Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης η Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα προκαλούσε, το λιγότερο, καχυποψία στους κόλπους όλων των εκδοχών της Αριστεράς (κομμουνιστογενούς, ανανεωτικής, ριζοσπαστικής και σοσιαλιστικής). Ανεξάρτητα από τις ιστορικές και ιδεολογικές αιτίες γι’ αυτήν την καχυποψία, νομίζω ότι αξίζει να αναφερθώ εν συντομία στο τι διαφορετικό κόμισε αυτή στην πολιτική ζωή της ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Η διαμορφούμενη ακόμη από την εποχή του Μπερνστάιν Σοσιαλδημοκρατία απέρριψε τον οικονομισμό, ο οποίος ήταν η κυρίαρχη σκέψη στην Αριστερά της εποχής. Ιστορικά η Σοσιαλδημοκρατία δεν αποτέλεσε κάποιο συμβιβασμό μεταξύ του Φιλελευθερισμού και του Μαρξισμού, αλλά μια νέα πρόταση για το πρωτείο της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Πρωτείο που ούτε ο Φιλελευθερισμός ούτε ο Μαρξισμός αναγνώριζαν. Σήμερα ο οικονομισμός κυριαρχεί στη νεοφιλελεύθερη σκέψη. Αυτό αντανακλάται στην αντίληψη που επικρατεί στις συνθήκες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία εισήλθε σε βαθιά κρίση, όταν εισχώρησε στη λογική που παρέδιδε το πρωτείο στην οικονομία αντί στην πολιτική, στο χρηματοπιστωτικό αντί στο παραγωγικό κεφάλαιο, στο λιγότερο κράτος αντί στο κράτος των υπηρεσιών… Η όποια εκδοχή της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας απέτυχε, όταν ακολούθησε ανορθολογικές δαπάνες στο όνομα των συντεχνιακών συμφερόντων και του λαϊκισμού και όχι πολιτικές για τη συγκρότηση ενός μοντέλου παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.
Η Σοσιαλδημοκρατία δεν ανέτρεψε τον καπιταλισμό, αντιθέτως τον έσωσε. Από αυτή την οπτική γωνία «πρόδωσε» όσους ήθελαν να τον ανατρέψουν. Την ίδια όμως στιγμή αυτός ο διασωσμένος καπιταλισμός δεν είχε πλέον καμία σχέση με το ανεξέλεγκτο laissez-faire. Η μεταπολεμική Σοσιαλδημοκρατία συμπυκνώθηκε στο τετράπτυχο υψηλές δημόσιες δαπάνες – προοδευτική φορολογία – πλήρης απασχόληση – λελογισμένες αυξήσεις μισθών. Ένα τετράπτυχο που μπορούσε να λειτουργήσει στο πλαίσιο των εθνών κρατών. Τίποτα όμως δεν προδικάζει ό,τι αυτό δεν μπορεί να λειτουργεί και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως αποτελούσε πολιτική απόφαση η δημιουργία του κράτους παροχής υπηρεσιών, η αναδιανομή και ο στόχος της μείωσης των ανισοτήτων, κυρίως μέσω της άσκησης κατάλληλων προοδευτικών φορολογικών πολιτικών, έτσι μπορεί να αποτελέσει πολιτική απόφαση η διεκδίκηση ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού και παγκόσμιου κεϊνσιανισμού, με το πρωτείο της πολιτικής και της κοινωνίας έναντι της οικονομίας, αλλά και του κράτους.
