Η σύνθεση του κεντρώου χώρου περνά από την αντιπαράθεση

Γιώργος Προκοπάκης 11 Ιουν 2013

Ο Νίκος Μπίστης (Ν.Μ., εφεξής) κατέθεσε, την περασμένη εβδομάδα, την πρότασή του για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς (εδώ). Χωρίς, ελπίζω, να παραποιώ τις απόψεις, το δια ταύτα συνοψίζεται στο εξής: μια ομάδα ανθρώπων από την κοινωνία (σχηματικά: πενήντα) ας αναλάβουν την πρωτοβουλία να καλέσουν τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς και όλο τον χύδην χώρο με σκοπό την ενότητα του χώρου της «λογικής» – με διαδικασίες ενοποίησης και επιλογής ηγεσίας που θα βγουν στην πορεία.

Στο «δια ταύτα» καταλήγει μετά από ανάλυση της συγκυρίας και την αναγνώριση του προφανούς: τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, τόσο ξεχωριστά όσο και αθροιστικά, χάνουν τα κοινωνικά τους στηρίγματα. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου 2012, με το αθροιστικό 19%, δημοσκοπικά καταγράφεται πια στο μισό του. Το φάσμα της μη εισόδου στην επόμενη Βουλή, επικρέμαται ήδη. Στην ανάλυσή του ο Ν.Μ. σωστά καταγράφει μια σειρά πολιτικών λαθών, κυρίως της ΔΗΜΑΡ βέβαια της οποίας είναι και στέλεχος. Το ενδιαφέρον είναι το εξής σκεπτικό: η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα τρέξει ασμένως να κρυφτεί πίσω από οποιοδήποτε «ενωτικό σχήμα», ώστε να μη χρεωθεί το μονοψήφιο καταστροφικό ποσοστό. Οπότε, το σάλπισμα των πενήντα της κοινωνίας θα απευθύνεται κυρίως στη ΔΗΜΑΡ.

Το όλο σκεπτικό πάσχει σε ένα βασικό σημείο: δεν ασχολείται με τους λόγους που στέλνουν τα δύο κόμματα, με διαφορετικούς ρυθμούς, στην ανυποληψία. Θεωρεί αρκετό το σχήμα «ο Σαμαράς καρπούται τη σωτηρία και οι άλλοι μένουν με τον μουντζούρη». Προφανώς και συμβαίνει αυτό – όχι αδίκως όμως: η πολιτική των δύο μικρών ηττήθηκε κατά κράτος την περίοδο Αύγουστος-Οκτώβριος 2012. Η υπόθεση «αναδιαπραγμάτευση» τελείωσε στις 3/8/2012 με τη δήλωση Σαμαρά «θα προχωρήσουμε όσοι είναι αποφασισμένοι». Όμως, αμφότεροι οι κεντροαριστεροί εταίροι επιμένουν σε μια επικοινωνιακή πολιτική απευθυνόμενη σε όλο και συρρικνούμενο ακροατήριο η οποία δεν αφορά κανένα, οι θέσεις είναι προσχηματικές και εν τέλει επιτυγχάνουν αντίθετο από το υποτιθέμενο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό έχουν την επίδειξη αγωνιστικότητας έναντι της τρόικας. Να αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα: η αντίσταση του Οκτωβρίου με τα εργασιακά και του Μαρτίου με το χαράτσι, πρώτα ανακοινώθηκαν και πήρε δύο εβδομάδες να προσδιορισθεί το αντικείμενο της αντίθεσης! Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι περίπου τραγικό: δεν υπογράφονται συλλογικές συμβάσεις, άρα ούτε και το αντικείμενο του αγώνα της επεκτασιμότητάς τους, ο δε ενιαίος φόρος ακινήτων που ετοιμάζεται είναι πιο θανατηφόρος από το χαράτσι – καπάκι και η παράταση της έκτακτης εισφοράς. Τι να την κάνει η κοινωνία την κεντροαριστερά όταν δίνει λάθος αγώνες; Το άλλο που δεν το χωρά ο νους είναι οι αποκρατικοποιήσεις: Μετά από περιφανή αγώνα μπήκαν ρητώς οι ρήτρες στο Μνημόνιο. Μαζί μ’ αυτές και ρητές αναφορές στις ιδιωτικοποιήσεις. Οι κύριοι Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν συναποδεχθεί, πανηγυρίζοντες μάλιστα για την ευτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων, την ιδιωτικοποίηση των λιμανιών και της ΕΥΑΘ. Σήμερα, με ποιον σκιαμαχούν; Ποιες ρήτρες περιμένουν να ενεργοποιηθούν; Για το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος δεν έχει αρθρωθεί ούτε λέξη – μόνον για την προστασία εργασιακών δικαιωμάτων τραπεζοϋπαλλήλων!

Το πρόβλημα, λοιπόν, έχει να κάνει με την παντελή απουσία πολιτικής – οποιασδήποτε πολιτικής που να είναι σχετική με τη διαχείριση της κρίσιμης κατάστασης. Απουσία πολιτικής, η επιλογή της συγκυβερνώσας κεντροαριστεράς ήταν η χειρότερη δυνατή: συμμετοχή στην αναδιανομή κρατικών τιμαρίων (με το περίφημο 4-2-1), την προσπάθεια πλασαρίσματος ή διατήρησης θέσεων στη διανομή κρατικού/κοινοτικού χρήματος (ΕΛΓΑ, ΟΑΕΔ, λιμάνια, υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ), υπόκλιση στις πελατείες (δικηγόροι, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι), ουδετερότητα (τουλάχιστον) στην επανατοποθέτηση των συμφερόντων (τράπεζες, δάνεια, μέσα επικοινωνίας) και τα συναφή.

