Πολλές φορές έχουμε επιχειρηματολογήσει ότι η χώρα μας (όντας στην άκρη, ιστορικά και γεωγραφικά, του Δυτικού κόσμου) ήταν πιθανό ενδεχόμενο να καταστεί ο αδύνατος κρίκος της κρίσης της Ευρωζώνης. Είναι, ως εκ τούτου, ερμηνεύσιμο να κινείται με τους πιο έντονους ρυθμούς στον αστερισμό της εθνικής αναδίπλωσης, στον οποίο κινείται όλη η Ευρώπη, υπό την κυριαρχία των συντηρητικών. Όταν μάλιστα αυτή η εθνική αναδίπλωση ταιριάζει με το εθνικό, επίσης, σπορ της απόδοσης και των δικών μας ευθυνών στους άλλους, τους ξένους.
Οι όποιες εθνικές δυνάμεις αναπροσαρμογής εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου απέμειναν, μετά την καταστροφική πενταετία Καραμανλή, ώστε αυτή η εθνική αναδίπλωση να μην προσλάβει τα χαρακτηριστικά πανικού, σπαταλήθηκαν τη διετία Παπανδρέου.
Έκτοτε, η χώρα μας δε διαθέτει δυνάμεις ικανές να ανταποκριθούν στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Μας μένει να προσδοκούμε έναν ούριο ευρωπαϊκό άνεμο για να επιχειρήσουμε (συν Αθηνά δηλαδή) την έξοδο. Τέτοια ευκαιρία, αναθάρρησης έστω, μπορούσε να είναι η μεγάλη νίκη του Ολάντ (η οποία νίκη είναι δυνατόν, αν και είναι πολύ δύσκολο, να σημάνει μια γενικότερη προοδευτική πολιτική στροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως σύνολο).
Όμως τα εθνικά γεγονότα είναι αντιφατικά και, ιδιαίτερα τώρα, δε συγχρονίζονται με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Έτσι, οι κατεστημένες δυνάμεις του δικομματισμού, κλεισμένες στο εθνικό καβούκι, βιώνουν το τέλος τους. Η προεκλογική τους εκστρατεία είχε σαν στόχο να κόψουν το μοναδικό κλαδί στο οποίο μπορούσαν να κελαηδούν. Τη συνεργασία. Με αρχιτενόρο τον ανεκδιήγητο Α. Σαμαρά, παιζόταν μια απίστευτη κωμωδία καταγγελιών, μέχρι και ειδικά δικαστήρια, υπέρ της αυτοδυναμίας. Ακολούθησε εκών-άκων και ο Ε. Βενιζέλος με την πρωτιά. Μωραίνει κύριος…
Σε τέτοιες συνθήκες, οι παραδοσιακές δυνάμεις του «οίκαδε» είχαν ελεύθερο πεδίο.
Πολιτικά ενισχύθηκαν τα άκρα. Η στρατηγική της διαρκούς αλλά ελεγχόμενης έντασης που καλλιεργεί το ΚΚΕ, παραμερίστηκε. Η “απόπειρα” της ανεξέλεγκτης έντασης του 2008, απέδωσε τώρα για το ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά στην παραδίπλα όχθη, έχει δημιουργηθεί το αντίβαρο της δικής του πορείας. Νομιμοποιήθηκε εκλογικά όχι η ήπια ακροδεξιά του Καρατζαφέρη, αλλά η ανεξέλεγκτη της Χρυσής Αυγής και του έξαλλου Καμμένου.
Κοινωνικά ενισχύθηκε το μέτωπο τον αγκιστρωμένων στο κράτος και το πελατειακό σύστημα δυνάμεων που δε διστάζουν -υπό τη φρούδα ελπίδα να αναστήσουν το ευνοιοκρατικό με δανεικά καθεστώς τους- να αλλαξοπιστήσουν και να τεθούν υπό την πολιτική ηγεμονία ακόμη και φασιστικών δυνάμεων.
Ιδεολογικά επίσης νομιμοποιήθηκαν τα (προπολεμικά…) άκρα, κατά συστοιχία μάλιστα. Πρόσκληση προς τους επίσημους απολογητές του υπαρκτού σοσιαλισμού, είχαμε να ακούσουμε λίγο πριν από την πτώση του. Και στο κοινοβούλιο ναζιστές εισέρχονται ίσως για πρώτη φορά.
Πολλοί παρομοιάζουν, το ίδιο έκαναν και με τον Κ. Καραμανλή, τον Α. Τσίπρα με τον Α. Παπανδρέου. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες. Η βασική τους διαφορά είναι ότι ο πρώτος ηγείτο νέων τότε ανερχομένων δυνάμεων και τις οδήγησε (δυστυχώς) στο λιμάνι του πελατειακού κράτους. Ο Τσίπρας και το σύστοιχό του, ο Π. Καμμένος, ηγείται ενός τμήματος των ίδιων κατεστημένων και κατεστραμμένων πλέον κοινωνικών δυνάμεων της ασφάλειας στον κρατικό κορβανά και της εθνικής αναδίπλωσης. Πρόκειται για μια πρωτοφανή φάρσα αναπαλαίωσης του λαϊκισμού, των χειρότερων εκδοχών της απερχόμενης μεταπολίτευσης.
