Εδώ και καιρό έχω αρχίσει να αισθάνομαι βαθιά απέχθεια μπροστά σε κάθε αναφορά στις μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές διηγήσεις. Κάθε αναφορά στον καπιταλισμό, τον σοσιαλισμό, στην σοσιαλδημοκρατία, στον φιλελευθερισμό και σε άλλα παρόμοια, αντί να μου ανοίγει την όρεξη για διάλογο ή σκέψη, αντίθετα με φιμώνει. Βαθιά μέσα μου ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα η συνέχεια θα είναι κάποιο διαλογικό αδιέξοδο, του τύπου «άποψή σου και άποψή μου, ας σταματήσουμε τη συζήτηση». Οι ιδεολογίες μοιάζει ότι δεν μπορεί πια να διασταυρωθούν. Λειτουργούν απλώς σε παράλληλους κόσμους. Τι κατάντια για τους επίγονους του Διαφωτισμού! Η απέχθεια αυτή βαθαίνει μέρα με τη μέρα, πράγμα που πρώτη φορά μου συμβαίνει στη ζωή μου. Αφότου βρέθηκα μακριά από την αυτάρεσκη και βολική κοινότητα των πρωτευουσιάνικων διανοουμένων (μολαταύτα, χώρος πολύ αγαπητών φίλων), περιτριγυρίζομαι από μια καθημερινότητα όπου οι άνθρωποι δεν χάνουν ευκαιρία να δείξουν μια τραγική αντιφατικότητα σκέψης που, όμως, θέτει ωμά και σπουδαία πρακτικά ζητήματα. Ζητήματα στα οποία δεν μπορεί κανείς να απαντήσει με θεωρητικές γενικολογίες και αφορισμούς. Απαιτούν συγκεκριμένες και καλά αιτιολογημένες απαντήσεις. Αλλά, για να τελειώσω με τα ψυχολογικά μου, θέλω να πω ότι ενώ τον πρώτο καιρό οι συζητήσεις μου στην τοπική αγορά πολιτών (καφετέριες, τοπικές εκδηλώσεις και συζητήσεις στο πόδι, μέσα στο αμφιθέατρο και στα πηγαδάκια με τους φοιτητές μου) με οδηγούσαν στη συνέχεια στην βιβλιοθήκη μου για να αναζητήσω βοήθεια και απαντήσεις στα βιβλία μου, τώρα το πρόβλημά μου είναι ότι η αγορά πολιτών δεν αφήνει καν περιθώριο για ορθολογικό διάλογο. Είναι μουλαρωμένη σε στερεότυπα και συμπεριφέρεται σαν κουφή μπροστά σε κάθε απόπειρα αναλυτικού διαλόγου. Η κατάσταση αυτή είναι απελπιστική για έναν «διανοούμενο». Τι να κάνω, δηλαδή; Να αρχίσω να εντρυφώ στην ψυχανάλυση; Από το κουσούρι αυτό έχω απαλλαγεί από την προχωρημένη εφηβεία μου και δεν έχω καμία διάθεση να γυρίσω πίσω εξήντα χρόνια.
.
Κι όμως, το ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικό για να το αγνοήσουμε. Αν ο σχετικά πλούσιος διάλογος των διανοουμένων (στον οποίο εντρυφούμε) δεν εμπλακεί με την κοινωνική βάση, ελπίδα για πολιτική ανάταξη δεν υπάρχει. Γιατί, πώς να το κάνουμε, αυτή η βάση είναι και η δεξαμενή των ψηφοφόρων που εν τέλει κρίνουν τα πράγματα. Αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι συνεχίζουμε δημοκρατικά.
.