Τα δύο κόμματα της συγκυβερνώσας κεντροαριστεράς έχουν καταλήξει να είναι κελύφη – «κουφάρια» τα λένε στο Χρηματιστήριο. Είναι οργανισμοί που κάποτε είχαν δραστηριότητα και αντικείμενο και σήμερα έχουν καταλήξει να διατηρούνται στη ζωή γιατί έχουν αξία ως «οχήματα ειδικού σκοπού» για τους ιδιοκτήτες των τίτλων – τις δύο ηγεσίες. Δεν υπάρχει παρά υποτυπώδης κομματική δραστηριότητα, δεν παράγεται πολιτική (μπορεί να ανακαλέσει κάποιος έστω μία θέση από το συνέδριο της ΔΗΜΑΡ του 2011 ή οποιαδήποτε Κεντρική Επιτροπή, ή το πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες να δίνουν οποιαδήποτε προοπτική στη διαχείριση της κρίσιμης κατάστασης;), οι πολιτικές τοποθετήσεις προεξοφλούνται από τους αρχηγούς.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι πως «τα άτιμα ψοφάνε» παρά το ότι με ήλιο τα βγάζουμε έξω. Το πρόβλημα είναι οι ηγεσίες των δύο κομμάτων και το πολιτεύεσθαι.

Επανερχόμαστε στην πρόταση Μπίστη. Εάν δεν τεθεί το ζήτημα του πολιτεύεσθαι και της πολιτικής ή τουλάχιστον εάν η πρωτοβουλία συγκρότησης ενός αξιόπιστου «τρίτου πόλου» δεν αναληφθεί σε αντιπαράθεση με τις ηγεσίες των δύο κομμάτων, δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο αξιοπιστίας. Εάν δεν αρθούν οι συνθήκες που καταδικάζουν τα κεντροαριστερά κόμματα της συγκυβέρνησης στη σταδιακή απαξίωση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην είναι η γρήγορη απαξίωση η κατάληξη του όποιου ενιαίου σχήματος. Η ενδεχόμενη πρωτοβουλία των πενήντα, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά το πρόσχημα για την αναρρίχηση στη σωσίβιο λέμβο. Πιθανόν θα βρεθούν οι πενήντα που θέλει ο Ν.Μ. Κατά πάσα βεβαιότητα θα διάκεινται ευμενώς προς το ένα ή άλλο κόμμα. Η απήχηση είναι το ερώτημα!

Μια λεπτομέρεια, πριν πάμε παρακάτω. Η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ κρατάει μεν τα κλειδιά, δεν έχει όμως καμιά πολιτική ή ακόμη και συναισθηματική σύνδεση με ένα μεγάλο κομμάτι του πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος, πέρα από το βαθύ ΠΑΣΟΚ που έχει ήδη μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά πάσα βεβαιότητα, αυτό το καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του «χώρου» δεν θεωρεί πως μπορεί να έχει σχέση με την κεντροαριστερά εκ συγκολλήσεως. Σε ποιους μπορεί να απευθύνεται, λοιπόν, η συγκεκολλημένη κεντροαριστερά;

Η πρόσκληση Μπίστη με την ομάδα των πενήντα που θα καλέσουν τις δύο ηγεσίες να τα βρουν, έχει το προηγούμενό της στη μνημονιακή μας ιστορία. Το καλοκαίρι του 2011 είχαμε την πρωτοβουλία 32 ανθρώπων με το «Τολμήστε!». Ζητούσαν από τα τότε ισχυρά κόμματα να δώσουν άμεση λύση. Η πρωτοβουλία είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνία – δημιούργησε και προσδοκίες. Πλην όμως, η απουσία πολιτικής πρότασης την κατέγραψε απλώς ως μία από τις λίγες εκδηλώσεις «κοινής λογικής» και η ευκαιρία χάθηκε. Να θυμίσω πως πλην του κ. Σαμαρά, ο οποίος έκανε πως δεν τον αφορά, ο κ. Βενιζέλος ασχολιόταν ως παιδονόμος της Κ.Ο. του κόμματός του (και επίδοξος αντιβασιλεύς) με τον κ. Ρομπόπουλο και την κα Αντωνίου, ο δε κ. Κουβέλης έκοβε βόλτες στην πλατεία και ζητούσε από την τότε κυβέρνηση «να τείνει ευήκοον ους στα αιτήματα». Η τύχη τέτοιων πρωτοβουλιών, δυστυχώς, είναι στα χέρια των αποδεκτών των εκκλήσεων. Σήμερα η ιδιοτέλεια των ηγεσιών είναι περισσότερο από προφανής με αποτέλεσμα η τύχη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας να είναι προδιαγεγραμμένη: όσο βολεύει τους αρχηγούς, θα την αγκαλιάσουν για να την καταπιούν.

Η ανασύνθεση του «χώρου» μπορεί να γίνει μόνον σε αντιπαράθεση με τις σημερινές ηγεσίες και τις πολιτικές τους. Οι φαντασιώσεις περί περιορισμού στις πίσω θέσεις των ηγετικών ομάδων, είναι απλές φαντασιώσεις.