Οι τελευταίοι έξι μήνες αποτέλεσαν νομίζω πολύ διδακτικοί για όλους. Είτε αισθάνονται προδομένοι, είτε αισθάνονται δικαιωμένοι. Είτε παρακολουθούν ψύχραιμοι τις πολιτικές εξελίξεις, χωρίς συναισθήματα προδοσίας ή δικαίωσης. Τα γεγονότα έτσι όπως εξελίχθηκαν ήταν πραγματικά συναρπαστικά. Μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, έχουμε την περίοδο της δημιουργικής ασάφειας, δείγμα έλλειψης ολοκληρωμένης στρατηγικής για την Κυβερνητική πλειοψηφία. Έχουμε την πλήρη αποτυχία αναζήτησης εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης της χώρας. Έχουμε τις σπασμωδικές κινήσεις τύπου δημοψηφίσματος, όπου το ΟΧΙ γίνεται εντός λίγων ωρών ΝΑΙ. Έχουμε το κλείσιμο των Τραπεζών και τα capital controls, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην παραπαίουσα πραγματική οικονομία. Μετά λοιπόν το περιπετειώδες εξάμηνο με τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές και τακτικές της Κυβέρνησης, της πρώτης φοράς αριστεράς, στο και πέντε κυριολεκτικά, έχουμε την υπογραφή μιας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Μιας συμφωνίας που ανοίγει το δρόμο του 3ου δυσβάστακτου μνημονίου για την διασφάλιση της χρηματοδότησης της χώρας και την αποφυγή της ανοικτής και ασύντακτης χρεοκοπίας. Και ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας, καταρρέει παταγωδώς όλη η μέχρι χθες διαπραγματευτική τακτική και πολιτική της Κυβέρνησης. Έχουμε δηλαδή εντός μόνο έξι μηνών, και πριν καλά – καλά Κυβερνήσει, μια στρατηγική ήττα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και εξηγούμαι.
Στο τελευταίο Συνέδριο ενοποίησής του το Κυβερνών κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, τονίζει στην πολιτική του απόφαση, “…η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ… σφραγίσθηκε με την ανάληψη της ιστορικής ευθύνης για την απαλλαγή του ελληνικού λαού από τις καταστροφικές νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές, που έχουν μετατρέψει τη χώρα μας σε αποικία χρέους…”. “Ο ΣΥΡΙΖΑ θεμελιώνεται ως ενιαίο, μαζικό, δημοκρατικό κόμμα, … με στόχο την κατάργηση των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους…”. Η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 που υπογράφηκε από τον Πρωθυπουργό, έθεσε τέλος με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, στη βασική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μόλις αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας, όχι μόνο δεν καταργεί τα μνημόνια, όπως είχε ξεκάθαρα δεσμευτεί, αλλά προσυπογράφει μια συμφωνία, η οποία προοιωνίζει ένα 3ο, πολύ πιο δύσκολο από τα προηγούμενα μνημόνια. Και αυτό αποτελεί μια στρατηγική ήττα για τη ριζοσπαστική αριστερά της χώρας. Και μαζί με αυτήν την ήττα, έχουμε το τέλος των ψευδαισθήσεων κάποιων, το τέλος των ανέξοδων παροχών και υποσχέσεων προς όλους, το τέλος του ψεύτικου διλήμματος μνημόνιο – αντιμνημόνιο, που δίχασε μια ολόκληρη κοινωνία. Δηλαδή, έχουμε μπροστά στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και όλων των ευρωπαίων, την κατάρρευση όλου του ιδεολογικού οπλοστασίου της ριζοσπαστικής αριστεράς, που στήριξε έξι χρόνια τώρα την πολιτική και τακτική αναρρίχησης της στην εξουσία.
Ειπώθηκε από τον Πρωθυπουργό της χώρας και την Κυβερνητική πλειοψηφία, ότι υπέγραψαν μια συμφωνία που δεν την πιστεύουν. Και προχώρησαν σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, γιατί δεν είχαν εναλλακτική λύση. Η ομολογία αυτή είναι ακόμη χειρότερη από την ομολογία της ήττας. Γιατί δείχνει μιαν απύθμενη ανευθυνότητα, από μια Κυβέρνηση η οποία προσυπογράφει κάποια πολύ σημαντικά πράγματα για το μέλλον της χώρας, που όμως δεν τα πιστεύει σύμφωνα με τα δικά της στελέχη και στην συνέχεια προετοιμάζει να υπογράψει μια συμφωνία που όμως διαφωνεί!!! Και ταυτόχρονα να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Τραγέλαφος ; Παραλογισμός ; Υποκρισία ; Σίγουρα αυτή η αντιφατική συμπεριφορά, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό πολιτικά αλλά και προσωπικά αδιέξοδα.