Τώρα, κάθομαι για βδομάδες και σκέφτομαι με ποιο τρόπο πρέπει να κατανοήσω αυτή την χαώδη απόσταση ανάμεσα στις αναζητήσεις των ελίτ μας και στις ανάγκες του εκλογικού σώματος για ουσιαστική “πολιτική διαφώτιση”. Κάποια στιγμή μου φώτισε το νου μια υποψία: Μήπως τώρα ακριβώς πληρώνουμε το ότι για σαράντα χρόνια τώρα, στην ουσία εξαπατούσαμε το εκλογικό σώμα με τον διπλό λόγο μας και τώρα αυτό το εκλογικό σώμα μας εκδικείται, ανταποδίδοντας τα όσα του διδάξαμε; Διπλός ήταν ο λόγος μας, όταν όλες οι ιδεολογικές αποχρώσεις και όλοι κομματικοί σχηματισμοί αλλιώς συζητούσαν στο πεδίο των διανοουμένων στελεχών τους και άλλη γλώσσα χρησιμοποιούσαν στις κομματικές και άλλες συγκεντρώσεις βάσης. Η πολιτική των μαζικών συγκεντρώσεων, μετέτρεψε την αγορά των πολιτών σε παλκοσένικο, όπου ο πρωταγωνιστής αναδεικνυόταν με τις ατάκες του και όχι με τον αναλυτικό λόγο. Δεν το λέω αυτό γιατί έτσι μου ήρθε. Έχω σχετικά βιώματα. Στη τριετή βουλευτική θητεία μου είχα καθιερώσει κάθε μήνα να κάνω συγκεντρώσεις πολιτών (όχι μόνο κομματικών φίλων) σε καφενεία της «επικράτειάς μου» και να κάνω αυτό που ονόμαζα «γενική πολιτική ενημέρωση». Και πράγματι, χωρίς ταπεινωτικές απλουστεύσεις, ενημέρωνα τους συγκεντρωμένους (που κάθε φορά γινόταν και περισσότεροι) για όσα είχαν συμβεί στη Βουλή, στο Συμβούλιο της Ευρώπης (ήμουν μέλος της κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας μας), στον τόπο, στον κόσμο κ.ο.κ. Στις πρώτες συγκεντρώσεις αυτού του είδους, υπήρξαν εντάσεις. Κυρίως από πολίτες που ανήκαν σε άλλους κομματικούς χώρους, και που θεώρησαν ότι τους δινόταν η ευκαιρία να αντιδικήσουν. Όταν είδαν ότι τους αντιμετώπιζα ως ισότιμους συζητητές και όχι ως οπαδούς αντίπαλων παρατάξεων, τα πράγματα ηρέμησαν και η ενημέρωσε προχωρούσε μέσα από ένα πολιτισμένο διάλογο για ώρες πολλές κάθε φορά. Στις «εξόδους» μου αυτές συνοδευόμουν αρχικά από σύσσωμη την νομαρχιακή επιτροπή του κόμματός μου, στην οποία όμως δεν έδινα το λόγο επειδή, όπως, τους είχα δηλώσει δεν θεωρούσα κομματικές τις συναντήσεις αυτές. Το δέχτηκαν, όχι πολύ εύκολα και ευχάριστα, αλλά το δέχτηκαν. Μερικοί, οι πιο προβεβλημένοι ως τοπικοί παράγοντες, αρκέστηκαν να με πλαισιώνουν στο τραπεζάκι απ’ όπου μιλούσα και στη συνέχεια διεύθυνα την συζήτηση, εξασφαλίζοντας έτσι την διάκρισή τους.
.
Από την πρώτη ήδη φορά, οι κομματικοί συνοδοί μου, με πίεζαν να περιορίσω τον αναλυτικό λόγο και να τον διανθήσω με την εκφώνηση κομματικών συνθημάτων. Κάποιοι παρεξηγούσαν την ησυχία που επικρατούσε στο ακροατήριο ως έλλειψη ενδιαφέροντος, και με παρότρυναν ως αυτοσχέδιοι υποβολείς «ρίξε κανένα ζήτω για να ξυπνήσουν». Δεν άλλαξα τακτική αλλά ούτε και το ακροατήριο έδειξε να προτιμά τα ζήτω και τα συνθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε επόμενη φορά να λιγοστεύουν τα μέλη της νομαρχιακής επιτροπής που με συνόδευαν, μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς και αντίθετα να αυξάνει θεαματικά το ακροατήριο. Δεν άντεξαν οι μεν τον ενιαίο διαυγή λόγο. Δεν μπόρεσαν να συντονιστούν με αυτή την ενιαία πολιτική γλώσσα. Δεν θέλησαν να ξεφορτωθούν τον ξύλινο λόγο που έκανε τα ακροατήρια να αντιλαμβάνονται και να αποκρίνονται με κενά στερεότυπα. Αλλά οι απλοί πολίτες δεν τους επιβράβευσαν. Στο μεταξύ, οι διανοούμενοι του χώρου, και του ευρύτερου χώρου συνέχιζαν τον αυτάρεσκο αναλυτικό λόγο τους σε όλα τα βήματα που τους ανοίγονταν, πλην των καφενείων όπου υπάρχουν οι απλοί ψηφοφόροι. Αυτός είναι ο «διπλός λόγος» στον οποίο αναφέρθηκα. Και να δούμε τώρα πόσο επίκαιρος είναι. Η τηλεόραση μου έκανε την μεγάλη χαλάστρα !
.
.
Η σοσιαλδημοκρατία ως πολιτικό πρόγραμμα και η σοσιαλδημοκρατία ως τέχνασμα (κόλπο)
.
