Η Στρατηγική ενός μετώπου του Νότου ενάντια στο Βορρά της Ευρώπης είναι αδιέξοδη και εις βάρος των χωρών του Νότου
Ακούμε από διάφορες πλευρές, τελευταία ιδιαίτερα, ότι θα πρέπει οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να συμμαχήσουν με στόχο να υποχρεώσουν τις χώρες του Βορρά στην αλλαγή των πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερα έντονα εκφράζεται η προσέγγιση αυτή τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης. Στις αναλύσεις αυτές, διαβάζουμε ότι στις πολιτικές αυτές, οφείλεται η ενίσχυση των δυνάμεων που αντιπαλεύουν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ένωσης και των διαλυτικών τάσεων, με αφορμή το Brexit. Στις πιο απόλυτες εκδοχές αυτές οι αναλύσεις, θεωρούν τις χώρες του Βορρά και πιο ειδικά τη Γερμανία, υπεύθυνη για την κρίση που ακόμη μαστίζει κάποιες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα. Και οι λύσεις είναι οι εξής, για τους αναλυτές αυτούς. Το “Μέτωπο του Νότου” για κάποιους ή η διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ για κάποιους άλλους. Παρά τα αληθοφανή στοιχεία αυτών των θεωριών, θεωρώ ότι επί τοις ουσίας θέλουν να αποκρύψουν την αντιπαλότητά τους προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το οποίο αποτελεί και το κοινό σημείο όλων αυτών των αναλύσεων.
Αυτές οι προσεγγίσεις ενισχύουν και τροφοδοτούν τις πιο ακραίες αντιευρωπαϊκές πολιτικές, δυνάμεις που καλλιεργούν και αναπτύσσουν, όχι απλά τον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό, αλλά έναν ακραίο αντιευρωπαϊσμό. Οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται κυρίως στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος, εάν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα σχηματικό τρόπο απεικόνισης των πολιτικών δυνάμεων της κάθε χώρας. Υποστηρικτές αυτών των προσεγγίσεων είναι και κάποιες δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου, που με κάποιες θέσεις τους, όπως το “Μέτωπο του Νότου”, ενισχύουν παρόμοιες ευρωσκεπτικιστικές πρακτικές και συμπεριφορές στο κοινωνικό σώμα της κάθε χώρας. Αυτές οι πολιτικές σε τελευταία ανάλυση τοποθετούνται απέναντι στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δημιουργούν καχυποψίες και εχθρικά αισθήματα στις κοινωνίες των πολιτών της κάθε χώρας, απέναντι στην πιο προοδευτική ιδέα των νεότερων χρόνων για την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Της συνένωσης και της συνεργασίας χωρών και λαών, μετά από δύο αιματηρούς παγκόσμιους πολέμους που κάποιοι από τους πρωταγωνιστές τους, είναι οι σημερινές κινητήριες δυνάμεις της ειρηνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η πορεία δεν είναι ευθύγραμμη και ίσως όχι όπως την ήθελαν οι εμπνευστές και οι συνεπείς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Με περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική συνοχή, με λιγότερες ανισότητες, με μεγαλύτερη ταχύτητα προς μια δημοκρατική ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Όμως η πορεία αυτή δεν είναι ανέφελη και χωρίς δυσκολίες. Χρειάζεται να ξεπεραστούν εθνικά στερεότυπα, για να οικοδομηθεί μια νέα ευρωπαϊκή κουλτούρα στους πολίτες, όπου το εθνικό συμφέρον θα συμβαδίζει με το ευρωπαϊκό και αντιστρόφως. Όμως στις σημερινές συνθήκες μιας παγκόσμιας σκληρά ανταγωνιζόμενης αγοράς, δεν βλέπω καλύτερη επιλογή για τις κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών για να μπορέσουν να σταθούν, παρά μόνο μέσα από τη κοινή πορεία τους.
