Το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου είναι μια τελευταία ευκαιρία να διασωθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και να παραμείνουμε στο ευρώ – έστω, στη σπαρασσόμενη Ευρώπη που αν και επείγεται δυ…σκολεύεται να κάνει τα αναγκαία βήματα της ολοκλήρωσής της.
Επίσης, είναι η τελευταία ευκαιρία να εκσυγχρονιστούν το ελληνικό κράτος και η διοίκηση. Αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να παρακολουθήσει τις χώρες της Ευρωζώνης στη διαδρομή τους προς την ομοσπονδία, η χώρα θα αρχίσει την αντίστροφη πορεία: επιστροφή στο πελατειακό κράτος, της διαφθοράς και της αγκυλωτικής γραφειοκρατίας.
Όλα αυτά είναι γνωστά στον πολιτικό κόσμο, ιδίως σε εκείνους απ’ αυτόν που έταξαν τον εαυτό τους, τις ιδέες και τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια, έστω και στο παρά πέντε, σωτηρίας της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτή η γνώση δεν φαίνεται να λειτούργησε υπέρ της δημιουργίας μιας κυβέρνησης όσο το δυνατόν πιο παραγωγικής. Την ώρα των αποφάσεων, κυριάρχησαν οι μικροκομματικοί υπολογισμοί και οι προσωπικές στρατηγικές. Η βαθιά Νέα Δημοκρατία διεκδίκησε μερίδα του λέοντος από το πελατειακό κράτος για στελέχη που αναδείχθηκαν μόνο από τη σχέση τους με το βαθύ πελατειακό κράτος. Το ΠΑΣΟΚ διεκδίκησε την κομματική αυτοσυντήρηση και η Δημοκρατική Αριστερά την ιδεολογική καθαρότητά της. Καμία από τις διεκδικήσεις αυτές δεν ήρθη υπεράνω, καμία δεν υπολόγισε τη χώρα σε βάρος του κόμματος.
Η βασική ευθύνη για τη σύνθεση, άρα και τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, φυσικά, ανήκει στον πρωθυπουργό. Προερχόμενος από τον κομματικό σωλήνα και με λόγο εθνοκεντρικό και λαϊκιστικό, όμοιος πολιτευτής επαρχίας, ο Αντώνης Σαμαράς είχε την ευκαιρία να αποδείξει ότι την κρίσιμη στιγμή μπορούσε να συμπεριφερθεί σαν ηγέτης. Το βράδυ των εκλογών, με τη μετριοπαθή δήλωσή του περί ψήφου στην Ευρώπη, έδειξε ότι έχει κατανοήσει τη συγκυρία κι είναι αποφασισμένος να της επιβληθεί. Δυστυχώς, πολύ σύντομα απογοήτευσε όσους με βαριά καρδιά ψήφισαν ΝΔ για «να μη βγει ο ΣΥΡΙΖΑ». Έδειξε να ξεχνάει ότι το ποσοστό που του ανήκει είναι το 18%, το ποσοστό της ΝΔ στις εκλογές της 6ης Μαΐου όταν ζητούσε την αυτοδυναμία.
Μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο που προτίμησε να έχει μια φιλική συμμετοχή παρά να συμβάλει ουσιαστικά στην ύστατη προσπάθεια της χώρας να ανακάμψει. Οι ενοχές του, ο καιροσκοπισμός και το εγώ του δεν τον άφησαν. Όχι μόνο δεν πίεσε τον Σαμαρά, παρά το αξιοπρεπές ποσοστό που συγκέντρωσε στις εκλογές, αλλά τον άφησε ανεξέλεγκτο. Δεν επέτρεψε σε κανένα στέλεχος πρώτης γραμμής να συμμετάσχει (όχι κατ’ ανάγκην στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ή τον Ανδρέα Λοβέρδο), επιλέγοντας τον ρόλο της αντιπολιτευόμενης συμπολίτευσης που είχε η ΝΔ επί κυβέρνησης Παπαδήμου, πιστεύοντας προφανώς ότι έτσι θα επιβιώσει πολιτικά. Πρότεινε τον Γιώργο Βερνίκο, εφοπλιστή και φίλο του, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω της συμμετοχής του σε offshore εταιρεία – που απαγορεύεται από (αμφισβητούμενο για τη συνταγματικότητά του νόμο μεν, αλλά) νόμο. Το βενιζελοκεντρικό ΠΑΣΟΚ, τέλος, θεώρησε σκόπιμο ακόμα και να διαχωρίσει τη θέση του από την επιλογή του καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα για το υπουργείο Οικονομικών – απογοητεύοντας, πρωτίστως, τους ψηφοφόρους του που θέλησαν να κρατήσουν το κόμμα αυτό ζωντανό, όχι μόνο ως μαγιά για τις συζητήσεις περί μιας νέας κεντροαριστεράς παράταξης που ήδη ξεκινούν αλλά και, πρωτίστως, επειδή θεώρησαν ότι είναι το κόμμα με το ευρωπαϊκό know how που δεν υποκύπτει στο πολιτικό κόστος.
Άτολμη και, στην πραγματικότητα, άσφαιρη, όπως ο πολιτικός λόγος της εξ αρχής, απεδείχθη και η Δημοκρατική Αριστερά. Συμπεριφερόμενη σαν να της χρωστάμε αιώνια ευγνωμοσύνη που έκανε την υπέρβαση για κόμμα της Αριστεράς και μπήκε σε κυβέρνηση συνεργασίας. Πόσα μπράβο να πούμε; Αρκέστηκε στο «εύκολο» και μιντιακά εξαργυρώσιμο βέτο στον Βορίδη και τον Άδωνι Γεωργιάδη και άφησε να περάσει η υπουργοποίηση του «εντός ρέω» Ευριπίδη (δεν κάνει για τίποτα, βάλ’ τον κάπου) Στυλιανίδη. Και, έστω σε επίπεδο συμβολισμού, άφησε παράθυρο υπαναχώρησης από μεταρρυθμίσεις που ναι μεν είναι δύσκολες αλλά είναι απαραίτητες είτε για τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας είτε για την αναγκαία μεταρρύθμιση, ιδίως στην εκπαίδευση – η οποία, όσες αντιρρήσεις κι αν υπάρχουν, όσο εύλογες κι αν είναι, επ’ ουδενί δεν μπορεί να υποταχθεί στη λογική του πρύτανη Μυλόπουλου και των δυναμικών «ταγμάτων επέμβασης» της κομματικής νομενκλατούρας των ΑΕΙ και του όχλου των παρατάξεων που την ακολουθεί.
Παρ’ όλα αυτά, και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, η μάχη για την Ευρώπη είναι απαραίτητο να δοθεί. Γιατί αν αυτή η μάχη χαθεί, η εξαφάνιση του πολιτικού συστήματος που αρνήθηκε να εξοπλισθεί και να οργανωθεί για να πολεμήσει, θα προσφέρει μικρή μόνο ικανοποίηση σε όσους βδελύσσονται και τις μεθόδους του, και τον παλαιοκομματισμό του, και τη φαυλότητά του, και τη μικρόνοιά του. Έτσι κι αλλιώς, φαυλότητα, μικρόνοια και εθνικό μίσος θα είναι, στο δύστηνο αυτό μέλλον, η καθημερινή ρουτίνα μας. Μακάρι να την αποφύγουμε.