Η ταν ή επί τας: το πρόβλημα της Ευρωζώνης και οι εκλογές

Ναπολέων Μαραβέγιας 16 Μαρ 2014

Η φράση που έλεγαν οι μητέρες στην αρχαία Σπάρτη, όταν οι νέοι έφευγαν για πόλεμο, ή πρέπει να φέρεις την ασπίδα πίσω νικητής ή πρέπει να σε φέρουν πάνω στην ασπίδα νεκρό, στην περίπτωση της Ευρωζώνης ισχύει χωρίς περιστροφές: η Ευρωζώνη ή πρέπει να γίνει ομόσπονδο κράτος ή πρέπει να πεθάνει, δηλαδή να διαλυθεί και κάθε χώρα-μέλος να έχει το δικό της νόμισμα.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με μια πρόσφατη έκθεσή του επιβεβαιώνει όσα πολλές φορές έχουμε υποστηρίξει, ότι η οικονομική κρίση επιδείνωσε τις ανισορροπίες, που είχαν δημιουργηθεί, λόγω των εγγενών προβλημάτων της Ευρωζώνης και ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά η κρίση, αν η Ευρωζώνη δεν μετασχηματισθεί σταδιακά σε ομοσπονδιακό κράτος.

Οπως συχνά έχει εξηγηθεί, η κοινή νομισματική πολιτική οδήγησε σε πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Οι χώρες-μέλη της περιφέρειας, που δεν είχαν ποτέ τέτοια επιτόκια στο παρελθόν, οδηγήθηκαν σε στρεβλή ανάπτυξη. Επένδυσαν σε μη ανταγωνιστικούς κλάδους, όπως π.χ. οι κατοικίες, εφόσον ο διεθνής ανταγωνισμός και το «ακριβό» ευρώ εμπόδιζαν άλλες επιλογές. Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων οδήγησε σε αύξηση μισθών και σε ακόμη μεγαλύτερη απώλεια ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα όμως, αυξήθηκε και η κατανάλωση, όχι μόνο από την αύξηση των μισθών, αλλά και από την αύξηση των καταναλωτικών δανείων. Οι τράπεζες, καθώς δανείζονταν φθηνό χρήμα, δάνειζαν τους καταναλωτές χωρίς όριο αυξάνοντας τα κέρδη τους, καθώς δεν υπήρχε κοινή ευρωπαϊκή εποπτεία. Ετσι, αυξήθηκε το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές, συνεπώς η αύξηση του εξωτερικού χρέους ήταν αναπόφευκτη.

Τα κράτη των χωρών-μελών της περιφέρειας, με πρωταγωνιστή τη χώρα μας, δανείζονταν, επίσης, με «φθηνό» χρήμα για να συντηρήσουν τον «πελατειακό» δημόσιο τομέα και πολλές κρατικοδίαιτες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Καθώς το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή το όριο 3% ΑΕΠ στο δημοσιονομικό έλλειμμα, είχε «καταπατηθεί», κάθε χώρα-μέλος της Ευρωζώνης έκανε «ό,τι ήθελε», ανάλογα με τις ανάγκες διαχείρισης του εκλογικού της κύκλου. Ετσι, η χώρα μας τροφοδοτούσε την κατανάλωση και αύξανε τον πληθωρισμό πάνω από το μ.ό. της Ευρωζώνης, ενώ μείωνε την ανταγωνιστικότητα και αύξανε ακόμη περισσότερο το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές και το εξωτερικό χρέος.

Τα ελλείμματα, εξωτερικά και δημοσιονομικά, είχαν αυξηθεί υπερβολικά, όταν η παγκόσμια κρίση οδήγησε σε αύξηση επιτοκίων δανεισμού από τις αγορές και, τότε, κράτη και τράπεζες στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κυρίως, έμειναν με τα χρέη τους, χωρίς βοήθεια, εφόσον απαγορεύεται από τις Συνθήκες (Maastricht). Επειδή, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έσπευσαν να βοηθήσουν χρηματοδοτικά τις τράπεζες για να μην καταστραφεί πλήρως ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας τους, επιδεινώθηκε το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, χωρίς να σωθούν οι τράπεζες, οι οποίες βρέθηκαν εκτεθειμένες με σωρεία μη εξυπηρετούμενων δανείων και με μεγάλη δυσκολία δανεισμού από τις αγορές.

Σήμερα, οι προσπάθειες των χωρών της περιφέρειας να μειώσουν τα ελλείμματα (εξωτερικό και δημοσιονομικό) για να μειωθεί το χρέος, οδήγησαν σε ύφεση και σε οξύτατη πολιτική και κοινωνική κρίση, με πρωταγωνιστή τη χώρα μας, όπου η ύφεση έφτασε σωρευτικά στο 25% του ΑΕΠ και η ανεργία στο 28%. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε, αφού οι χώρες αυτές δανείζονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό για να αποπληρώσουν τα δάνεια και να σώσουν τις τράπεζές τους. Η ανάκαμψη, και μετά την εξάλειψη των ελλειμμάτων, παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες, καθώς η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν φτάνει στις επιχειρήσεις των χωρών της περιφέρειας και δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αμοιβαιοποίηση του χρέους, τόσο των κρατών όσο και των τραπεζών.

Επειτα από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι για την έξοδο από την κρίση χρειάζεται ομοσπονδιακή προοπτική, με δημοσιονομική ένωση, ώστε να μεταβιβάζονται πόροι, όταν υπάρχει ανάγκη από χώρα σε χώρα στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και με τραπεζική ένωση, προκειμένου να εξασφαλίζεται κοινή διαχείριση και έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, τα ευρωπαϊκά κόμματα πρέπει να τοποθετηθούν με σαφήνεια στο ζήτημα της προοπτικής της Ευρωζώνης προκειμένου να επιλέξουν οι Ευρωπαίοι πολίτες το μέλλον που επιθυμούν.