Όχι, δεν είναι παράξενα όλα αυτά για κάποιους που παρακολουθούν χρόνια τώρα την πορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Στην ουσία έχουμε την κατάρρευση των ιδεοληψιών και των βολονταρισμών αυτού του τμήματος της αριστεράς, που επιβίωσε μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” το 1989. Αυτό το τμήμα της αριστεράς, επιβίωσε πολιτικά διατηρώντας κατά βάθος κάποια ιδεολογικά συμπλέγματα, απέναντι στις θέσεις και στους παλιούς συντρόφους της κομμουνιστικής αριστεράς. Δηλαδή παρότι αναγνώρισαν επίσημα την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, δεν κατάφεραν να την εμπεδώσουν, να την ερμηνεύσουν και να την κατανοήσουν. Δεν κατάφεραν να δουν τα βαθύτερα αίτια της κατάρρευσης αυτής. Και το πιο σημαντικό δεν κατάφεραν να εκτιμήσουν τα πλεονεκτήματα της (αστικής) δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας (καπιταλισμού), αλλά και τις δυνατότητες βελτίωσής τους. Έτσι σε ένα βαθμό συνειδητά ή ασυνείδητα, υπέκρυπτε ένα είδος ρεβάνς, απέναντι στον αστισμό,την Ευρώπη και τον καπιταλισμό που νίκησε τον “υπαρκτό σοσιαλισμό” το 1989. Το διάβαζες στα κείμενά τους, στις αποφάσεις των συνεδρίων τους. Ιδιαίτερα στην τελευταία φάση “συριζοποίησης” του Συνασπισμού, ήταν πρόδηλος ο αντιευρωπαϊκός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι όταν ανέλαβαν Κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015, το πρώτο που αναζήτησαν ήταν οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, “παίζοντας” ακόμη και με τις γεωστρατηγικές ισορροπίες και την θέση που έχει κερδίσει η χώρα στην περιοχή.
Γι αυτό προσέβλεπαν με κάποια ρίγη συγκίνησης και προσδοκίας, στην ρώσικη βοήθεια, θεωρώντας σε ένα βαθμό ότι η σημερινή αυταρχική Ρωσία, που καμιά σχέση δεν έχει ως χώρα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αποτελεί συνέχεια της Σοβιετικής Ένωσης. (Και σε ένα βαθμό δεν έχουν και άδικο, μιλώντας λίγο σουρεαλιστικά, γιατί επιστημονικά και ιστορικά δεν είναι συγκρίσιμες, αλλά έχουν πολλά κοινά στοιχεία). Προσγειώθηκαν βέβαια απότομα, παρά τις μεγάλες υποκλίσεις τους, όταν ο σύντροφος και ηγεμόνας κος Πούτιν τους είπε, ότι πρέπει να τα βρούμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας, γιατί αυτοί δεν μπορούσαν να διαθέσουν τέτοια ιλιγγιώδη κεφάλαια, που ζητούσε η ελληνική πλευρά. (Η εξήγηση βέβαια είναι ότι τα συμφέροντα της Ρωσίας με την ΕΕ, υπερβαίνουν τη μικρή Ελλάδα και τα όποια οφέλη μπορεί να είχαν από μια προσέγγιση μαζί μας, παρακάμπτοντας την ΕΕ).