Σε μια εκδοχή τους οι προσεγγίσεις αυτές περί “Μετώπου του Νότου”, που εκφέρονται και από αναλυτές διεθνούς κύρους (Στίγκλιτς, 2016), εκτιμούν ότι η μοναδική λύση σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρώπη, είναι η διάλυση της ευρωζώνης ή η διάσπαση του ευρώ σε βόρειο και νότιο ! Θεωρώντας ως υπεύθυνους αυτής της κατάστασης τις χώρες του βορά και κυρίως την Γερμανία, υποστηρίζουν ότι εφόσον δεν αλλάζει η πολιτική της λιτότητας, οι χώρες του Νότου είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Και ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού αυτού αναφέρονται στο παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία δεν λέει να ξεφύγει από το σπιράλ της ανακυκλούμενης κρίσης, εδώ και έξι χρόνια εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως δεν χρειάζεται να έχει πάρει κάποιος Νόμπελ οικονομίας, για να κατανοήσει ότι οι αιτίες της αποτυχίας της Ελλάδας δεν είναι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά η μη σωστή και συνεπής εφαρμογή τους και η πολιτική ανευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, έξι χρόνια τώρα. Οι οποίες συναγωνίζονται έξι χρόνια τώρα σε λαϊκισμό και σε αντιμνημονιακή ρητορεία, αναβάλλοντας ώριμες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Και για να στηρίξουν τη θεωρία τους, υπερτονίζουν κάποιες επί μέρους λανθασμένες εκτιμήσεις, όπως ο περίφημος πολλαπλασιαστής του ΔΝΤ, ο οποίος δεν υπολόγιζε αξιόπιστα την επίδραση των μέτρων της προσαρμογής στην ύφεση. Αλλά και αυτό σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει, αφού οι εσωτερικοί παράγοντες που συνδέονται με την παγίδευση της χώρας σε ύφεση, είναι ισχυρότεροι στην επίδρασή τους σ’ αυτήν από τον λανθασμένο πολλαπλασιαστή. Και αυτοί συνδέονται, με την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και την έλλειψη πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, με το ατέλειωτο πλέγμα της κρατικής γραφειοκρατίας, με την κατάσταση στη δικαιοσύνη και με μια σειρά άλλους ανασταλτικούς παράγοντες που αποτρέπουν τους υποψήφιους επενδυτές.
Η στρατηγική του “Μετώπου του Νότου” λέει ότι, μια συμμαχία των χωρών του Νότου, θα υποχρέωνε τις χώρες του Βορρά και ιδιαίτερα τη Γερμανία, να αναθεωρήσουν τη «σφιχτή» οικονομική πολιτική της λιτότητας. Και πιο είναι το ζητούμενο που κρύβεται πίσω από την θεωρία περί διακοπής της πολιτικής της λιτότητας; Γιατί οι πρωταγωνιστές της στρατηγικής του “Μετώπου του Νότου” δεν μιλάνε καθαρά για τους άμεσους στόχους τους, αλλά μιλώντας γενικά και αφηρημένα περί της καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας, για σχέδια Μάρσαλ και για πακέτα Γιούνκερ, αποκρύβουν την βασική τους επιδίωξη. Τα πλεονάσματα του Βορά. Στην ουσία λένε, ότι μια συμμαχία του Νότου, θα υποχρεώσει τις χώρες του Βορρά να βάλλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη τους και να βοηθήσουν τις χώρες του Νότου γιατί, θα φοβηθούν από τον κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης. Η στρατηγική αυτή αν και αγνοεί απλές αρχές, όπως ότι η πολιτική δεν ασκείται με εκβιασμούς, αλλά πρέπει να ασκείται με βάση τον ρεαλισμό, την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, τον συσχετισμό των δυνάμεων και των εθνικών συμφερόντων, ίσως φαίνεται γενναία και ιδιαίτερα ελκυστική σε κάποια κοινωνικά στρώματα, αλλά και σε τμήματα των πολιτικών ελίτ των χωρών του Νότου, πάσχει όμως σε πολλά σημεία της. Γιατί η διεκδίκηση των πλεονασμάτων του Βορρά μέσω πολιτικών εκβιασμών, θεριεύουν τις πιο αντιευρωπαϊκές δυνάμεις της Ευρώπης που κερδίζουν συνεχώς έδαφος όπως φάνηκε και στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές στη Γερμανία [Χ].
