Η στρατηγική της οριστικής εξόδου από το μνημόνιο

Ευάγγελος Βενιζέλος 14 Ιουλ 2013

Το σοκ που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η υπαγωγή της χώρας στο μνημόνιο, δηλαδή στους πολιτικούς όρους μιας γιγαντιαίας δανειακής σύμβασης ύψους 249 δισ. ευρώ, δεν επέτρεψε να γίνει καθαρή η διάκριση ανάμεσα στα δύο σκέλη του προγράμματος προσαρμογής: το δημοσιονομικό και το διαρθρωτικό. Έχω πει πολλές φορές ότι η Ελλάδα δεν θα επέλεγε πότε μόνη της την οδό της ταχύρρυθμης δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ ήδη βρισκόταν σε ύφεση από το 2008. Μια χώρα όμως με πρωτογενές έλλειμμα 12% του ΑΕΠ δεν έχει δυστυχώς πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης, αν θέλει να αποφύγει όχι μόνο την ασύντακτη χρεοκοπία και την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, αλλά και την άμεση και βίαιη ισοσκέλιση του πρωτογενούς της ελλείμματος προκειμένου να διαφυλαχθούν οι βασικές λειτουργίες του κράτους και ιδίως του κοινωνικού κράτους. Η εμμονή των εταίρων μας στην επιβολή προκυκλικών πολιτικών λιτότητας που τροφοδοτούν τον κύκλο της ύφεσης και της ανεργίας έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, προσφάτως δε ανοικτή σύγκρουση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ. Χωρίς να υποτιμώ τις τεχνικές όψεις της συζήτησης αυτής, είναι για εμένα προφανές ότι η κυρία αιτία είναι απροκάλυπτα ιδεολογική.

Πρόκειται για τις αρνητικές, αναπτυξιακά και κοινωνικά, επιπτώσεις μιας κυρίαρχης αντίληψης, πολιτικά συντηρητικής και οικονομικά νεοφιλελεύθερης, που ενισχύεται και από έναν δυσμενή διακρατικό συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην Ευρώπη. Έναν συσχετισμό βασισμένο σε οικονομικούς εθνικισμούς, βαθιές θεσμικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης και ισχυρούς μηχανισμούς αναπαραγωγής και διεύρυνσης των αναπτυξιακών ανισοτήτων μεταξύ χωρών, με κορυφαίο παράδειγμα τα επιτόκια και άρα το κόστος του χρήματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Το διαρθρωτικό όμως σκέλος του προγράμματος προσαρμογής στον βαθμό που στοχεύει να καταστήσει επιτέλους την Ελλάδα ένα κανονικό κράτος στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, της ανάπτυξης και της κοινωνίας – παρά την «προτεσταντική» και ηθικολογική του διάσταση – εκφράζει τη διάχυτη επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας για ριζοσπαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στο πολιτικό, διοικητικό και δικαστικό σύστημα και στις σχέσεις κράτους και οικονομίας. Αλλαγές που σπάζουν αγκυλώσεις, αδράνειες, συνήθειες, συμβιβασμούς, πελατειακές και συντεχνιακές πρακτικές, διακομματικές αλλά και κοινωνικές συνενοχές.

Τώρα πια, ύστερα από τρία χρόνια έντασης και αγωνίας, φτάσαμε, χάρη στις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, στο στρατηγικά κομβικό σημείο να μπορούμε να τεκμηριώσουμε, ακόμη και απέναντι στον πιο κακόπιστο νεοφιλελεύθερο συνομιλητή μας, τη βασική μας θέση ότι η Ελλάδα έχει πετύχει μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή που της επιτρέπει να λέει ότι ούτε χρειάζεται ούτε πρέπει ούτε μπορεί να λάβει πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, μέτρα περιορισμού των εισοδημάτων που τροφοδοτούν την ύφεση και την ανεργία. Η Ελλάδα είναι τώρα η χώρα-μέλος της ευρωζώνης με το μεγαλύτερο κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό – όχι πλέον έλλειμμα αλλά – πλεόνασμα. Ως ποσοστό δε των δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι πλέον ένα από τα μικρότερα κράτη της ευρωζώνης. Εξακολουθεί βεβαίως να υπάρχει το ζήτημα της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις και δεσμεύσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Eurogroup.

