Η συζήτηση για την ανάγκη δημιουργίας ενός κόμματος που θα εκφράζει και στη χώρα μας τον κόσμο που συσπειρώνεται γύρω από τις ιδέες και τις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας φαινομενικά έχει ανάψει. Μόνο που η συζήτηση αυτή γίνεται για τη διαδικασία και όχι για την ουσία. Πιο σωστά θα έλεγα γίνεται για τη διαδικασία, γιατί οι περισσότεροι απ’ όσους έχουμε εμπλακεί σ’ αυτή τη συζήτηση δεν ξέρουμε ή δεν θέλουμε να μιλήσουμε για την ουσία, που είναι το πρόγραμμα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο και μετά την αναδίπλωση της ΔΗΜΑΡ φαίνεται τα πράγματα να έχουν παγώσει και η συζήτηση να γίνεται απλά για να γίνεται. Λείπει αυτό το σπίρτο που θα ανάψει τη φλόγα της αντιπαράθεσης για το τι είναι και το τι πρέπει να είναι ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ένα κόμμα που καλείται να δημιουργηθεί σε συνθήκες μιας απίστευτης λιτότητας και όχι σε συνθήκες βιομηχανικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τη δημιουργία του ενιαίου ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου δεν είναι οι διαμορφωθείσες οικονομικές συνθήκες, αλλά η κυριαρχία των επικοινωνιακών πολιτικών επί των ιδεολογικών και προγραμματικών στόχων.
Σοσιαλδημοκρατία είναι το τρίπτυχο πάλη κατά των ανισοτήτων, δημιουργία σύγχρονου κράτους πρόνοιας και ενίσχυση του παραγωγικού ιστού, ο οποίος θα επιτρέψει την αναδιανομή. Αντί να αναζητούνται προγραμματικοί στόχοι για την πρακτική εφαρμογή αυτού του τρίπτυχου, η συζήτηση αναλώνεται σε προσωπικές επικοινωνιακές πολιτικές, που αν θέτουν κάποιο στρατηγικό στοίχημα είναι η συμμαχία με τους φιλελεύθερους ή μάλλον με αυτό που στην Ελλάδα κάποιοι ονομάζουν φιλελευθερισμό. Στην ουσία όμως το μόνο που αυτός ο χώρος γνωρίζει, είναι η αντιπάθεια για κάθε τι το δημόσιο. Δυστυχώς στην Ελλάδα, μέσα στην ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί, μερικοί την αντιπαλότητα με το πραγματικά μεγάλο βάρος που ασκούσε στον ελληνικό παραγωγικό ιστό ο κρατισμός, την προεκτείνουν σε σύγκρουση με την ανάγκη ύπαρξης ενός υγιούς δημόσιου χώρου.
Αν βαπτίσουμε σοσιαλδημοκρατία την απεμπόληση των τριών παραπάνω αξόνων – μάχη κατά των ανισοτήτων, κράτος πρόνοιας και αναδιανομή- τότε σίγουρα θα πετύχουμε κάτι, αλλά αυτό το κάτι θα είναι η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη. Η δημιουργία μιας σύγχρονης φιλελεύθερης, αντιεθνικιστικής και αντιλαϊκίστικης κεντροδεξιάς είναι ένας ευκταίος στόχος. Η χώρα τον έχει και αυτόν ανάγκη, όπως έχει ανάγκη όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου να εμπνέονται από αρχές του φιλελευθερισμού. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από τις επικοινωνιακού χαρακτήρα κινήσεις που μετατοπίζουν τον πολιτικό άξονα προς τα δεξιά. Δεν θέλω να γίνω αντιληπτός με λάθος τρόπο, θεωρώ πολύ σημαντική την ύπαρξη μιας σύγχρονης φιλοευρωπαϊκής ελληνικής κεντροδεξιάς, αλλά αυτός είναι ένας στόχος που θα πρέπει να τον πετύχει η ίδια, με τις δικές της δυνάμεις και όχι με την ενσωμάτωση σ’ αυτήν των όποιων σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων.
