Κάποιες φορές, η ανεπαίσθητη έμφαση στις λεπτομέρειες ευνοεί, αν δεν υπαγορεύει, το μυστήριο των συνειρμών. Το μυστήριο των συνειρμών παραμένει πάντα πολύ γοητευτικό, ιδίως σε μία εποχή που όλα μοιάζουν να βρίσκονται υπό αναστολή, εφόσον αμφισβητείται η ιστορική τους συνέχεια. Ορισμοί, βεβαιότητες, θεσμοί, ανιδιοτελείς αρετές, ιδεολογικές και ηθικές αρχές, κατέληξαν να υποδηλώνουν την επίφαση αυτών που εννοούν. Μοιάζουν κατάλοιπα βαθειάς καχυποψίας, σ’ ένα κόσμο που αλλάζει αναπότρεπτα.
Η επιλογή πολιτικών σχηματισμών που κάποτε ανήκαν στο πολιτικό περιθώριο, όπως και η επικράτηση στην κορυφή των ΗΠΑ ενός «απρόβλεπτου κόσμου» που μπορεί να μας οδηγήσει σε περίοδο μη ορατών εξελίξεων καθώς και το αποτέλεσμα του Ιταλικού Δημοψηφίσματος, βρίσκει έρεισμα στη διάχυτη κοινωνική δυσανεξία σ’ αυτό που προσλαμβάνεται ως σύστημα, ως αδιαφανές κατεστημένο που συμπλέκεται με το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Η κρίση αντιπροσώπευσης αφορά κυρίως τα μεγάλα ιστορικά κόμματα της μεταπολεμικής περιόδου που βρέθηκαν στην εξουσία στη διάρκεια της παγκοσμιοποίησης. Η κοινή εμπειρία καταδεικνύει ότι, κατά την διάρκεια αυτής, το ιδιωτικό κέρδος των αγορών κατίσχυσε του πολιτικού ρυθμιστικού πόλου. Η αιχμηρότητα των περιστάσεων και όλων αυτών που μας δυσκολεύουν, προβάλλουν τη λογική της αμφισβήτησης και του αντισυστήματος. Ζούμε στην εποχή του απρόβλεπτου, όπου πολλοί κύκλοι κλείνουν συγχρόνως, παρά την αντοχή και προσαρμοστικότητα που έδειξε να διαθέτει ο καπιταλισμός και παρότι θεωρούσε το τέλος του νομοτέλεια ο Μαρξ.
Το μοτίβο μίας ατέλειωτης χορείας επικρίσεων και μέμψεων στρέφεται επιπλέον εναντίον των κομματικών ελίτ της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και με τις ύστερες αποχρώσεις της. Οι επικρίσεις αφορούν την απόκλιση του χώρου αυτού, στη διάρκεια της παγκοσμιοποίησης, από τις παραδοσιακές προτεραιότητες του και εξαιτίας της αναστροφής αυτών επήλθε η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή πλούτου και την κατανομή του. Αυτό παρά την παραδοχή του θριάμβου της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (1945-1975), που αποδεχόμενη τα κελεύσματα μίας αγοράς με ανθρώπινο πρόσωπο, δόμησε την ειρηνικότερη περίοδο στην ιστορία της νεωτερικότητας και την πλέον παρατεταμένη φάση ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης – με την τελευταία να συμπυκνώνεται στην εξάπλωση όχι μόνο των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων άλλα και των κοινωνικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα.