Η στρατηγική του “Μετώπου του Νότου” πάσχει κατ’ αρχήν ως προς τον ρεαλισμό της. Κανένα στοιχείο δεν μας υποδεικνύει ότι όλες οι Κυβερνήσεις των χωρών του Νότου, ασπάζονται παρόμοιες προσεγγίσεις. Η κάθε χώρα του Νότου που ζει ή την αγγίζει στον έναν ή στον άλλο βαθμό η οικονομική κρίση, δεν την αφορά στον ίδιο βαθμό και δεν εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στη κάθε χώρα. Οι απαιτούμενες αλλαγές στην κάθε χώρα δεν είναι ίδιες και οι συμμαχίες και οι προτεραιότητες της κάθε μιας δεν ταυτίζονται με αυτές των άλλων, εάν κρίνουμε από την στάση και τις ψηφοφορίες στην ευρωπαϊκή επιτροπή και στα άλλα σώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, επειδή σήμερα κάποιες χώρες του Νότου, έχουν κάποια κοινά σημεία στην ευρωπαϊκή τους πολιτική, αυτό δεν σημαίνει ότι η λύση στα προβλήματά τους, βρίσκεται στην συγκρότηση κάποιου τύπου μετώπου. Και αυτομάτως θα υποχρεωθούν οι χώρες του Βορρά να αλλάξουν τις πολιτικές τους. Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο. Ασφαλώς μπορούν να οικοδομούνται επί μέρους συμμαχίες χωρών που μπορούν να συναντηθούν, στις συνθήκες της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς συγκυρίας, για ένα ή περισσότερα θέματα. Αυτό όμως δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά. Δεν γίνεται κάποιες χώρες του Νότου, να γοητεύονται από το Σκανδιναβικό μοντέλο [Παπανδρέου Γ.,2010) και από την άλλη να τοποθετούνται απέναντι, επειδή δεν τους χαρίζουν τα λεφτά τους! Μάλιστα ορισμένοι ηγέτες, νομίζουν ότι έτσι θα λυθεί το πρόβλημα της χώρας τους και θεωρούν ότι υπηρετούν το ευρωπαϊκό όραμα, ζητώντας μονομερώς και ανέξοδα, περισσότερους πόρους, όπως τον διπλασιασμό του πακέτου Γιούνκερ προς την χώρα τους και δίνοντας προτεραιότητα στην μεταφορά πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια. Και κυρίως χωρίς να λένε πως θα πολεμήσουν τις εσωτερικές παθογένειες της χώρας τους (Τσίπρας,2016).
Όμως οι ανισορροπίες στην ΕΕ δεν αντιμετωπίζονται μόνο με την μεταφορά πόρων από τις πλούσιες χώρες προς τις φτωχότερες. Αλλά και με γενναίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στις ίδιες αυτές φτωχότερες χώρες. Για την καταπολέμηση των περιορισμών που τους εμποδίζουν να βγουν στο ξέφωτο μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Και ασφαλώς μια χώρα του Νότου, σε πολλά προβλήματα, ίσως χρειασθεί να συνεργασθεί και με χώρες του Βορρά, σε άλλα με χώρες του Νότου. Ακόμη όμως και εάν συμφωνούσαν όλοι σήμερα και μπορούσε να δημιουργηθεί μια μονομερής συμμαχία των χωρών του Νότου, απέναντι στις χώρες του Βορρά, μια τέτοια στρατηγική είναι αδιέξοδη και σε ένα βαθμό επικίνδυνη για την ευρωπαϊκή προοπτική και όποιοι την προτείνουν ανέξοδα, τουλάχιστον δεν έχουν σκεφτεί τις συνέπειες της σε όλες τις διαστάσεις. Σε τελευταία ανάλυση η στρατηγική αυτή ενισχύει τις θέσεις κάποιων κύκλων της Ευρώπης και της παγκόσμιας πολιτικής αντιπαράθεσης, που ευνοούν την διάλυση της ΕΕ ή την διάσπαση της ευρωζώνης σε Βορρά και Νότο, εξέλιξη όμως που δεν βοηθά και δεν συμφέρει τις χώρες του Νότου. Γιατί εάν η στρατηγική της συμμαχίας των χωρών του Νότου, απέναντι στις χώρες του Βορρά έχει ως στόχο την μεταφορά πόρων από το Βορρά στο Νότο, μια διάσπαση της ευρωζώνης, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί αυτό τον στόχο, αντίθετα τον καταστρέφει. Ακόμη και οι προτάσεις περί βορείου και νοτίου ευρώ, είναι έωλες και δεν στηρίζονται σε κανένα σοβαρό επιχείρημα. Ενδεχομένως οι χώρες του Νότου να έχουν κάποια κοινά σημεία. Αυτά όμως κυρίως αφορούν κάποιες αδύνατες πλευρές των οικονομιών τους. Ένα κοινό νόμισμα αυτών των χωρών σε τι άραγε θα βοηθούσε σύμφωνα με τους εμπνευστές αυτής της θεωρίας ; Στην κοινή διαχείριση της φτώχειας τους ; Το ότι θα είχαν ένα κοινό νόμισμα βαθειά υποτιμημένο την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του, με υποτιμημένες όμως και όλες τις άλλες αξίες (μισθοί, συντάξεις κ.