Σήμερα, όπως υποστηρίξαμε ο Φίλιππας Σαχινίδης και εγώ σ’ ένα άρθρο μας στα Νέα (13-06-2014) με τίτλο «Ζητείται Σοσιαλδημοκρατία», αυτή οφείλει να καταθέσει προτάσεις για «την εποπτεία των τραπεζών, για τη φορολογική συνεργασία, για το ζήτημα του ελέγχου των χρηματοοικονομικών αγορών, για την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη που διέπει τη λειτουργία της ΕΚΤ έτσι ώστε η νομισματική πολιτική να υπηρετεί όχι μόνο τον στόχο της σταθερότητας των τιμών αλλά και την αύξηση της απασχόλησης». Αυτά οφείλουν να είναι το Σχέδιο της υπάρχουσας ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και το Σχέδιο της υπό διαμόρφωση ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας.
Είναι ένα πράγμα να αποδεχτούμε ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, κύριος αλλά όχι μοναδικός υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση, με δεδομένη την κατάρρευση του ελληνικού κρατισμού και την άρνηση των εταίρων να χρηματοδοτήσουν τη χώρα με βάση κάποιο άλλο σχέδιο, όφειλε να αποδεχτεί το Μνημόνιο. Είναι όμως άλλο πράγμα να δεχτούμε ό,τι αυτό το Μνημόνιο μπορεί να αποτελεί και το ελληνικό κεντροαριστερό σχέδιο ανασυγκρότησης. Είναι διαφορετικό η Κεντροαριστερά να συνομιλεί με τη Δράση και το όποιο Φιλελεύθερο Κέντρο, όλοι έχουν πολλά να ωφεληθούν απ’ αυτό τον διάλογο και άλλο το πρόγραμμα της Δράσης να είναι το πρόγραμμα της Κεντροαριστεράς. Είναι άλλο πράγμα η Φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και άλλο πράγμα η Νεοφιλελεύθερη «Σοσιαλδημοκρατία» των ενδιάμεσων πόλων.
Η Σοσιαλδημοκρατία φυσικά και δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση φαινομένων όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, ο έλεγχος των δαπανών, η ανταγωνιστικότητα, η αποδοτικότητα και οι ορθολογικές επιλογές στην ελεύθερη οικονομία. Σήμερα όμως το πρόβλημα στην όποια υπό διαμόρφωση ελληνική Σοσιαλδημοκρατία ή Κεντροαριστερά είναι αλλού. Ένα ρεύμα ιδεών που επικαλείται την Κεντροαριστερά ή την Σοσιαλδημοκρατία αποδέχεται όλα τα ιδεολογήματα περί της ενοχής του κράτους και της πολιτικής για την εμφάνιση και τα δεινά της κρίσης. Αυτή η Κεντροαριστερά καταπίνει αμάσητα τα ιδεολογήματα που θέλουν κάθε κρατική δαπάνη να είναι αντιαναπτυξιακή. Η Κεντροαριστερά του περίφημου ενδιάμεσου πόλου ξεχνά ότι το μικρότερο και λιγότερο δαπανηρό κράτος στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών είναι πολύ ακριβότερο και πολύ πιο δαπανηρό στον τομέα των κοινωνικών και ψυχολογικών παρενεργειών από την απουσία κράτους πρόνοιας. Ενώ επίσης, και το κυριότερο, ένα κράτος που αφήνει ανυπεράσπιστους τους πολίτες του στους κινδύνους της ανεξέλεγκτης ελεύθερης αγοράς, θα κληθεί να πληρώσει πολλά περισσότερα λόγω του δημοκρατικού ελλείμματος, που προκύπτει απ’ αυτή του τη συμπεριφορά.
Η Κεντροαριστερά ενώ είναι κίνηση, όπως το ήθελε ο Μπερνστάιν, και ως τέτοια πρέπει συνεχώς να δρα, δεν μπορεί να είναι «Δράση». Το πρόγραμμα της δεν μπορεί να είναι νεοφιλελεύθερο, αν και η ίδια χρειάζεται να ενσωματώσει τον Κλασικό και τον Πολιτικό Φιλελευθερισμό στα προτάγματά της. Ναι τον Κλασικό Φιλελευθερισμό, τον οποίο αγνοεί ο Νεοφιλελευθερισμός.