Οι απότομες στροφές μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμες για τα πολυκαιρισμένα πολιτικά σκαριά. Το 1989 άρκεσε ένα στραβοπάτημα του επικεφαλής του ΚΚ του Βερολίνου Γκίντερ Σαμπόφσκι σε μια συνέντευξη τύπου για να καταρρεύσει η Κομμουνιστική Γερμανία. Ο έμπειρος Σαμπόφσκι θεώρησε καλή ιδέα να υποσχεθεί την άμεση εφαρμογή της ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών από την Ανατολική Γερμανία προς τους γείτονές της. Αλλά μόλις το έκανε, όπως ακριβώς προέβλεπαν τα σχετικά ανέκδοτα, οι κάτοικοι της Λαοκρατίας έσπευσαν πατείς με πατώ σε να εκκενώσουν τον παράδεισο. Το καθεστώς, που τόσο καλά ήξερε να καταπιέζει, να βασανίζει, να προπαγανδίζει, να κατασκοπεύει και να ελέγχει, δεν άντεξε το ξαφνικό ξέσπασμα της –υπεσχημένης από το ίδιο- ελευθερίας. Το παιχνίδι της συναίνεσης και της καταστολής έσκασε στα μούτρα του.
.
Παρομοίως στη χώρα μας το Μεταπολιτευτικό καθεστώς άντεξε κακήν-κακώς στην μακρά, οδυνηρή και άδικη λιτότητα. Φαίνεται όμως να μην μπορεί να διαχειριστεί τη χαλάρωση των μέτρων και την εμφάνιση προσδοκιών από τη «μεταμνημονιακή» περίοδο. Εν αρχή ην η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος». Η κυβέρνηση δεν έστειλε στην κοινωνία το μήνυμα πως από εδώ και μπρος τα χρήματα θα κατευθύνονται σε επενδύσεις που θα αυγάταιναν το «πλεόνασμα» ή στην αντιμετώπιση των «σκοτεινών τάσεων» (σε δημογραφία και περιβάλλον) που απειλούν με εξαφάνιση την Ελλάδα ως εθνική και δημοκρατική πολιτεία πριν το τέλος του αιώνα. Αντίθετα, διαβεβαίωσε πως τα λεφτά θα μοιράζονται as usual -με απλή αναλογική, ανάλογα με την πολιτική δύναμη: έτσι προκρίθηκαν οι «ένστολοι και οι συνταξιούχοι».
.
Ακολούθησε το ρεσάλτο των καθεστωτικών που νοιώθουν τσαλακωμένοι από τα Μνημόνια: μια σειρά από προστατευμένες ή προνομιούχες ομάδες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με θρασύτερους τους δικαστές, σέρνουν το χορό της «αποκατάστασης των αδικιών», όπως ονομάζουν την παλινόρθωση της πολιτικής-κοινωνικής διευθέτησης που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Όσον αφορά τα στίφη των πληβείων, στρέφονται μαζικά προς τη στάση πληρωμών σε ασφαλιστικά ταμεία, εφορίες και τους πάσης φύσεως προμηθευτές τους. Το σύστημα ροκανίζεται και από τα πάνω και από τα κάτω.
.
Το διάστημα 2010-2013, τα μέτρα λιτότητας κατάφεραν να επιβληθούν διότι το κράτος έπαιξε σωστά το παιχνίδι συναίνεση-καταστολή. Δημιουργούσε συναίνεση επικαλούμενο την ανάγκη να παραμείνει η χώρα στην ευρωπαϊκή της τροχιά και να γίνουν μείζονες αλλαγές στις μεταπολιτευτικές ισορροπίες. Τα οχήματα της καταστολής χρειάζονταν αυτό το έδαφος για να κυλήσουν. Από τα μέσα του 2013 όμως, η εξουσία καλλιεργεί την αίσθηση πως η λιτότητα πέρασε και -το χειρότερο- πως όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Το πολιτικό σύστημα παρασύρεται από το ρεύμα, όπως ανέκαθεν έκανε στη Μεταπολίτευση. Ο μεταρρυθμιστικός λόγος εξασθένησε, η περιοριστική πολιτική αφορίζεται. Με τον ανασχηματισμό, το σανίδι γέμισε από τις πριμαντόνες της ανευθυνότητας, εκ Λαϊκής Δεξιάς και Ελιάς ορμώμενους.
.
Αφήνω κατά μέρος πως αν είχαμε πράγματι ανακάμψει ως προς το ισοζύγιο πληρωμών, την ανταγωνιστικότητα, τα κρατικά έσοδα, το δανεισμό, δικαίως θα απελευθερωνόταν ανεξέλεγκτη η οργή κατά των κυρίαρχων δυνάμεων (της ΝΔ και των υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ) για τα δεινά μιας ολόκληρης πενταετίας και τη φαύλη διαχείριση τεσσάρων δεκαετιών. Ο φόβος και τα Μνημόνια είναι η μόνη raison d? etre του παλιού δικομματισμού. Το κρισιμότερο όμως είναι πως η ελληνική οικονομία, πολιτική και κοινωνία είναι τελείως ανέτοιμες να υποδεχθούν τα στίφη των νοσταλγών του 2009.
.
Όπως το ανατολικογερμανικό καθεστώς το 1989, οι Έλληνες ιθύνοντες σπεύδουν να πουλήσουν φρούδες ελπίδες πως ο δρόμος προς την ευτυχία έχει πια ανοίξει. Όπως τότε στο Βερολίνο, δεν μπορούν να τιθασεύσουν την ελπίδα και τις προσδοκίες που απελευθερώνουν. Αν δεν ελεγχθεί αυτή η «στιγμή Σαμπόφσκι» της Μεταπολίτευσης, το επόμενο βήμα είναι οι αξίνες και η ανατροπή χωρίς ομαλότητα. Κι εδώ τελειώνουν οι αναλογίες με το 1989. Γιατί πίσω από ό,τι φαντάζει ως Τείχος των «τοκογλύφων δανειστών», της «ξένης κατοχής» και τα ρέστα, δεν μας περιμένουν οι Βέσις, αλλά η εξαθλίωση, η τυραννία και η εθνική καταστροφή.
.