λ.π.), απέναντι σε ισχυρότερα νομίσματα, δηλαδή και του βόρειου ευρώ; Αν δούμε τα πράγματα τελείως κυνικά με απόλυτη οικονομική προσήλωση στα αξιώματα της οικονομικής θεωρίας, μάλλον έχει δίκιο ο κος Στίγκλιτς που υποστηρίζει την διάσπαση του ευρώ σε βόρειο και νότιο. Σύμφωνα με την θεωρία του, οι φτωχότερες χώρες θα έχουν ένα πιο αδύνατο νόμισμα, αντίστοιχο με τις οικονομίες τους. Θα μπορούν έτσι να διαχειριστούν τα προβλήματά τους καλύτερα, αφού τα οικονομικά μεγέθη τους και όλες οι αξίες θα συμβαδίζουν περισσότερο με την πραγματική αξία του νομίσματός τους. Και κυρίως θα μπορούν κα κόψουν νόμισμα. Απλά θα είναι ένα πληθωριστικό και υποτιμημένο νόμισμα. Άρα θεωρεί δεδομένο ο κος Στίγκλιτς ότι οι χώρες που θα υιοθετήσουν το νότιο ευρώ θα υποχρεωθούν να ζήσουν με βάση το επίπεδο των οικονομιών τους, δηλαδή όλοι πολύ φτωχότερα από σήμερα και με τις νέες ανισότητες που θα διαμορφωθούν ανάλογα με το επίπεδο της οικονομίας της κάθε χώρας του Νότου. Και πάλι οι φτωχότερες χώρες, θα αναζητούν μεταβίβαση πόρων από τις πλουσιότερες. Και αυτό δεν θα έχει τέλος. Όμως αυτό δεν ήταν και είναι το νόημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Να βοηθηθούν οι φτωχότερες χώρες, με μεταβίβαση πόρων από τις πλουσιότερες, για να συμβαδίσουν από κοινού προς το μέλλον. Αυτό δεν γίνεται δεκαετίες τώρα στην ΕΕ ; Με βάση τον πλούτο τους δεν συνεισφέρουν οι ευρωπαϊκές χώρες στον προϋπολογισμό της ΕΕ ;
Το Brexit δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής αντιμετώπισης των ανισοτήτων των χωρών της ΕΕ. Αντίθετα. Οι πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας επέλεξαν κατά πλειοψηφία να αποχωρήσει η χώρα τους από την ΕΕ, γιατί δεν ήθελαν να συμβάλλουν στον κοινό προϋπολογισμό της Ένωσης, ο οποίος αναδιανέμει τους πόρους υπέρ των φτωχότερων χωρών. Ο κος Στίγκλιτς απλά εξετάζει τα πράγματα με αξιώματα, αγνοώντας την πολιτική τους διάσταση και υποτιμώντας το πραγματικό τους οικονομικό αποτέλεσμα που έχουν αυτές οι πολιτικές. Η ΕΕ συγκροτήθηκε όμως, γνωρίζοντας οι ισχυρότερες χώρες ότι θα συνεταιρισθούν με πιο αδύναμες χώρες. Και από τότε που υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία, έχουν μεταβιβασθεί εκατομμύρια δισεκατομμυρίων ευρώ, από τις πλουσιότερες προς τις φτωχότερες χώρες, για την άρση των ανισοτήτων. Αυτό αποτελούσε και αποτελεί τον πυρήνα της ενοποίησης και της αναζήτησης ενός κοινού δρόμου των ευρωπαϊκών λαών. Σήμερα η Ελλάδα υλοποιεί το 4ο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, άνω των 25 δισεκατομμυρίων ευρώ μαζί με το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, ολοκληρώνοντας τις υποδομές της, το οδικό της δίκτυο, τις τηλεπικοινωνίες της, την ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων της και τόσα άλλα επενδυτικά προγράμματα, που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά σχεδόν από ευρωπαϊκούς πόρους, τα τελευταία χρόνια λόγω μηδενισμού ουσιαστικά του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων της χώρας. Αυτή είναι η πολιτική διάσταση του εγχειρήματος της ενοποίησης της Ευρώπης. Που υπερισχύει απέναντι σε κάθε άλλο απόλυτο οικονομικό αξίωμα.
