Μερικές βιαστικές σκέψεις καθώς παρακολουθώ τα όσα λέγονται δημόσια για την εμμονή του Φώτη Κουβέλη στην συνεργασία του με τον ΣΤΡΙΖΑ, δηλαδή την ηγετική δύναμη του εθνικολαϊκισμού. Το πρώτο που σκέφτομαι είναι ότι αυτή η συμπεριφορά του είναι απόλυτα συνεπής στο πολιτικό παρελθόν του και κατά τούτο δεν πρέπει να εκπλήττει. Και το δεύτερο που έρχεται στο νου μου είναι η αφανής τεράστια ευθύνη της πολιτικής δράσης του για την διάλυση ενός από του θεμελιώδεις θεσμούς της αστικής μας δημοκρατίας. Της δικαιοσύνης. Σ’ αυτό το τελευταίο θα επιμείνω λίγο περισσότερο.
Η παλιά ΔΗΜΑΡ στέγαζε δύο ηγετικά στελέχη με την ίδια πολιτική και κυρίως συνδικαλιστική διαδρομή. Τον Φώτη Κουβέλη και τον Αντώνη Ρουπακιώτη. Και οι δύο ανέβηκαν στην κεντρική πολιτική σκηνή πατώντας στο βήμα του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας. Και οι δύο χρησιμοποίησαν το πόστο τους για να προωθήσουν ένα λαϊκιστικό προφίλ που τους εξασφάλισε πολιτική επωνυμία αλλά την επωνυμία τους πλήρωσαν ακριβά οι συνέλληνες επειδή συνέβαλαν αποφασιστικά στην διάλυση του δικαστικού μας συστήματος. Ας δούμε πώς.
Κεντρικός άξονας της πολιτικής του Φώτη Κουβέλη, αλλά και του ομοϊδεάτη του Αντώνη Ρουπακιώτη ήταν η αντιμετώπιση του πρωτοφανούς για την Ευρώπη υπερεπαγγελματισμού των δικηγόρων. Ως γνήσιοι λαϊκιστικοί μεταφραστές του αριστερού δόγματος, δεν ενέταξαν την σχετική πολιτική τους σε μια στρατηγική εξυπηρέτησης του γενικού κοινωνικού συμφέροντος, αλλά επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της συντεχνιακής εξυπηρέτησης και αγωνίστηκαν για την δημιουργία προνομιακών προσόδων στο επάγγελμα ώστε να δώσουν εισόδημα σε πλεονάζοντα, και ως εκ τούτου κοινωνικά άχρηστο, δικηγορικό πληθυσμό. Ακολούθησαν δηλαδή τον κλασσικό δρόμο του συντεχνιασμού που αποσυνθέτει την κοινωνία σε κλειστά συστήματα ιδιωτικού συμφέροντος και καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος.
Πως εφάρμοσαν την συντεχνιακά τακτική τους; Απλούστατα προσπάθησαν να δημιουργήσουν τεχνικά μεγαλύτερη «δικηγορική ύλη» και φρόντισαν να εξασφαλίσουν από το Κράτος ολιγοπωλιακά προνόμια με την μορφή κατοχύρωσης παράλογων επαγγελματικών δικαιωμάτων. Το βασικό εργαλείο για την πρώτη γραμμή της πολιτικής τους ήταν ένας συνδυασμός λαϊκιστικής παραπλάνησης του κοινωνικού συνόλου με έναν αδυσώπητο κατακερματισμό της δικαστικής διαδικασίας ώστε να δικαιολογεί συνεχείς και απεριόριστες μερικές φορές πληρωμές για δικηγορική συνδρομή. Η παραπλανητική τακτική υπήρξε η επιμονή στην «φθηνή» δίκη που στην πραγματικότητα χρέωνε τεράστια αθροίσματα μικρών αμοιβών και δημόσιων πληρωμών τους διαδίκους που υποτίθεται ότι τους ξεγελούσε η φτήνια της «μονάδας» υπηρεσιών για την οποία πλήρωναν. Εφάρμοσαν αυτό που ευφυώς έχει αναδείξει η λαϊκή σοφία: «Η φτήνια τρώει τον παρά». Για παράδειγμα, τα παράβολα παρέμεναν φτηνά αλλά ο αριθμός τους πολλαπλασιάζονταν με τις συνεχείς αναβολές ή διακοπές των δικών με την ευθύνη των συνηγόρων. Θυμίζω την απεχθή πρακτική του εξευτελιστικού κόστους της ποινικής μήνυσης, που για χρόνια ήταν δέκα ευρώ και σχετικά πρόσφατα αυξήθηκε σε 100 κάτω από την κατακραυγή των δικηγορικών συνδικαλιστών που κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι στερεί το δικαίωμα προσφυγής στους φτωχούς πολίτες. Πίσω από το εξευτελιστικό κόστος έναρξης μια ποινικής διαδικασίας, ακολουθούσε ένα κομπολόι πολλών ετών στην διάρκεια της οποίας ο εξαπατημένος πολίτης πλήρωνε την συνδρομή στους δικηγόρους και τα ασφαλιστικά τους ταμεία.
Η πονηρή τακτική της «φθηνής» δικαιοσύνης ήταν μια παγίδα που παρήγαγε απεριόριστο όγκο δικηγορικής ύλης και κατέκλυζε αντίστοιχα την δικαιοσύνη με βουνά υποθέσεων που είναι αδύνατον να τα αντιμετωπίσει με ευταξία και χρονικό έλεγχο. Αυτό το βουνό παρήγαγε δευτερογενώς πρόσθετη δικηγορική ύλη και όλη αυτή η διευρυνόμενη αντιπαραγωγική διαδικασία έδινε εισόδημα σε μεγάλο μέρος δικηγόρων που υπό συνθήκες αποτελεσματικής λειτουργίας δεν θα τους χρειάζονταν η κοινωνία,.