Εξάλλου η σημερινή κυριαρχία της επικοινωνιακής και παραγοντίστικης διάστασης της πολιτικής, στην οποία κυριαρχούν ομάδες ειδικών συμφερόντων με τη συμμετοχή αποϊδεολογικοποιημένων και απολίτικων εκπροσώπων, καθόλου δεν τιμά τη δημοκρατία. Αυτή η διαπλοκή ετερόφωτων παραγόντων και παραγοντίσκων με τους φορείς της μαζικής επικοινωνίας με το να διαστρέφει τα πραγματικά προβλήματα και να τα μετατρέπει σε ζητήματα επικοινωνίας, αποτελεί το μεγαλύτερο αγκάθι στο σώμα της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας, αλλά και το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ανοίξει η προγραμματική συζήτηση για το ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε.
Βεβαίως το ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό εγχείρημα θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αν τα προηγούμενα χρόνια οι όποιες δυνάμεις το εξέφραζαν, είχαν λειτουργήσει πιο πολιτικά, είχαν συγκρουστεί τόσο με κατεστημένα συμφέροντα όσο και με χρόνιες εσωτερικές παθογένειες, όπως ο κρατισμός και ο λαϊκισμός. Αν είχαν συγκρουστεί δηλαδή μέχρι τέλους (ασφαλιστικό Γιαννίτση) προκειμένου να χτίσουν ένα αξιόπιστο κράτος δικαίου, το οποίο θα υποστηρίζονταν από έναν ευέλικτο κρατικό μηχανισμό και θα υπηρετούσε ένα ορθολογικό κοινωνικό κράτος παροχής υπηρεσιών.
Αν δηλαδή υποστήριζαν όχι ένα κράτος – βιομήχανο, ούτε ένα κράτος που παρέχει επιδόματα σ’ όσους «έχουν μέσο», παρά ένα κράτος που επιδοτεί όσους έχουν πραγματικά ανάγκη και παρέχει σ’ όλους όσοι το επιθυμούν καθολικές υπηρεσίες υπηρεσιών στους τομείς της υγείας, της παιδείας, των συγκοινωνιών και της ατομικής ασφάλειας. Αυτό το κράτος παροχής υπηρεσιών πρόνοιας δεν αποτελεί απλώς δίκτυ ασφαλείας για τους ασθενέστερους, αλλά σύγχρονη αναπτυξιακή πρόταση. Από την άλλη όπως η λύση δεν ήταν να βαπτίζεται ως λαϊκό κάθε συντεχνιακό και λαϊκίστικο αίτημα, έτσι και σήμερα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως λαϊκίστικο κάθε λαϊκό αίτημα.
Για να γίνει όμως η στροφή προς αυτές τις νέες πολιτικές χρειάζεται νέα πολιτικά στελέχη να πλαισιώσουν αυτές τις πολιτικές, από κοινού με ανθρώπους που στις εποχές του «λαϊκισμού» δεν δίσταζαν να έρχονται κόντρα στο ρεύμα, αλλά και με ανθρώπους που δεν υποτιμούν την ανάγκη συμμαχίας των εντός της αγοράς εργασίας με όσους βρίσκονται εκτός ή κινδυνεύουν να βγουν απ’ αυτήν. Και όχι βεβαίως συμμαχίες με όσους ζητούν όλο και περισσότεροι να βρεθούν εκτός εργασίας.
Βεβαίως όλα αυτά χρειάζονται και τη βοήθεια μιας άλλης Ευρώπης, σύνθημα της οποίας δεν θα είναι το implementation, αλλά το redistribution. Γι’ αυτό όμως θα αναφερθώ σ’ άλλο άρθρο μου.
Αν δεν γίνουν τα παραπάνω κινδυνεύουμε να πάθουμε ότι ο βοσκός με τους λύκους. Όταν αυτοί ήρθαν πραγματικά, κανείς δεν τον πίστεψε. Ελπίζω οι ευρωεκλογές που έρχονται να μη βρουν την ελληνική σοσιαλδημοκρατία στο ρόλο του βοσκού, γιατί αλλοίμονο τότε θα γνωρίσουμε για τα καλά και τους λύκους.