Οταν ανέλαβε τα καθήκοντά της η νέα κυβέρνηση, η εσωτερική υποτίμηση περίπου ολοκληρωνόταν. Κάπου, άλλωστε, θα φρέναρε, αφού προηγήθηκε 25% κατάρρευση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων 40% σε μέσο όρο – με το εισόδημα ενός εκατομμυρίου συμπολιτών μας, νέων ανέργων, να μηδενίζεται. Το «Μνημόνιο» με την έννοια ενός προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης πρακτικά είχε λήξει.
Ποιο ήταν το ζητούμενο; Η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους, που θα είχε δύο κεντρικά στοιχεία: Αμεσο, η εξασφάλιση πόρων για τη χρηματοδότηση των δομών ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, αναστροφή της ύφεσης, ανάπτυξη. Δεύτερο, η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους ώστε να σμικρύνουν τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και να καταστεί εφικτή η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς νέα ελλείμματα. Το ζητούμενο δεν μπορούσε να ήταν η αποφυγή κάθε επώδυνου μέτρου. Αφενός γιατί ορισμένα επώδυνα (για αρκετούς…) μέτρα είναι αναγκαία για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης (π.χ., η αντι-πελατειακή μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο…), αφετέρου διότι σε μια διαπραγμάτευση με το σημερινό ευρωπαϊκό κατεστημένο αναπόφευκτα θα κάνεις και, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές, υποχωρήσεις. Αλλά το θέμα δεν είναι κάθε δέντρο ξεχωριστά, είναι το δάσος – το συνολικό πακέτο.
Το θέμα είναι και ήταν συνολικά η νέα συμφωνία να ευνοεί ή να επιτρέπει την εφαρμογή ενός νέου μείγματος πολιτικής. Που θα προωθεί στην πράξη τη γενική κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της προσέλκυσης ξένων μακροπρόθεσμων ιδιωτικών κεφαλαίων, της επέκτασης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, που θα αναχαιτίζει την καταστροφή υπαρχουσών θέσεων εργασίας και θα ευνοεί τη δημιουργία νέων. Μια πολιτικής με αιχμή την αύξηση της απασχόλησης.
Προς τούτο, λογικό ήταν να κερδίσουμε τον χρόνο: Να ζητήσουμε ευθέως μια παράταση του προγράμματος, να επισπεύσουμε μια πολύ σοβαρή διαπραγμάτευση με αριθμούς/μέτρα, να κλείσουμε συμφωνία που θα αποκαθιστά την ασφάλεια εντός της Ευρωζώνης – άνευ της οποίας η ύφεση και η λιτότητα θα προελαύνουν. Εγινε το αντίθετο: Θυσιάστηκε χρόνος στον βωμό της υποκρισίας λεκτικών εφευρημάτων, ραντεβού σε Παρίσι, Βρυξέλλες και σε ξενοδοχεία, των ερμαφρόδιτων διατυπώσεων και των ανόητων λεονταρισμών.
Ακολουθήθηκε λανθασμένη στρατηγική. Αντί να επισπεύδουμε τις εξελίξεις, χάναμε χρόνο. Αντί να διαπραγματευθούμε όταν ακόμα δεν ξύναμε τον πάτο των δημόσιων και άλλων ταμείων, φτάσαμε να μπαίνουμε σε ουσιαστική διαπραγμάτευση μόνο όταν η χώρα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, με άδεια ταμεία. Αποδυναμωμένη οικονομικά, κοινωνικά. Με την εμπιστοσύνη των εταίρων μας και της διεθνούς κοινότητας προς την Ελλάδα στο ναδίρ – με κόστος που θα υποχρεωθούμε να πληρώσουμε όχι μόνο τώρα, αλλά και αύριο, τον Ιούνιο, στη διαπραγμάτευση του νέου Προγράμματος.
Και τώρα, τι; Συμφωνία, με τους καλύτερους όρους, αλλά πάντως συμφωνία με τους εταίρους μας, τώρα!
Πρώτον, διότι αν δεν σταθεροποιηθεί οριστικά η θέση μας στην Ευρωζώνη, η οικονομία θα βυθίζεται στην ύφεση και η ανεργία θα αυξηθεί. Κι έτσι, με βροντερά συνθήματα εναντίον της η λιτότητα θα διευρύνεται, και με δικανικούς εθνικής αδιαλλαξίας τα ταμεία θα χάσκουν άδεια και η Ελλάδα θα απομένει με απλωμένο το χέρι. Η ανάπτυξη προϋποθέτει άμεση και οριστική άρση της αβεβαιότητας όσον αφορά τη θέση της χώρας εντός της Ευρωζώνης.
Δεύτερον, διότι μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ένας σταθερός συμβιβασμός μαζί τους είναι απολύτως αναγκαίος προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για να επιδιωχθεί το μείζον: Να αντιμετωπισθούν οι εσωτερικές αιτίες της κρίσης που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Να ανοίξει ο δρόμος για να ανατραπεί το καθεστώς της κλεπτοκρατίας, της διαφθοράς, της ανομίας, να τσακιστεί το κράτος των πελατών. Ολα αυτά, δηλαδή, που μας έσυραν στο σημερινό σημείο.
Η επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους μας είναι μονόδρομος.
Η μη επίτευξη συμφωνίας θα πυροδοτούσε ένα απίστευτο ντόμινο κατάρρευσης σε χρόνο-ρεκόρ. Κατάρρευσης των τραπεζών από ένα πολύ άγριο κύμα φυγής των καταθέσεων, κατάρρευσης της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων και επιβολής ελέγχων στη διακίνησή τους και στην ανάληψη των καταθέσεων, πλήρους εξαφάνισης των τελευταίων ιχνοστοιχείων εμπιστοσύνης, κατακερματισμού της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κατάρρευσης της ίδιας της κυβέρνησης.
Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τους εταίρους, ας μην κουράζονται στο Μέγαρο Μαξίμου να επεξεργάζονται επιχειρηματολογίες και τακτικές για πρόκληση εκλογών. Είναι εκ του περισσού. Γιατί οι εκλογές θα διεξαχθούν αναπόφευκτα, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν. Και η λαϊκή ετυμηγορία, σε εκείνο το κλίμα γενικής κατάρρευσης και πραγματικού φόβου, θα είναι αισθητά έως πάρα πολύ διαφορετική από αυτήν που φαντασιώνονται όταν βλέπουν τις δημοσκοπήσεις που διεξάγονται σήμερα…