Δεν μπορώ να ξεχάσω μια συζήτηση με τον αείμνηστο Σωτήρη Μπάγια – μια από τις σπάνιες μορφές δικαστικού που με είχε εντυπωσιάσει – που με μια του παρατήρηση μου άνοιξε τα μάτια για να ιδώ με εντελώς διαφορετικό μάτι τα λειτουργικά μονοπάτια της εθνικής μας δικαιοσύνης. Τον είχα παρακαλέσει να μου εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο τόσο πολλές ποινικές υποθέσεις οδηγούνταν στο ακροατήριο ενώ πολλές από αυτές όφειλαν προφανώς να τεθούν στο αρχείο από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η απάντησή του ήταν απρόσμενη: Για να στείλεις μια υπόθεση στο ακροατήριο, μου είπε, χρειάζεσαι μερικά λεπτά και μια μεγάλη σφραγίδα που πατάς στο δικόγραφο. Για να βάλεις την ίδια υπόθεση στο αρχείο, χρειάζεται ίσως πολλών ημερών μελέτη και ανάλυση ώστε να συντάξεις ένα πειστικό πόρισμα. Όταν ο δικαστής ή ο εισαγγελέας είναι χρεωμένος με εκατοντάδες μερικές φορές φακέλους, πού θα βρει χρόνο για να κάνει το δεύτερο; Είναι ανθρωπίνως αδύνατον. Κατάλαβα τότε ότι έτσι δουλεύει το σύστημα με μπλοκαρισμένη την μηχανή της απονομής δικαιοσύνης, ώστε να παράγει ατέρμονα δουλειά για τους δικηγόρους που θα ήταν αλλιώς άνεργοι αν το σύστημα λειτουργούσε σωστά.
Σήμερα, το δικαιοδοτικό κόστος της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής είναι ίσως το υψηλότερο στη Ευρώπη ενώ ταυτόχρονα η εμπιστοσύνη προς την δικαιοσύνη τείνει προς το ναδίρ. Αναλογιζόμαστε τι σημαίνει αυτό για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, αλλά και της κοινωνικής μας ζωής;
Και όλα αυτά, για να μπορέσουν οι Κουβέληδες να χτίσουν την πολιτική τους καριέρα ως αρχηγοί μιας από τις ισχυρότερες συντεχνίας της χώρας μας. Γιατί, λοιπόν, να μας εκπλήσσει η φαινομενικά μόνο αλλοπρόσαλλη πολιτική συμπεριφορά του κυρ Φώτη;
Σε μια περίπτωση που την κριτική του είδους αυτού την έκανα σε συντροφιά δικηγόρων και άλλων ευυπόληπτων συμπολιτών μου, μου αντέτεινα το επιχείρημα ότι μια «ακριβή» δίκη θα ήταν αντίθετη προς το λαϊκό συμφέρον και θα παραβίαζε την ισότητα του πολίτη απέναντι στις υπηρεσίες του Κράτους. Η απάντησή μου ήταν ευθεία επειδή είχα πράγματι σκεφτεί πολύ το ζήτημα: Η φτήνια δεν είναι ο μόνος δρόμος για να κάνει προσιτή την δικαιοσύνη στον πολίτη. Υπάρχει και δρόμος του συμψηφισμού του κόστους γιαυτόν που έχει δίκιο με βαρύτερη οικονομική τιμωρία του αδικοπραγούντος. Και όπου αυτός ο συμψηφισμός παρουσίαζε αδυναμία άμεσης εφαρμογής, υπάρχει πάντα η δυνατότητα δημιουργίας δημόσιων θεσμών υποστήριξης των αδύνατων. Για παράδειγμα, στην ποινική δίκη, όπου η διαδικασία είναι πιο ευκολοθώρητη, θα μπορούσε ο μηνυτής να επιβαρύνεται με ένα μεγάλο ποσό εγγυοδοσίας το οποίο θα του επιστρέφονταν αν κέρδιζε την δίκη και θα το έχανε αν έχανε τη δίκη. Για τους αδύναμους πολίτες, θα μπορούσε να υπάρχει ένα κρατικό ταμείο εγγυοδοσιών, ώστε αυτό να καταβάλλει για λογαριασμό τους την υψηλή εγγυοδοσία. Μια τέτοια λύση, θα έκανε πολύ προσεκτικούς τους πολίτες στις καταμηνύσεις τους και θα μείωνε πολύ την δικαστική ύλη προς όφελος εκείνων που εύλογα καταφεύγουν στη δικαιοσύνη. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να λειτουργεί και η κατάργηση της δικηγορικής διατίμησης, ώστε το υψηλό κόστος νομικής συνδρομής να αποτρέπει την επιπόλαιη προσφυγή στην δικαιοσύνη. Κι εδώ ο χαμένος θα μπορούσε να πληρώνει τα δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, πράγμα που θα έκανε του πολίτες γενικά περισσότερο προσεκτικούς στην τήρηση της νομιμότητας.
Διερωτώμαι, πότε συζήτησε τέτοια ζητήματα με νηφαλιότητα και με διάθεση εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου ο «αριστερός» κυρ Φώτης Κουβέλης, αρχηγός συντεχνίας και όχι πολιτικής ιδεολογίας;