Η σοσιαλδημοκρατική αστυνόμευση το μεγάλο στοίχημα για την ΕΛΑΣ

Λευτέρης Αντωνόπουλος 02 Φεβ 2014

Ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα. Για περισσότερο από 30 χρόνια εξτρεμιστικές οργανώσεις ουσιαστικά καθορίζουν την ατζέντα της αστυνόμευσης στην Αθήνα. Η ελληνική αστυνομία αντιδρώντας φοβικά και με γραφειοκρατικά αντανακλαστικά, αντιμετώπισε τις απειλές για επιθέσεις και τον πολιτικό εξτρεμισμό με υπέρμετρη κλιμάκωση και καθήλωση μεγάλων δυνάμεων γύρω από κυβερνητικά κτήρια και πιθανούς στόχους. Οι κινήσεις αυτές έδωσαν στο κέντρο την εικόνα «απαγορευμένης πόλης» ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής έντασης.

Όμως το πρόβλημα δεν λύθηκε και η πρακτική αστυνόμευσης που προκρίθηκε, οι στάσιμες δυνάμεις με στρατιωτική εξάρτυση που αναπτύχθηκαν σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας αποτέλεσαν μάλλον στόχο για επιθέσεις παρά αποτρεπτικό παράγοντα. Οι πολιτικές ελίτ αποδείχθηκαν κι αυτές ανίκανες ή εχθρικές στην αλλαγή του προτύπου αστυνόμευσης και πέρα από προεκλογικά αιτήματα εκδημοκρατισμού της αστυνομίας ή εξαγγελίες για τον «αστυνομικό της γειτονιάς», αρνήθηκαν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Ένα διαφορετικό πρότυπο αστυνόμευσης προϋποθέτει μια αξιακή αλλαγή που τοποθετείται σε αντιδιαστολή με το νεοφιλελεύθερο ή το παραδοσιακό αστυνομοκεντρικό-γραφειοκρατικό δόγμα και την ανοχή σε έκνομες συμπεριφορές.

Σε ποιες αξίες μπορεί να βασιστεί ένα νέο πρότυπο αστυνόμευσης; Πώς μπορεί να προσεγγίσει την κοινωνία; Και με ποια μέθοδο; Ένα από τα πιο πετυχημένα υποδείγματα αστυνόμευσης, είναι αυτό της Βρετανίας το οποίο ο εγκληματολόγος Robert Reiner χαρακτηρίζει σοσιαλδημοκρατικό. Βασικές του παραδοχές είναι η επιχειρησιακή ανεξαρτησία της αστυνομίας από τα κόμματα και τον άμεσο έλεγχο των πολιτικών, η έμφαση στην προστασία των πολιτών και όχι του κράτους ή των ελίτ και τελικά η πρόληψη του εγκλήματος παρά η καταστολή του. Όπως σημειώνει ο πρώην αρχηγός της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου Ian Blair σε άρθρο του στο περιοδικό New Statesman (6/6/2012): «το έγκλημα μπορεί να ελεγχθεί καλύτερα μέσω μιας ευρύτερης προσέγγισης από την αστυνομία, η οποία αποσκοπεί στο να αλληλεπιδράσει με το σύνολο της κοινότητας προκειμένου να οικοδομηθεί νομιμοποίηση και συναίνεση». Η νομιμοποίηση προέρχεται από την αναγνώριση από τους πολίτες του ηθικού δικαιώματος της αστυνομίας να ασκεί εξουσία και η συναίνεση από την προϋπόθεση ότι οι κανόνες είναι και δίκαιοι και εφαρμόζονται δίκαια.

Παρότι το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο βάλλεται και στην ίδια τη Βρετανία από την εξάπλωση δογμάτων μηδενικής ανοχής, αποτελεί ακόμα την επιτομή του ρόλου της αστυνομίας για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Σε περιοχές που όπως βλέπουμε, οι παραδοσιακοί θεσμοί του συνδικάτου, του κόμματος, της εκκλησίας ατονούν, η αστυνομία καλείται να σηκώσει ένα πολύ μεγάλο βάρος απέναντι στην αντικοινωνική συμπεριφορά και το έγκλημα. Το στοίχημα για την Ελληνική Αστυνομία είναι να καταφέρει να προσεγγίσει τους πολίτες. Πέρα από την απαραίτητη κάθαρση από τα όποια εξτρεμιστικά στοιχεία δρουν στους κόλπους της, θα πρέπει να κατοχυρωθεί εμπράκτως η ανεξαρτησία της από αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις. Αν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα δεν μπορούν ή δεν θέλουν, θα πρέπει να το πετύχει η φυσική ηγεσία της αστυνομίας.

Ο τρόπος είναι η συνεχής παρουσία και κινητικότητα της αστυνομίας κοντά στην κάθε γειτονιά, συνοικία η κοινότητα. Μόνο ένα αστυνομικό σώμα με μια σύνθεση χωρίς αποκλεισμούς που θα αντικατοπτρίζει την κοινωνική πολυμορφία και όχι μια μηχανοκίνητη δύναμη κατασταλτικής επέμβασης μπορεί να ξεπεράσει την δυσπιστία των πολιτών και να μετατρέψει την αστυνομία σε καθοριστικό θεσμό για την προστασία της κοινωνικής συνοχής. Μια τέτοια ριζική μεταρρύθμιση είναι που πραγματικά χρειάζεται. Και επειδή οι προφάσεις της αντίδρασης είναι πολλές, ο φόβος και το χαμηλό ηθικό είναι που εκτρέφουν τον εξτρεμισμό στα σώματα ασφαλείας, όσο και τη βία στις γειτονιές, που στοχοποιεί τόσο κοντόφθαλμα την αστυνομία την ώρα που οι λίγοι και ισχυροί διαθέτουν ιδιωτικούς στρατούς για την προστασία τους