Η πολιτική είναι εδώ;
Όμως το εκλογικό αποτέλεσμα, τόσο αντιφατικό και χωρίς εύκολες αριθμητικές διεξόδους, απαιτεί διαχείριση σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, αλλά και την πολιτική δυναμική. Απαιτεί ομαλή διαχείριση.
Υπέρ του μνημονίου, με αποχρώσεις υπέρ αναδιαπραγμάτευσης, ψήφισε σαφώς 39-40% των πολιτών (περιλαμβανομένων και των φιλελεύθερων σχηματισμών).
Κατά, με καταγγελία του μνημονίου, 42- 44% (10% του Καμένου, 7% της Χρυσής Αυγής και 8,5% του ΚΚΕ που απαιτούν έξοδο από την ΕΕ, αθροιζόμενων).
Υπέρ της προσπάθειας επαναδιαπραγμάτευσης, με σεβασμό όμως των συμφωνιών και παραμονής στην Ευρωζώνη 9% (ΔΗΜΑΡ και Οικολόγοι).
Όπως λοιπόν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ούτε τυπικά (δηλαδή συνταγματικά), ούτε ουσιαστικά, διακριτή πλειοψηφία. Επομένως, αν θέλουμε συνεννόηση χωρίς παραγνώριση της λαϊκής εντολής, μόνο μια ενδιάμεση λύση θα μπορούσε να υπάρξει. Το κλειδί είναι η ΔΗΜΑΡ. Η τέταρτη εντολή.
Το πολιτικό της μέγεθος δεν είναι αμελητέο, αλλά ούτε απειλητικό ένθεν-κακείθεν. Το ιδεολογικό και κοινωνικό της στίγμα μετεωρίζεται περισσότερο ανάμεσα στον κόσμο που απέρχεται, παρά στον αδύναμο που διστακτικά ανατέλλει. Πολιτικά βρίσκεται ανάμεσα στις δυνάμεις των πρώην μεγάλου και μικρού δικομματισμού. Είναι υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη. Ενδιάμεση, και ίσως η μόνη που μπορεί να δοκιμαστεί, είναι η θέση της στο μνημόνιο.
Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει μια κανονική κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο Φ. Κουβέλης, για κάπως περιορισμένο χρόνο. Να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ., χωρίς τη συμμετοχή τους στο Υπουργικό συμβούλιο και να αναλάβει δύο βασικά καθήκοντα:
• Να επιχειρήσει αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με στόχο την απαγκίστρωση. Παράλληλα, και το κυριότερο, η χώρα να κυβερνάται και να εκπληρώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Είναι μια ενδιάμεση θέση, η σκληρή πραγματικότητα θα δείξει αν είναι και εφικτή, προσιτή στο εκλογικό αποτέλεσμα και στους τέσσερις κομματικούς σχηματισμούς.
• Συμφωνημένες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που κατά κανόνα προωθούσε και η Αριστερά. Όπως, κατάργηση του μπόνους και μείωση του ποσοστού εισαγωγής στη Βουλή στο 2%. Μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων στο 50%. Νόμος περί ευθύνης υπουργών, κ.λπ.
Η στελέχωση του υπουργικού συμβουλίου μπορεί να γίνει με προσωπικότητες, μη βουλευτές, από όλο το φάσμα των συμμετεχόντων στην κυβέρνηση κομμάτων, με ευθύνη του Φ. Κουβέλη.
Θεωρώ ότι είναι υποκριτική η τοποθέτηση των δύο του δικομματισμού, ότι θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση καταγγελίας του μνημονίου. Τέτοια εντολή δεν έχουν. Αντίθετα, με αρκετή σαφήνεια τοποθετήθηκαν υπέρ κάποιου τύπου διαπραγμάτευσης. Και αυτή τους η υποχώρηση θα ήταν συγγνωστή.
Θα δεχθεί ο Τσίπρας; Κατά τη γνώμη μου, τον βολεύει.
Αν πράγματι εννοεί όσα λέει, θα έχει το χρόνο να σχεδιάσει την πολιτική του και να επανέλθει πιο έτοιμος και πιο πειστικός. Άλλωστε 17% πήρε . Μπορεί για την Αριστερά να είναι μυθώδες νούμερο, αλλά αφορά το 1/6 των ψήφων.
Αν πάλι δεν τα εννοεί, θα έχει τη δυνατότητα να αναδιπλωθεί και να προετοιμαστεί καλύτερα για μια ισχυρή θέση, ίσως ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Ανάλογα πλεονεκτήματα (και μειονεκτήματα) ισχύουν και για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Το κυριότερο είναι ότι θα υπάρξει χρόνος νηφαλιότητας για να σχεδιαστούν συγκλίσεις, να δημιουργηθούν νέες πολιτικές πρωτοβουλίες και ομαλή κατά το δυνατόν πορεία των εξελίξεων.
Εκτιμώντας τη βουή των επερχομένων γεγονότων και τα ιστορικά ανάλογα της χώρας μας, πιστεύω ότι δεν θα υπάρξει συνεννόηση και θα πάμε σε νέες εκλογές. Τώρα, δυστυχώς, παρακολουθούμε ασκήσεις για το ποιος θα φορτωθεί την ευθύνη των εκλογών.