Όπως στην προσωπική και ερωτική ζωή έτσι και στην πολιτική τις περισσότερες φορές γινόμαστε αιχμάλωτοι της στιγμής και χάνουμε τη διάρκεια. Με άλλα λόγια, παγιδευόμαστε στο πρόσκαιρο και το εφήμερο. Εστιάζουμε στο παρόν. Βλέπουμε κοντόφθαλμα. Κάνουμε μικροϋπολογισμούς. Το σπουδαιότερο, αντιμετωπίζουμε τα στιγμιαία γεγονότα χωρίς να σκεφτόμαστε τη διαλεκτική τους σχέση με τον χρόνο. Με μια τέτοια συμπεριφορά εύλογα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την αξία της διάρκειας.
Στο πεδίο της πολιτικής διαπιστώνουμε την αδυναμία πολλών να κοιτάζουν μακριά. Είτε γιατί δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ιδεολογικοπολιτικό και διανοητικό βάθος. Είτε διότι είναι δέσμιοι από μικροπολιτικές και ψηφοθηρικές αγωνίες. Ουσιαστικά, ο τρόπος που πολιτεύονται δεν τους επιτρέπει να έχουν σημαντικό ρόλο και λόγο στις εξελίξεις. Ούτε να διευρύνουν την εμβέλεια και την επιρροή τους.
Έτσι παρακολουθούμε μια πλειάδα συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων να προσπαθούν να αποκτήσουν υπόσταση, εκμεταλλευόμενοι ακόμη και την πανδημία. Στην πραγματικότητα, επενδύουν στην υγειονομική κρίση, προσδοκώντας οφέλη. Τη χρησιμοποιούν για να κερδίσουν μερικά λεπτά δημοσιότητας, εκστομίζοντας διάφορα φληναφήματα.
Κάποια κυβερνητικά στελέχη καταφεύγουν σε αυταρέσκειες, δείχνοντας ελαφρότητα και επιπολαιότητα. Ομοίως πράττουν και όσοι από αντιπολιτευτικό άγχος ωθούνται σε υπερβολές και απολυτότητες. Αμφότεροι δεν υπολογίζουν τους κινδύνους του κορωνοϊού. Αδιαφορούν για τις τεράστιες επιπτώσεις του στην κοινωνία και στην οικονομία. Πολιτεύονται με κριτήριο τις στιγμές του παρόντος. Το επιβεβαιώνει και η πρόσφατη κακοκαιρία.
Το βέβαιο είναι ότι η εγχώρια σκηνή διαχρονικά χαρακτηρίζεται από τη σταθερή προσήλωση στις ανώφελες αντιπαραθέσεις, στους αχρείαστους κομματικούς ανταγωνισμούς και κυρίως στους τακτικισμούς. Συνήθως, μάλιστα, κυριαρχούν οι προσωπικοί διαξιφισμοί γύρω από ζητήματα που στερούνται ουσιαστικού περιεχομένου.
Η πλειονότητα της πολιτικής τάξης παραμένει προσκολλημένη στα δευτερεύοντα και στα ευτελή. Ο ορίζοντάς της είναι περιορισμένος. Αρνείται να συνδέσει το Μίκρο με το Μάκρο. Δεν πιστεύει στους στρατηγικούς στόχους. Τους υποτιμά - αν δεν τους ευνουχίζει.
Κορυφαίο παράδειγμα το πώς αντιμετωπίστηκε η σχέση μας με την Ευρώπη. Δύο ιστορικοί σταθμοί, η ένταξή μας στην ΕΟΚ και η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ, με πρωταγωνιστές τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κώστα Σημίτη, υπονομεύθηκαν από αλόγιστες πρακτικές. Αντί να αποτελέσουν την απαρχή για την υπέρβαση της παραγωγικής, οικονομικής και κοινωνικής υστέρησής μας, αξιοποιήθηκαν για τη συντήρηση ενός παρασιτικού μοντέλου. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου κοινοτικοί πόροι κατασπαταλήθηκαν για την εξυπηρέτηση συντεχνιακών και πελατειακών συμφερόντων.
Το ίδιο αποδεικνύει και η ακύρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Τάσου Γιαννίτση, για την οποία συνασπίστηκε ολόκληρη η κομματική και συνδικαλιστική ελίτ. Ο λαϊκισμός κι ο ανορθολογισμός εκτοξεύθηκαν στα ύψη από όλους εκείνους που επέδειξαν πρωτοφανή αποστροφή για επιβεβλημένες αλλαγές, με τις οποίες θα διασφαλιζόταν η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού σε βάθος χρόνου.
Η χρεοκοπία της χώρας ήταν η φυσική κατάληξη ενός ακραίου καιροσκοπισμού της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης. Προκρίνοντας το στιγμιαίο όφελος προξένησε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ο συνδυασμός απαίδευτων επιλογών και πρωτοφανούς αμεριμνησίας είχε καταστροφικές συνέπειες.
Η τέχνη της πολιτικής συνδυάζει τη διαχείριση των στιγμών του παρόντος με τις απαιτήσεις του μέλλοντος. Τις τωρινές ανάγκες με τις στρατηγικές επιδιώξεις. Και προπαντός, χρειάζεται πρωταγωνιστές που να έχουν την ικανότητα να ενσωματώσουν το Μίκρο στο Μάκρο.