Η κρίση του αστισμού και η λογική του αντισυστήματος, έφερε στα νέα πεδία ζωής την Αριστερά που εκπροσωπεί ένα μέρος μόνο της σύνολης επικράτειάς της. Για πρώτη φορά, το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών αστικών πολιτικών δυνάμεων δεν είναι σε θέση να εκφέρει τον κατ’ επίφαση ήρεμο λόγο του διότι φαίνεται να έχει αποστερηθεί από την αξιακή του αυτοπεποίθηση. Η εγγραφή της Αριστεράς στο σύστημα και η αμηχανία της από την πρόσληψη αυτή, προβάλλουν την ανάγκη να μας απευθύνει μια επιτακτική κλήση αναγνώρισης της ηθικής της μοναδικότητας. Θέτει με ακραία ένταση το ζήτημα της υπεράσπισης των ηθικών της αρχών που διανέμεται και ως αποζημίωση στις απανωτές ματαιώσεις. Είναι αυτές που στα τοπία μίας διαδρομής τα οποία σε πάνε πίσω, ενσαρκώνουν τη δύναμη και τη σημασία της προσωπικής αντίστασης απέναντι στην προδοσία του όποιου νοήματος δίνει ο καθένας σε ό,τι γενικώς ονομάζουμε «ηθικές αρχές». Αφορά την τερατώδη αξίωση της απώθησης της χαοτικής πραγματικότητας και την ανάγνωσή της σε διάλογο με τις μνήμες και τις ιδέες περί ηθικών αρχών που γράφονται ερήμην αυτής. Η επίγευση από την προφανή πολιτική ανάγνωση του αιτήματος είναι η οιονεί απολογία της αριστεράς για τη σημερινή αισθητική εμπειρία. Επινόηση; Ή μήπως μετεμφυλιακή εξάγνιση των ηττημένων; Σε κάθε περίπτωση, η αριστερά αιτείται την αναγνώριση της οριστικής κυριότητας και το πέρας της επιταγής. Αυτό έχει ευρύτερες επιδράσεις και συμπεριλήψεις και ακουμπάει στη μόνιμη αισθητική διαίρεση της ιερότητας των τοτέμ. Ακουμπάει ανεπαισθήτως και στη μνήμη ενός αριστερόχειρος ογδοντάρη, ο οποίος επιμένει στον κλήρο της Αριστεράς που την έσπειρε μέσα του, εξ απαλών ονύχων, το οικογενειακό του περιβάλλον και στην οποία στήριξε όλες τις έφηβες ελπίδες του.
Θα μπορούσε ο κλήρος της Αριστεράς από έναν ογδοντάρη να είναι το απρόβλεπτο ποίημα ενός εικοσάρη επώνυμου μετανάστη που γεννήθηκε στην Αλβανία και ύστερα από 3 χρόνια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το όνομα του είναι Ένο Ανγκόλλι. Έγινε δεκτός με ολική υποτροφία στο Κολλέγιο Ανατόλια και σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού, μελετώντας αναλυτική φιλοσοφία. Το ποίημα είναι τμήμα της πρώτης στροφής της απρόβλεπτης συλλογής του που, όχι τυχαία, επιγράφεται «Ποιητικό Αίτιο»:
Η μνήμη. Πεθαίνει μόνο αυτός που ξεχνιέται. Τα όνειρα που δεν περάστηκαν σε κανένα μητρώο. Τα ιστορικά λάθη. Οι δείχτες που χάνουν την φορά τους. Η διεύθυνση της μνήμης που ακυρώνει την ζωή. Η μνήμη. Το αόρατο κέντρο περιφοράς της. Η αλλοίωση. Η αλλοτρίωση. Οι άλλοι και το εγώ ανοξείδωτο, ηλεκτροφόρο, αντιφατικό. Η φίλη και οι φίλοι. Η παθολογία του νου. Η φωτογραφία. Δειλή επιφανειακή, σχεδόν τυχαία. Σχεδόν. Η μνήμη. Η μνήμη τίνος;
Αμείλικτο το ερώτημα για το ενδεχόμενο μιας απρόσφορης μνήμης. Όπως αμείλικτος ήταν και ο λόγος που εκφώνησε ο Μισέλ Ροκάρ στο 61ο συνέδριο του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος έμεινε στην ιστορία. Θέμα του ήταν οι δύο κουλτούρες της Αριστεράς. Την «Πρώτη Αριστερά» τη χαρακτήρισε «ιακωβίνικη, κρατικίστικη και συγκεντρωτική»· Τη «Δεύτερη» τη χαρακτήρισε «αποκεντρωτική, περιφερειακή, κληρονόμο της αυτοδιαχειριστικής παράδοσης, που λαμβάνει υπόψη τις συμμετοχικές δράσεις των πολιτών». Η συμβίωση ανάμεσα στις δύο εκδοχές, παρότι δύσκολη, συνεχίζεται μέχρι σήμερα από απελπισμένο, θα έλεγα, χρέος απέναντι στο αναπόφευκτο. Ίσως είναι αυτός ο λόγος όμως που η Αριστερά έχει χάσει τη μάχη των ιδεών, παραμορφωμένη από το πάντρεμα δύο κοινωνικών μοντέλων που αφορούν τον ιακωβινισμό και τον μαρξισμό, χωρίς ωσμωτική προσέγγιση. Σύμφωνα με τον Μισέλ Ροκάρ, ο ιακωβινισμός αποτελεί τον συγκεντρωτικό ορισμό. Καμία αυτοδιάθεση. Όλα ρυθμίζονται από την κεντρική εξουσία. Η μαρξιστική πολιτική σκέψη αφορά την προσποίηση της ορθολογικής ανάλυσης της παραγωγής. Ποια είναι όμως η κυρίαρχη κουλτούρα που ορίζει την ταυτότητα της Αριστεράς στην Ελλάδα; Οι συνειρμοί ελεύθεροι. Ίσως να μην είναι χρήσιμη όμως η διερώτηση πεποιθήσεων και προτιμήσεων, ενώ βρισκόμαστε στη μέση του χάους.