Η ριζοσπαστική αριστερά έβλεπε πάντα καχύποπτα την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η ανάλυσή τους κατέληγε, ότι τελικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και δεν συνάδει με τα λαϊκά συμφέροντα που υποτίθεται ότι εκφράζει και υποστηρίζει –σύμφωνα με την ίδια- η ριζοσπαστική αριστερά. Γι αυτό και δεν μπορούν να δουν την σύγχρονη Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως την μεγάλη κατάκτηση της δημοκρατίας και των λαών της. Το καλύτερο και μεγαλύτερο ιστορικά υπόδειγμα και εργαστήριο, νέων ιδεών, συγκατοίκησης, συνεργασίας και ειρηνικής συμπόρευσης εθνών και λαών, με πραγματική αλληλεγγύη και συναίνεση. Ασφαλώς με προβλήματα και ελλείμματα στη δημοκρατική ολοκλήρωση, που χρήζουν βελτίωσης. Και αυτό είναι ζητούμενο για τις προοδευτικές και πραγματικά φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που αγωνιούν για τους εργαζόμενους και τους πιο αδύνατους οικονομικά. Αλλά απέναντι στο οικοδόμημα αυτό δεν βλέπουμε κάτι άλλο, εκτός από την Ευρώπη της εθνικιστικής περιχαράκωσης, από τις ακροδεξιές φωνές της Μαρί Λεπέν και του Νάιτζελ Φάρατζ, που το μόνο όραμά τους, είναι ένα ιστορικό πισωγύρισμα σε μια Ευρώπη των εθνικισμών και των άγονων ανταγωνισμών του παρελθόντος. Και για να μην ξεχνιόμαστε, αυτοί ήταν που υποδέχθηκαν θερμά, με πικέτες και με χειροκροτήματα τον κο Τσίπρα, στην τελευταία του ομιλία στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Αισθάνθηκαν πολύ καλά οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας αυτό το θέαμα και παρακολουθώντας στην συνέχεια τις ομιλίες τους, που προέτρεπαν στον κο Τσίπρα να βαθύνει τη σύγκρουση με την Ευρώπη;
Μιλάμε δηλαδή για μια βαθύτερη ήττα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μια ήττα που αγγίζει τον πυρήνα της ιδεολογίας της και των στρατηγικών επιλογών της. Η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό νόμισμα, αποτελούν τις κυρίαρχες επιλογές, το κλειδί και για τις υπόλοιπες πολιτικές προτεραιότητες της. Εφόσον αποδέχεσαι το ευρωπαϊκό πλαίσιο, είσαι υποχρεωμένος να επανεξετάσεις και τις υπόλοιπες. Διαφορετικά, πρέπει να προσχωρήσεις στις αναλύσεις και στην συνέπεια του ΚΚΕ, περί λυκοσυμμαχίας, πολυεθνικών και μονοπωλίων που καταδυναστεύουν τους λαούς της Ευρώπης και τελειώνεις. Απλά πράγματα. Εάν όμως θεωρείς μονόδρομο την ευρωπαϊκή επιλογή, τότε η ριζοσπαστική αριστερά χρειάζεται να αναθεωρήσει όλες τις πολιτικές της επιλογές. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να ζητάς 86 δις. δανεικά από τους ευρωπαίους, οι οποίοι σε δανείζουν με επιτόκια μικρότερα από αυτά των αγορών, ή ακόμη και με αυτά που δανείζονται ορισμένες χώρες και ταυτόχρονα, να συνεχίζεις τις ρητορείες περί αποικίας χρέους, περί αδίστακτων δανειστών – τοκογλύφων και άλλων ηχηρών, που τους στόλιζε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και έξι χρόνια.
Όμως δεν είναι μόνο τα ευρωπαϊκά θέματα που τίθενται εμπρός στην αναθεωρητική ατζέντα της ριζοσπαστικής αριστεράς, μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Αναπόφευκτα θα πρέπει να τα βάλλει με τις γνωστές συντεχνίες και τα ειδικά οργανωμένα συμφέροντα που εμποδίζουν εδώ και δεκαετίας να αλλάξουν κάποια πράγματα στη χώρα μας. Με βασικό τους συμπαραστάτη μέχρι σήμερα τη ριζοσπαστική αριστερά. Αναπόφευκτα θα τεθούν επί τάπητος οι μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα και της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Δηλαδή η αλλαγή και η βελτίωση των δομών του (αστικού) Κράτους για να γίνει πιο αποτελεσματικό και χρήσιμο για τον πολίτη και την επιχειρηματικότητα. Με αξιολόγηση και αξιοκρατία. Και δεν έχει άλλη επιλογή η ριζοσπαστική αριστερά, από την αναθεώρηση των πολιτικών της.
Πως θα τα αντέξει όλα αυτά η ριζοσπαστική αριστερά ; Προφανώς δεν μπορεί να τα αντέξει. Γι αυτό και δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ριζοσπαστική αριστερά. Γι αυτό και μιλάμε για στρατηγική ήττα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Και έτσι αναπόφευκτα, ένα τμήμα της θα συναντηθεί με τις δυνάμεις του αντιευρωπαϊσμού και του εθνικισμού σε οποιαδήποτε εκδοχή του. Το άλλο τμήμα της που πιστεύει σταθερά στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ή που μέσα από μια σκληρή αυτοκριτική θα αναθεωρήσει τις χθεσινές λανθασμένες της επιλογές, αναπόφευκτα θα συναντηθεί με τις άλλες αριστερές, προοδευτικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας και θα αποτελέσουν τον μεγάλο προοδευτικό πόλο εξουσίας για τη χώρα. Που θα αναλάβουν τη μεγάλη μεταρρύθμιση της χώρας. Για να την μετατρέψουν σε μια κανονική, δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα της προόδου και της δημιουργίας.