Η οικονομική ιστορία της χώρας μας είναι γνωστή. Οι πολιτικές παράμετροι, ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, η συμπεριφορά διοίκησης, συντεχνιών και πολιτών επίσης. Τα δάνεια, ειδικά μετά την εθνική καταστροφή του 1922 και τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946-1949, οι κρατικές και οι ιδιωτικές επενδύσεις και βεβαίως οι άδηλοι πόροι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απογείωση της ελληνικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη αυτή ήταν όντως στρεβλή, αλλά η κατάσταση της χώρας ήταν τότε δραματική και η φτώχεια ανυπόφορη. Ο αυταρχισμός, η μετανάστευση και η αστυφιλία ήταν οι κύριες συνιστώσες της δεκαετίας που ακολούθησε τον εμφύλιο. Η σύνθεση του ΑΕΠ ήταν από τότε προβληματική. Ο τομέας των υπηρεσιών είχε την τάση να διογκώνεται, ενώ ο πρωτογενής τομέας – λόγω φυσικών και όχι μόνο δυσκολιών – έχανε έδαφος. Οι εισαγωγές ήταν διαχρονικά μεγαλύτερες των εξαγωγών κι αυτό χειροτέρεψε με την αύξηση της κατανάλωσης, το εύκολο χρήμα και την εισροή των κοινοτικών επιδοτήσεων μετά το ’81.
Ακόμα και σήμερα και παρά την κρίση, το οικονομικό μοντέλο της χώρας δεν ευνοεί την ντόπια παραγωγή και μεταποίηση. Ο τομέας των υπηρεσιών διογκώνεται, εξάγουμε για επεξεργασία ακόμα και τα είδη που συλλέγονται για ανακύκλωση, εξάγουμε πρώτη ύλη (πχ φρούτα) και εισάγουμε έτοιμα προϊόντα (πχ μαρμελάδες). Πρόσφατα, η πρόεδρος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ κα Ντέμπορα Γουίνς-Σμίθ δήλωσε ότι «πριν από έναν χρόνο που βρισκόμουν στην Ελλάδα έμαθα για την περίπτωση μιας ελληνικής επιχείρησης που στηρίζεται σε εγχώρια προϊόντα αλλά αναγκάζεται να τα συσκευάζει εκτός Ελλάδας ακριβώς λόγω του κόστους της γραφειοκρατίας και των περιορισμών. Και όταν ρώτησα πού ολοκληρώνεται η παραγωγή του προϊόντος, μου απάντησαν στην Ελβετία! Δηλαδή, είναι πιο ανταγωνιστικό για εκείνους από άποψη κόστους να κατασκευάζουν ένα εγχώριο προϊόν στην Ελβετία αντί στην Ελλάδα» (http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=782215).
Αυτή η κατάσταση της κυριαρχίας των υπηρεσιών ταυτίζεται διαχρονικά με τον μεταπρατισμό, τις εισαγωγές, τον παρασιτισμό. Οσο το μοντέλο που έχουμε δεν χτυπά την γραφειοκρατία, δεν στρέφεται προς την ενδογενή ανάπτυξη, δεν στηρίζει την εγχώρια παραγωγή και την μεταποίηση, τόσο θα αυξάνεται ο τομέας των υπηρεσιών και των εισαγωγών, από ελλαδικές επιχειρήσεις, αλλά και από τις ελληνικές επιχειρήσεις που μετακομίζουν στην Βουλγαρία.
Τα προβλήματα όμως ήταν γνωστά από την εκπληκτική σε ρυθμό ανόρθωσης δεκαετία του ’60: μελέτες, στατιστικά, ρόλος του κράτους, επενδύσεις, ξένη βοήθεια, κοκ (βλ. Andre Blanc, «L’ economie des Balkans», PUF, Paris, 1965). Οι άδηλοι πόροι έσωζαν την κατάσταση και το κράτος ακολούθως έκανε λίγο απόλα για να ικανοποιήσει τις ποικίλες πελατείες: προκλητικά δάνεια, εθνικοποιήσεις, προσλήψεις, οικονομικές παρεμβάσεις με χίλια τεχνάσματα.
Και τώρα; Η αλληλεξάρτηση των συμφερόντων, οι κομματικές παθογένειες, η πελατοκρατεία, η ανικανότητα (μην την υποτιμούμε), τα μεγάλα λάθη μας καθώς και τα χειροπιαστά λάθη των δανειστών, θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα αδράνειας; Τίποτε δεν μπορεί να ξεκινήσει από το κράτος, τη διοίκηση, τους επιστήμονες, τις επιχειρήσεις, τους πολίτες; Είμαστε καταδικασμένοι στην κατρακύλα δίχως τέλος;
Δεν το πιστεύω κι ελπίζω ότι τα παθήματα θα μετουσιωθούν σε δημιουργικές πρωτοβουλίες. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν ικανοί άνθρωποι. Λείπει μια νέα μέθοδος, μια λυτρωτική κίνηση, ένα πρόσωπο και μια ομάδα που θα εκφράσουν το αύριο. Με επίγνωση της κατάστασης, με σχέδιο, με αυταπάρνηση. Αν κερδηθεί η εμπιστοσύνη, αν κοιτάξουμε το μέλλον, όλα αλλάζουν. Και η σύνθεση του ΑΕΠ (έτσι κι αλλοιώς η κρίση σχετικοποίησε τα νούμερα), και οι κομματικοί συσχετισμοί (τάχουμε δει όλα πλέον) και οι διεθνείς σχέσεις (κι εκεί όλα είναι διαφορετικά σε σχέση με το 2009).
Τί μένει; Η ελπίδα, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική.
Καλά Χριστούγεννα….