Τελευταία παρακολουθώ τακτικά εννέα ιστότοπους όπου αναπτύσσεται λόγος για την αναγκαιότητα νέων πολιτικών αναδιατάξεων και ειδικά για την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Απολαμβάνω τις σκέψεις και τα κείμενα που διαβάζω και χαίρομαι κυρίως που υπάρχουν νέοι διανοούμενοι με επάρκεια και καθαρότητα σκέψης. Αποθησαυρίζω υλικό, αποδελτιώνω κείμενα, σχολιάζω στο περιθώριο και φρεσκάρω την επαφή μου με υλικό της βιβλιοθήκης μου. Μέχρι πρότινος όλη αυτή η γνώριμη διαδικασία με γέμιζε ευφορία και ελπίδα. Δεν μπορεί, τόση σκέψη και τόσες ιδέες κάποιους καρπούς θα αποδώσουν. Ύστερα, εξοπλισμένος με φρέσκες σκέψεις, πληροφορίες και καλή διάθεση, κατέβαινα στην αγορά των πολιτών. Εκεί αισθανόμουν σύντομα την πλήρη πολτοποίηση του νου μου. Όλο το νοητικό υλικό που θεωρούσα πολύτιμο, αποδεικνύονταν άχρηστο επειδή διαπίστωνα ότι βρίσκονταν εντελώς έξω από τα συμφραζόμενα του μέσου πολίτη. Ήταν σα να μιλούσαμε άλλη γλώσσα. Κάθε απόπειρα «μετάφρασης» εξελισσόταν σε απαράδεκτη μεταποίηση που όσο πλησίαζε στα στερεότυπα της αγοράς, τόσο απομακρύνονταν από την αρχική βάση της. Στο τέλος, σιχαινόμουν τον εαυτό μου επειδή διαπίστωνα ότι έπρεπε να προσχωρήσω στο πολιτισμό της ατάκας και του στερεότυπου προκειμένου να παραμείνει ζωντανός ο δεσμός που επιτρέπει να πιείς με ηρεμία τον καφέ με τους συνομιλητές σου. Κι όμως, αν αυτός ό κόσμος, αυτής της πολιτικής αγοράς δεν εμπλακεί με απελευθερωμένο το νου του σε αυτές τις αναζητήσεις, είναι ποτέ δυνατόν να προκύψει πραγματικός σοσιαλδημοκρατικός χώρος;
.
Μέσα σε αυτή τον ζοφερή εικόνα της βάσης (grass roots), και στην απελπισία μου να βρω πάσει θυσία τουλάχιστο μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας, άρχισε να ωριμάζει μέσα μου ένα τέχνασμα, για την ακρίβεια ένα «κόλπο», όπως περιφρονητικά το ομολογούσα στον εαυτό μου. Άρχισα να συνοψίζω τις θεμελιώδεις παραδοχές του δημοκρατικού σοσιαλισμού σε στερεότυπα του σύγχρονου πολιτικού διαλόγου. Αφαιρούσα όλο το ζουμί της πολιτικής φιλοσοφίας στην οποία θεμελιώνονταν η κάθε παραδοχή και κρατούσα το κουκούτσι, δηλαδή την τελική έκφραση σε όρους τρέχοντος πολιτικού αιτήματος. Έτσι για παράδειγμα, συναιρούσα τον πλούτο της θεωρίας περί ισότητας στο σύνθημα «όλοι το ίδιο φαγητό χρειαζόμαστε», απλούστευα την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης στο αίτημα «το κράτος οφείλει αυτό και εκείνο», μετέφραζα το αίτημα της εργασιακής χειραφέτησης ως προαπαιτούμενο ενάντια στην αλλοτρίωση του ατόμου στο λαϊκίστικο σύνθημα «κανένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου, ιδίως στο δημόσιο», αναδιαμόρφωνα το αίτημα της μεγιστοποίησης των περιθωρίων της ατομικής ελευθερίας στο πασίγνωστο σύνθημα «το κράτος είμαι εγώ», αναδιατύπωνα το αίτημα της συλλογικής δράσης στο σύνθημα «ένα προνόμιο για κάθε ομάδα πίεσης», και πάει λέγοντας.
.
Ως εκ θαύματος με το κόλπο αυτό έβλεπα ότι επί τέλους έσπαγα το φράγμα της γλώσσας και βρισκόμουν άνετα στο εσώτερο κύκλο της συζήτησης στην πολιτική αγορά. Το κόλπο έπιανε, λοιπόν. Αλλά, τι απέμενε από το σοσιαλδημοκρατικό ιδανικό; Προφανώς ο λαϊκισμός της ευκαιριακής συνθηματολογίας. Καταπτοημένος επέστρεφα στο σπίτι με την αίσθηση ότι πέτυχα κάτι πολύ μεγάλο: Μια τρύπα στο νερό.
.
Μπορούν οι διανοούμενοι του χώρου της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς να καταλάβουν τον μύθο; Θα μπορέσουν να προσγειωθούν στην δοκιμασμένη παραδοσιακή τακτική της επιστροφής στη βάση ως καθοδηγητών ενός κινήματος αντί να συνεισφέρουν στην συνθηματολογία εκλογικών διαδικασιών; Η θα μείνουν στους κρυστάλλινους πύργους των ελιτίστικων διαλόγων μας. Εν τέλει αντιλαμβανόμαστε την σοσιαλδημοκρατία ως ένα σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα, ή μήπως μας αρκεί που μπορεί να κερδίσουμε τις καρδιές του εκλογικού σώματος με ένα έξυπνο κόλπο;
.
Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου