Σε λίγους μήνες θα έχουμε εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση. Όλα δείχνουν ότι το διακύβευμά τους θα είναι κακέκτυπο αντίγραφο του διακυβεύματος των επαπειλουμένων εθνικών εκλογών: Μνημονιακοί ενάντια στους αντιμνημονιακούς, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η πολιτική θολούρα και απροσδιοριστία. Αυτή θα είναι και η πιο κραυγαλέα απόδειξη της αποτυχίας των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και αυτή τη φορά. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η εξήγηση είναι απλή: Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι στην ουσία της απλή προέκταση της Κεντρικής Διοίκησης και επομένως της κομματοκρατίας. Η τοπική αυτοδιοίκηση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις «χορηγίες» του εθνικού προϋπολογισμού και οι τοπικοί άρχοντες δεν είναι συνήθως τίποτα άλλο παρά πράκτορες και ψηφοσυλλέκτες των κομμάτων που τους στηρίζουν. Στην ουσία, έχουν αντικαταστήσει τους παλιούς «τοπικούς παράγοντες» που ενεργούσαν ως όργανα μεταφοράς των πολιτικών εξαρτήσεων από το κέντρο στην περιφέρεια και στην στενότερη τοπική κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, η τοπική αυτοδιοίκηση είναι η θερμοκοιτίδα όπου επωάζεται, αυγατίζει και ενδυναμώνεται η πελατειακή κουλτούρα της πολιτικής. Και πάλι, γιατί συμβαίνει αυτό;
Η εξήγηση είναι εξ ίσου απλή: Ο τοπικός άρχοντας, όντας σχεδόν πλήρως εξαρτημένος από τους κεντρικούς πόρους δεν έχει άλλο μέσο για να δείξει την «επιτυχία» του παρά αναπτύσσοντας μια προσωπική τακτική μαχητικών «διεκδικήσεων» για να δείξει στους εκλογικούς πελάτες του ότι έχει τη δύναμη να τους φέρει χρήματα και άλλες πολιτικές εξυπηρετήσεις. Όταν χρειαστεί, καλεί τους εκλογικούς πελάτες σε μαζική επίδειξη πυγμής ενάντια στο «Αθηναιοκεντρικό Κράτος», χρησιμοποιώντας την τακτική «φωνή λαού, οργή θεού». Έτσι, η τοπική πολιτική μετατρέπεται σε διηνεκή τακτική «διεκδικήσεων» έναντι του (μυθοποιημένου) κεντρικού κράτους και οι τοπικοί άρχοντες επενδύουν στο γνωστό σύνθημα «κατόπιν ενεργειών μου». Για κάθε εκλογικό πελάτη που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει, ο τοπικός άρχοντας έχει την αφοπλιστική δικαιολογία ότι «η Πολιτεία δεν έδωσε». Στρέφει τους εκλογικούς πελάτες του ενάντια στην κεντρική εξουσία και τους μετατρέπει σε παράγοντες υπονόμευσης του ίδιου του εθνικού κράτους. Έτσι, όμως, ούτε τοπική αυτοδιοίκηση λειτουργεί ως θεσμός τοπικής έκφρασης της δημοκρατίας, μήτε υπεύθυνοι πολίτες εκπαιδεύονται.
Η παθογένεια αυτή βολεύει την τάξη των τοπικών αρχόντων που το σύστημα δημιούργησε και γι? αυτό ούτε θέλουν να συζητήσουν κάποια ουσιαστική αλλαγή του. Απλώς διαπληκτίζονται για κάποιο πάπλωμα που δεν είναι δικό τους. Ο τοπικός Δήμαρχος, για παράδειγμα, αποτείνεται στους δημότες του και τους διαβεβαιώνει ότι θα κάνει έργα με τα χρήματα που «κατόπιν ενεργειών του» θα εξασφαλίσει από την κυβέρνηση. Όταν δεν τα κάνει, αποτείνεται επιθετικά στους δημότες του για να τους διαβεβαιώσουν ότι το σφάλμα δεν είναι δικό του, αλλά οφείλεται στην Κυβέρνηση που με αναλγησία δεν του έδωσε τα χρήματα που χρειάζονταν. Οι πολίτες με τη σειρά του μετατρέπονται σε ανταγωνιστές της ενιαίας συγκρότησης του κράτους και τα βάζουν με την κεντρική κυβέρνηση που δεν τους πονά. Υπονομεύεται έτσι η ίδια η πίστη (trust) στην έννοια του εθνικού κράτους !
Και γιατί όλ’ αυτά; Μα, απλούστατα, επειδή το σύστημα καλλιεργεί ένα είδους ασύλου των τοπικών αρχόντων έναντι των ουσιαστικών ευθυνών τους, αφού πάντα μπορούν να ρίχνουν το σφάλμα προς τα πάνω. Το σύστημα λειτουργεί μόνο με υποσχέσεις ωφέλειας αλλά χωρίς καθόλου συνομολόγηση ουσιαστικών ευθυνών. Αυτό οφείλεται απλούστατα στο γεγονός ότι όλο σχεδόν το κόστος συγκέντρωσης των πόρων που χρειάζεται η τοπική αυτοδιοίκηση δεν το φέρει η ίδια αλλά το σηκώνει η κεντρική κυβέρνηση. Στο κόστος αυτό ελάχιστα μετέχει ο τοπικός άρχοντας. Με ξένα λεφτά κάνει τις εξυπηρετήσεις του!
Το σύστημα αυτό είναι μοναδικό στον Δυτικό κόσμο. Σε όλες τις δημοκρατικές χώρες της Δύσης, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει δικό της φορολογικό σύστημα και επικουρικά βοηθιέται από τον εθνικό προϋπολογισμό, που κύριο καθήκον του είναι να καταπολεμά τις εγγενείς ανισότητες που προκύπτει από την γεωγραφία των τοπικών αυτοδιοικήσεων. Με τον τρόπο αυτό εφαρμόζεται η θεμελιώδεις αρχή της ορθολογικής διαχείρισης, που λέει ότι τα κέντρα κόστους πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα, αν όχι να συμπίπτουν, με τα κέντρα ωφελείας. Δηλαδή αυτός που πληρώνει πρέπει και να ωφελείται. Τότε ο ωφελούμενος σέβεται το ευρώ του φόρου του και στέκεται με ορθολογισμό στην κριτική του απέναντι σε εκείνους που διαχειρίζονται τη φορολογία του, δηλαδή τους τοπικούς άρχοντες. Αργά ή γρήγορα θα τους ζητήσει λογαριασμό για το πού πηγαίνουν τα ευρώ του φόρου του.
Μόνο με μια τέτοια ριζική αναμόρφωση των οικονομικών της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να επιτευχθεί η από-κομματικοποίησή της και ταυτόχρονα να διαμορφωθούν πραγματικοί όροι συναντίληψης του τοπικού ΚΟΙΝΟΥ συμφέροντος. Παράπλευρη ωφέλεια θα είναι η ενδυνάμωση της δημοκρατικής βάσης της κοινωνίας με την δημιουργία υπεύθυνων πολιτών.
Σκέφτομαι, τώρα, μήπως μια τέτοια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση δεν θα χωρούσε στην πολιτική πλατφόρμα της Κεντροαριστεράς, ή όπως θα ήθελα να την ειδώ, της Σοσιαλδημοκρατικής παράταξης;