη με τις πολιτικές των Μνημονίων και άρση των έως τώρα αποτελεσμάτων τους, πάγωμα του χρέους (ή μονομερής διαγραφή του αν η διαπραγμάτευση με τους δανειστές δεν αποδώσει), ριζική αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου. Ακούγεται ελκυστική, καθώς υπόσχεται να τερματίσει αβάσταχτες αδικίες. Οπως όμως αναγνωρίζουν νηφάλια στελέχη από τον χώρο αυτό, ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Μόνο που δεν διευκρινίζονται επακριβώς οι δυσκολίες, ενδεχόμενες συνέπειες από την απόπειρα εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος: φυγή κεφαλαίων / τραπεζικών καταθέσεων, ελλείψεις αγαθών πρώτης ανάγκης, περαιτέρω πτώση ΑΕΠ, αδυναμία εκπλήρωσης των υποσχέσεων αποκατάστασης εισοδημάτων και θέσεων εργασίας για μεγάλο διάστημα, πιθανή αδυναμία καταβολής και των σημερινών μισθών, επιδείνωση σχέσεων με την επίσημη Ευρώπη. Ολα αυτά μπορούν, βέβαια, να αντιμετωπιστούν. Αλλά με απαράβατη προϋπόθεση μια ικανή κοινωνική πλειοψηφία που εμπιστεύεται το πρόγραμμα, κινητοποιείται για την υλοποίησή του, αλληλέγγυα διατεθειμένη να υποστεί και νέες απώλειες για ένα καλύτερο κοινό αύριο. Χωρίς αυτήν είναι ορατός ο κίνδυνος πανωλεθρίας.

Η τρίτη πρόταση δεν έχει διατυπωθεί ολοκληρωμένα από κανένα κόμμα έως τώρα, στοιχεία της συναντάμε όμως διάχυτα παντού στην κοινωνία, σε όλο το πολιτικό φάσμα πέρα από τη σκληρή Δεξιά, σε επιστημονικές παρεμβάσεις, στον διάλογο στο Διαδίκτυο, σε έντυπα και εκδηλώσεις: κατ? αρχάς σε καλές παραγωγικές πρωτοβουλίες που ξεπερνούν εμπόδια σε πλήθος τομέων, από γεωργία, μεταποίηση, τουρισμό μέχρι πολύμορφες πολιτιστικές δραστηριότητες, σχολεία κάθε βαθμίδας, μονάδες υγείας, στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στο ίδιο το Δημόσιο. Στις πολλαπλασιαζόμενες κινήσεις αλληλεγγύης που με εθελοντική εργασία προσπαθούν να αναπληρώσουν τεράστια κενά του κοινωνικού κράτους. Στη συνέπεια όσων εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Στην εμμονή στις ευρωπαϊκές αξίες της δημοκρατίας, της ανεξιθρησκίας, του σεβασμού των διαφορών, ανοιχτά στον κόσμο. Ζητούμενο είναι όλα αυτά να συντεθούν δυναμικά σε ένα πολιτικό σχέδιο που, με επίγνωση των περιορισμών, θα ανοίγει δρόμο στην ανάπτυξη. Εφόσον χτιστούν συμμαχίες πάνω σε τέτοιες πρακτικές και αντιλήψεις, μπορεί και η άντληση / αξιοποίηση των αναγκαίων πόρων να αποδειχθεί ευχερέστερη.