Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσουν την αφετηρία ενός κύματος ανατροπών τόσο όσον αφορά την εξέλιξη και την αναδόμηση των θεσμών της ΕΕ και της ευρωζώνης αλλά και όσον αφορά το μέλλον της χώρας μας εντός – ή εκτός – του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Η έκβαση της πολύ πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης στην Γερμανία αποτελεί έναν απορρυθμιστικό παράγοντα για την αναδόμηση των θεσμών της ΕΕ και την περαιτέρω εξέλιξη της ευρωζώνης. Η καγκελάριος Α. Μέρκελ οδηγείται σε έναν αναγκαστικό συνασπισμό με το κόμμα των οικολόγων και το κόμμα των φιλελεύθερων, που στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με το φιλελεύθερο εγχείρημα καθώς ασπάζεται εξαιρετικά συντηρητικές πολιτικές απόψεις. Η έλλειψη επιλογών σε επίπεδο συμμαχιών οφείλεται στο εξαιρετικό ποσοστό που – δυστυχώς – απέσπασε το εθνικιστικών και λαϊκίστικων πεποιθήσεων AfD, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί με το βρετανικό UKIP. Το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατη μια συγκυβέρνηση με το κόμμα των σοσιαλιστών διότι, σε αυτή την περίπτωση, το AfD θα είχε ισχυρή θέση στην αντιπολίτευση όντας το τρίτο ποσοστιαία κόμμα στις εκλογές.
Στον αντίποδα, στο Παρίσι, ο πρόεδρος Μακρόν στον λόγο που εκφώνησε την Τρίτη στην Σορβόννη, εξέθεσε εκ νέου το όραμά του σε ό,τι αφορά στο αύριο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Εν συντομία υπογράμμισε για άλλη μια φορά την ανάγκη δημιουργίας ενός ενιαίου προϋπολογισμού εντός της ευρωζώνης έτσι ώστε τα κράτη-μέλη να έχουν πρόσβαση σε μια πηγή χρηματοδότησης που δεν εμπλέκει μη-ευρωπαϊκούς θεσμούς. Επίσης, σημείωσε την ανάγκη σύγκλησης των ευρωπαϊκών πολιτικών σε επίπεδο φορολογίας και κοινωνικής πρόνοιας. Τέλος, επισήμανε την ανάγκη συλλογικής αντιμετώπισης των ζητημάτων που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια όπως για παράδειγμα το προσφυγικό ή τα τρομοκρατικά χτυπήματα που έχουν πλήξει και θα συνεχίσουν να πλήττουν χώρες της ΕΕ. Η μεγάλη αυτή διαφορά πολιτικού κλίματος ανάμεσα στις δυο ισχυρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μου είναι, προσωπικά, εξαιρετικά γνώριμη.
Το καλοκαίρι του 2016, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Παπακωνσταντίνου παρουσία διαφόρων καλεσμένων, εκ των οποίων και ο κύριος Σπίγκελ, συζητήθηκε η σημασία του ρόλου της Γερμανίας στην διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης εντός της οποίας η ελληνική κρίση υπήρξε ένα μεγάλο αγκάθι. Ο κύριος Σπίγκελ παίρνοντας τον λόγο τότε διευκρίνισε πως επί της ουσίας η Γερμανία ίσως είχε δυσκολέψει και όχι διευκολύνει μια θετική έκβαση της ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι εν τέλει, πολλές κρίσιμες εξελίξεις της ευρωπαϊκής κρίσης εξαρτιόνταν από την οποιαδήποτε τοπική γερμανική εκλογική αναμέτρηση. Πράγματι, από την στιγμή που η Γαλλία αντιμετώπιζε σημαντικές δημοσιονομικές δυσκολίες – τις οποίες ο πρόεδρος Ολάντ αντιμετώπισε πολύ αποτελεσματικά, παρά τα όσα του προσάπτονται – η Γερμανία ήταν η μόνη χώρα, λόγω και της οικονομικής ισχύς της, που ήταν σε θέση να δρομολογήσει το τι μέλλει γενέσθαι σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και απέτυχε παταγωδώς. Ποτέ δεν μπόρεσε να ηγηθεί, επιτυχώς, καμίας γενναίας προσπάθειας εξομάλυνσης της δυσμενούς κατάστασης στην οποία βρισκόντουσαν πολλές χώρες του «Νότου». Και αυτό λόγω της – σχεδόν παθολογικής – εσωστρέφειας που παρατηρείται στην γερμανική πολιτική ζωή. Οι περιστάσεις στις οποίες προαναφέρομαι μοιάζουν ιδανικές για να επέλθει μια πολυπόθητη αλλαγή ηγεσίας – έστω και σε συμβολικό επίπεδο. Ο πρόεδρος Μακρόν μοιάζει πρόθυμος να ηγηθεί μιας πρωτοβουλίας που να αποσκοπεί σε έναν επαναπροσδιορισμό των ευρωπαϊκών θεσμών, μια οικειοποίηση αλλά και μια επανεκτίμηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Και μάλλον είναι η καλύτερη στιγμή για να πραγματοποιηθεί αυτή του η φιλοδοξία.