Η ευρωπαϊκή προοπτική έχει μέλλον μόνο ενιαία και όχι μέσα από μια τυχόν διάσπασή της ευρωζώνης ή της ΕΕ. Ο Νότος έχει ανάγκη το Βορρά και ο Βορράς έχει ανάγκη το Νότο, γιατί καμιά χώρα της Ευρώπης, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν μπορεί να σταθεί με επάρκεια σήμερα απέναντι σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αμερική ή σε μια συνεχώς ισχυροποιούμενη Κίνα και άλλων ανερχόμενων οικονομικά υπερδυνάμεων. Και μόνο μέσα από τις πολιτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τις προσπάθειες που πρέπει να κάνουν οι χώρες του Νότου για τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, μπορούν να βρουν ένα κοινό βηματισμό με τις χώρες του Βορρά. Γιατί όσοι οικονομικοί πόροι και αν μεταφερθούν από το Βορρά στο Νότο, δεν λύνεται το πρόβλημα των χωρών του Νότου, όπως της Ελλάδας, που είναι δομικό, παραγωγικό. Είναι σαν να ρίχνουμε τόνους νερό σε ένα βαρέλι δίχως πάτο. Όσα λεφτά και να μεταβιβασθούν στην Ελλάδα, όσα δισεκατομμύρια χρέος και να κουρευτούν, εάν δεν αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αν δεν προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και στην κοινωνία, απλά θα ζήσει μια προσωρινή ψευδαίσθηση λύσης, αλλά το πρόβλημα της θα παραμείνει και θα αναπαράγεται εσαεί. Η ειρωνεία στην όλη υπόθεση των πολέμιων της ευρωζώνης και της ΕΕ, είναι η αναφορά τους στο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο της χώρας από την ΕΕ, ως επιχείρημα για την ενίσχυση της θεωρίας περί αντίθεσης Νότου και Βορά. Ξεχνούν όμως να μας πουν όσοι επικαλούνται το Brexit, για να στηρίξουν την θεωρία της αντίθεσης Βορά – Νότου, ότι το βασικό επιχείρημα των υπερασπιστών της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, ήταν οι υπερβολικοί πόροι που έδινε η χώρα τους για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών εντός της ΕΕ ! Δηλαδή οι Βρετανοί αποφάσισαν την έξοδο τους από την ΕΕ, γιατί διαφωνούν με την περαιτέρω ενοποίησή της και την μεταβίβαση πόρων προς την ΕΕ και όχι γιατί η Βρετανία ή η Γερμανία δεν έδιναν αρκετούς οικονομικούς πόρους προς τις φτωχότερες χώρες για την εξισορρόπηση των ανισοτήτων. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την συνεχή ισχυροποίηση του ακροδεξιού κόμματος, “Εναλλακτική για την Γερμανία”. Είναι οι δυνάμεις που αντιπαλεύουν την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση και την άρση των ανισοτήτων μέσω της μεταβίβασης οικονομικών πόρων από το Βορρά στον Νότο της Ευρώπης,
Το άλλο αδύνατο σημείο της στρατηγικής του “Μετώπου του Νότου”, συνδέεται με την συνειδητή απόκρυψη από τους υπερασπιστές του, των αιτιών της κρίσης των χωρών του Νότου που συνδέονται με τα εσωτερικά προβλήματα αυτών των χωρών. Γιατί πίσω από την υπερπροβολή της ψεύτικης αντίθεσης Βορά – Νότου, κρύβεται η υποτίμηση και η απόκρυψη τελικά των εσωτερικών ενδογενών αιτιών της κρίσης στην κάθε χώρα του Νότου. Δεν είναι τυχαίο που η τελευταία κρίση του 2007-8, επηρέασε πιο έντονα τους πιο αδύνατους κρίκους της ευρωζώνης, ανάμεσα στους οποίους και την Ελλάδα. Ένα πελατειακό κομματικό κράτος με αδύνατες δημοκρατικές δομές ελέγχου και διαφάνειας, με εκτεταμένη διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες του, με μια αποσαρθρωμένη παραγωγική υποδομή και όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής, που την εμποδίζουν να δει την πραγματικότητα και να σταθεί απέναντι στις παρενέργειες της. Οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την στρατηγική περί Μετώπου του Νότου, ως την λύση για το πρόβλημα της χώρας τους, αποκρύβουν τις εσωτερικές αιτίες της κρίσης στις χώρες του Νότου και αποτελούν τις βασικές δυνάμεις αντίστασης σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση που επιδιώκεται στο κράτος και στην κοινωνία, από τις δυνάμεις των χωρών του Νότου που πιστεύουν βαθειά στην ευρωπαϊκή προοπτική.
9-9-2016
Κώστας Χαϊνάς
Μαθηματικός – Οικονομολόγος