Η Αριστερά, όπως και οι αριστεροί, οι δύο όροι που ο πρώτος συναιρεί τον δεύτερο και ο δεύτερος εξειδικεύει το πρώτο, στην πρόσφατη ιστορία τους, βρέθηκαν στη μέγγενη μιας απρόβλεπτης συγκυρίας. Με σκληρά τα πολιτικά διλήμματα, όχι μόνο διότι διαψεύστηκαν οι φαντασιώσεις αλλά διότι βρισκόμαστε, στο κρίσιμο σταυροδρόμι, αντιμέτωποι με τον ανοικτό κοινωνικοπολιτικό πειραματισμό. Ανάμεσα σε εκείνο που δεν μπορεί να υπάρχει πια και σε εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα. Στις κοσμοϊστορικές ίσως εξελίξεις που ελλοχεύουν στις μέρες μας, το ενδεχόμενο της επέλευσης ενός ανανεωμένου καπιταλιστικού συστήματος (νεοσοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού) εφόσον η φαντασίωση της κατάρρευσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μετά το 2008 δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται, θα αποτελούσε τον πιο προφανή και εφικτό σκοπό. Η μεγαλύτερη πρόκληση του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν είναι οι τεράστιες ανισότητες που έχει συσσωρεύσει αλλά η όλο και μεγαλύτερη πλέον επίγνωσή τους. Αυτό καθιστά επιτακτικά αναγκαία μία συναινετική και δημοκρατική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης. Μία διόρθωση της πορείας της. Έναν δεύτερο εξανθρωπισμένο καπιταλισμό, όπου οι αγορές ελέγχονται κατά προοδευτικό τρόπο. Μία πολιτική προσέγγιση που θα μας αφήνει το περιθώριο συμμετοχής μας με άλλο καλύτερο τρόπο στα γεγονότα της εποχής. Ένα νέο ανθρωπισμό. Αυτό, αυτονοήτως, θα το απέρριπτε η συχνά ιδεοληπτική Αριστερά. Θα μπορούσε όμως να το ενσαρκώσει η παραδοσιακή κεντροαριστερά ή οι αποχρώσεις της, αν πάψει να ταλανίζεται από δισταγμούς, αμφιθυμίες και εσωτερικές ρωγμές. Εάν παρέλθει μεγαλύτερο διάστημα, δίχως σημαντικές ανατροπές, μπορεί να έχει χαθεί πολύ περισσότερο από μία μάχη.
Ο χρόνος νυχτώνει. Η Ελλάδα ζει την τρομακτική μοναξιά των ύστερων αναπνοών.
Οι παραδοσιακές αξίες που δίνουν στήριγμα και κατεύθυνση στη ζωή των ανθρώπων, άρχισαν να καταρρέουν. Οι διαδικασίες αποδόμησης προαναγγέλονται στον κόσμο των εννοιών. Μία χώρα και μία κοινωνία όπου το μέλλον είναι τόσο άδηλο και οι προοπτικές του εμφανίζονται τόσο έωλες, δεν είναι δυνατό να επιβιώσουν. Είναι η τελευταία τελετή της φθοράς.
Αλλάζοντας ύφος, κλείνω με τους στίχους του ίδιου ποιητή από τη δεύτερη στροφή της ίδιας συλλογής του «Ποιητικό Αίτιο», που ακυρώνουν όλες τις φαντασιώσεις: «Ω ξειν΄ αγγέλειν Λακεδεμονίοις ότι άλλαξα γνώμη. Παίρνω πίσω όλους τους στίχους. Όσα είπα και δεν είπα εδώ και χρόνια. Χρόνια της νιότης μου».