Στο κρίσιμο όμως πεδίο του δημοσιονομικού ελλείμματος που εξαρτάται από τις εθνικές μας προσπάθειες, το στοίχημα μπορεί να κριθεί μόνο στον παρονομαστή του κλάσματος, στο ΑΕΠ, στην πραγματική οικονομία, στην επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη στήριξη των επιχειρήσεων και άρα της απασχόλησης, στην προώθηση γενναίων προγραμμάτων ανάσχεσης της ανεργίας. Η πολιτική μας θέση «όχι νέα δημοσιονομικά μέτρα» καθίσταται πλήρως αξιόπιστη στη συνεχή διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές μας (ο καθένας από τους οποίους υπολογίζει τα δεδομένα της εσωτερικής πολιτικής του κατάστασης, που σε καμία χώρα δεν είναι απλή και εύκολη), όταν συνοδεύεται από τη θέση «ναι στις διαρθρωτικές αλλαγές που στηρίζουν την ανάπτυξη, την αξιοκρατία, τις ίσες ευκαιρίες και κατατείνουν στη συγκρότηση ενός άλλου κράτους, ενός «κανονικού» για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κράτους». Δυστυχώς αυτή η μεγάλη μεταρρυθμιστική ανάγκη φαίνεται σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ξένη και επιθετική, επειδή υπαγορεύεται από την τρόικα και το μνημόνιο, παρ? ότι στις έρευνες της κοινής γνώμης οι ριζοσπαστικές διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα συγκεντρώνουν υψηλή αποδοχή. Το άθροισμα των επιμέρους αντιδράσεων υπερκαλύπτεται από τη διάχυτη στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας δίψα για ριζικές αλλαγές στο κράτος. Βεβαίως κάθε συγκεκριμένη συνδικαλιστική αντίδραση σε κάποια αλλαγή είναι εντυπωσιακότερη από τη γενική κοινωνική στήριξη και αποδοχή της.

Σε αυτή τη λεπτή αλλά κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στην απόρριψη των πρόσθετων περιοριστικών μέτρων και την αποδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών κρίνεται η πραγματική εθνική ικανότητα μας να απελευθερωθούμε επιτέλους από τους καταναγκασμούς του μνημονίου και να εφαρμόσουμε το δικό μας εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης με μοχλό ένα άλλο κράτος. Στη φάση αυτή προσπαθούμε βέβαια να ξεφύγουμε από καθυστερήσεις που μας εκθέτουν σε απαιτήσεις των εταίρων μας για δύσκολες επιλογές και αποφάσεις που έχουν μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό κόστος, ακριβώς γιατί θέλουν αναλαμβάνοντας το κόστος αυτό να δείξουμε ότι έχουμε ισχυρή μεταρρυθμιστική πρόθεση. Βρισκόμαστε άλλωστε ακόμη υπό την πίεση της βιωσιμότητας του χρέους, που δεν αφορά όμως μόνο εμάς αλλά και τους εταίρους μας.

Οι εταίροι μας θα πρέπει να θυμούνται ότι ο σαιξπηρικός έμπορος της Βενετίας ήθελε να κόψει σάρκα, έπρεπε όμως να το πετύχει χωρίς να χύσει αίμα. Οι πιέσεις σε σχέση με την πρώτη φάση – Ιουλίου και Σεπτεμβρίου -, προκειμένου να καταδειχθεί ότι υπάρχει μεταρρυθμιστική βούληση, θα δώσουν πολύ γρήγορα τη θέση τους σε ένα ολοκληρωμένο σχήμα διαφανούς, επιστημονικά οργανωμένης και αξιοκρατικής αξιολόγησης αφενός μεν των δομών, αφετέρου δε του προσωπικού όλου του κράτους. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ολοκληρωμένης παρέμβασης κανείς κανονικός εργαζόμενος στο Δημόσιο δεν πρέπει να νιώθει ανασφαλής ή απειλούμενος. Αντίθετα, με τον τρόπο αυτόν θα διορθωθούν αντιφάσεις ή τυχαιότητες της αρχικής φάσης. Ήδη οι εγγυήσεις και οι διευκρινίσεις που θα προστεθούν στο σχετικό νομοσχέδιο ως την ψήφισή του στην Ολομέλεια της Βουλής δίνουν το στίγμα αυτής της ολοκληρωμένης θεσμικής παρέμβασης στο κράτος. Όπου χρειαστούν στη συνέχεια πρόσθετες ρυθμίσεις (π.χ. για κλάδους εκπαιδευτικών της τεχνικής εκπαίδευσης ή για τη δημοτική/διοικητική αστυνομία), αυτές θα γίνουν. Το ΠαΣοΚ λειτούργησε και τώρα ως εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας. Ως εγγυητής της μοναδικής υπεύθυνης και ασφαλούς στρατηγικής οριστικής εξόδου από την κρίση. Οι εύκολες «αντιμνημονιακές» δημαγωγίες στο όνομα ενός ανύπαρκτου σχεδίου Β ακούγονται πια ανούσιες και μονότονες.

Το πραγματικό παιχνίδι παίζεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης συνεργασίας και στη συνεχή διαπραγμάτευση με τις άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης, την τρόικα ως εκπρόσωπο όχι μόνο θεσμών αλλά και κυρίαρχων αντιλήψεων. Οι ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις της «αντιμνημονιακής» αντιπολίτευσης κάνουν εύκολο πολιτικό συνδικαλισμό, αλλά όχι ουσιαστική πολιτική υπεράσπισης των κοινωνικών και εθνικών συμφερόντων, εκεί όπου αυτά δοκιμάζονται και κρίνονται πραγματικά. Η μόνη ουσιαστική εναλλακτική πρόταση είναι άλλωστε αυτή των ευρωπαίων Σοσιαλιστών και δημοκρατών που εν όψει των ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου μιλούν πλέον με πολύ πιο σαφή, συγκεκριμένο, διορατικό και ευαίσθητο τρόπο. Αλλά και στους κόλπους των ευρωπαίων Σοσιαλιστών και του ευρωπαϊκού πολιτικού Νότου το ΠαΣοΚ είναι αυτό που μετέχει όχι μόνο στο όνομα της ιδεολογικής και αξιακής ταυτότητας της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, αλλά και στο όνομα των εθνικών μας συμφερόντων μέσα στην Ευρώπη.

Έχουμε κάνει τη δύσκολη επιλογή, αυτήν της εθνικής και ιστορικής ευθύνης, προκειμένου να υπερασπιστούμε τα ζωτικά συμφέροντα των πολιτών και της κοινωνίας συνολικά. Ξέρουμε ότι η εύκολη επιλογή είναι η επιλογή των συμπαθητικών ψεμάτων και του πολιτικού εμπορίου των πληθωριστικών υποσχέσεων και της ψευδεπίγραφης εθνικής «λεβεντιάς». Είχαμε και εμείς την τεχνογνωσία. Τώρα κάποιοι νομίζουν ότι είναι πονηροί, γιατί προσπαθούν να αντιγράψουν παρωχημένες τεχνικές πολιτικού λόγου. Εμείς ξέρουμε ότι τώρα υπάρχει μόνο η στρατηγική της σκληρής αλήθειας και η μόνη αξιολόγηση που έχει αξία είναι αυτή της Ιστορίας. Γι’αυτό εμείς εκφράζουμε τη συνείδηση της δημοκρατικής παράταξης σε πείσμα εκείνων που νόμισαν ότι έγιναν σώγαμπροί της, εκμεταλλευόμενοι την πίκρα του ελληνικού λαού, που είναι πικραμένος αλλά σοφότερος από ό,τι νομίζουν κάποιοι.