Η Σοσιαλδημοκρατία έχει προτάσεις και μέλλον

Παντελής Καψής 11 Οκτ 2015

H εκλογή ενός πατεντάτου αριστερού στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας έχει προκαλέσει κατάθλιψη στους βουλευτές του. Ολοι τους σχεδόν θεωρούν ότι εγκαταλείποντας το κέντρο δεν θα έχουν την παραμικρή ελπίδα να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές. Την ιδια στιγμή ωστόσο έχει προκαλέσει ένα κύμα ενθουσιασμού σε νέους ψηφοφόρους, με αποτέλεσμα σήμερα οι Εργατικοί να έχουν περισσότερα μέλη από τους Συντηρητικούς, τους Φιλελεύθερους και τους Σκοτσέζους εθνικιστές μαζί! Αριστερά ή δεξιά λοιπόν; Ποιος είναι ο δρόμος για την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά;

Σε όλη την Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι αντιμέτωπα με ένα δύσκολο δίλημμα. Αν απευθυνθούν στη συρρικνούμενη παραδοσιακή εκλογική τους βάση αποκόπτονται από τη μεσαία τάξη και τα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας και αδυνατούν να διεκδικήσουν την εξουσία. Υιοθετώντας έναν εθνικό λόγο όμως, όπως οι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο στα ξενοφοβικά-αντισυστημικά κόμματα τα οποία εκμεταλλεύονται την οργή και την ανασφάλεια των εργαζομένων μπροστά σε φαινόμενα όπως η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η μετανάστευση και οι διευρυνόμενες ανισότητες. Ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ. Ακολούθησε μια πολιτική εθνικής ευθύνης υπερασπιζόμενο τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και αποκόπηκε από την παραδοσιακή του βάση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα πρώην πράσινα κάστρα των λαϊκών γειτονιών το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε. Κάτι παρεμφερές έπαθε και το Ποτάμι. Υιοθέτησε έναν άκρως μεταρρυθμιστικό λόγο, επιστράτευσε εξέχουσες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής ελίτ, βρέθηκε ωστόσο χωρίς ακροατήριο. Στα λαϊκά στρώματα δεν έχει πέραση και τα αστικά στρώματα πολύ λογικά προτίμησαν τη Νέα Δημοκρατία, έστω και σαν το μικρότερο κακό μπροστά στον ΣΥΡΙΖΑ.

Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα πιο αναζωογονητικό για ένα κόμμα από την αντιπολίτευση. Ιδίως όταν η κυβέρνηση έχει να εφαρμόσει ένα ιδιαίτερα σκληρό Μνημόνιο που φορολογεί και περικόπτει ό,τι έχει απομείνει. Ο πειρασμός θα είναι μεγάλος γι’ αυτό που στο Ποτάμι ονόμασαν «δομική» αντιπολίτευση: το «όχι σε όλα» δηλαδή, με διακοσμητικές αναφορές στις μεταρρυθμίσεις. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, μάλιστα, μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποδώσει. Το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με απόλυτη επιτυχία, γιατί όχι και η Κεντροαριστερά; Το έχει κάνει άλλωστε στο παρελθόν εξίσου επιτυχημένα. Υπάρχουν βέβαια προβλήματα.

Το κυριότερο είναι η αξιοπιστία. Οταν έχεις υιοθετήσει δύο Μνημόνια, το να αντιδράς στο τρίτο μοιάζει υποκριτικό, όσες «κόκκινες γραμμές» και «ισοδύναμα» και αν επικαλείσαι. Κι αυτό ανεξάρτητα από τις ευθύνες που έχει ο κ. Τσίπρας για το ότι φτάσαμε σ’ αυτό. Στο δικομματικό σύστημα άλλωστε αυτού του τύπου την αντιπολίτευση μπορεί να την κάνει πολύ πιο αποτελεσματικά η Νέα Δημοκρατία. Ενδεχομένως και πιο πειστικά αντιπαραθέτοντας στα φορολογικά μέτρα ένα πρόγραμμα συρρίκνωσης του κράτους που ταιριάζει στην ιδεολογία της.

Αν όχι «αντιπολίτευση σε όλα» όμως, τότε τι; Πολιτική «εθνικής ευθύνης»; Στήριξη της κυβέρνησης στην εφαρμογή του Μνημονίου με επιμέρους διαφοροποιήσεις; Πρόκειται για τον πιο σίγουρο δρόμο στην αυτοκτονία αφού αναιρεί τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης ενός διακριτού σοσιαλδημοκρατικού φορέα. Αντιπολίτευση με ποια στρατηγική λοιπόν;

Στην προεκλογική περίοδο η Δημοκρατική Συμπαράταξη πρώτη διατύπωσε τη θέση για μια ευρύτερη συμφωνία όλων των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων για το πώς θα βγούμε από το Μνημόνιο. Ενα είδος ιστορικού συμβιβασμού αλά ελληνικά. Η κυβέρνηση το αρνήθηκε. Ισως είναι η ώρα αυτός ο συμβιβασμός να εκφραστεί στην κοινωνία. Μια συμπαράταξη φορέων και θεσμών, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις επιχειρήσεις έως τις ΜΚΟ, συνεταιριστικές δομές ή την εκπαιδευτική κοινότητα που θα έχει στόχο ανατροπές που θα επηρεάζουν και την καθημερινότητα του πολίτη. Ηδη οι πιο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις στον καιρό της κρίσης έχουν γίνει από εμπνευσμένους δημάρχους, με πιο χτυπητά παραδείγματα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τα περιθώρια για να γίνουν πολύ περισσότερα είναι μεγάλα αν υπάρξει η βούληση. Από τα ΚΑΠΗ, που εξακολουθούν να είναι καταφύγιο χιλιάδων πολιτών, έως τα κοινωνικά ιατρεία που έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης και μπορεί να δείχνουν τον δρόμο για νέες μορφές αλληλεγγύης. Αλλά και στην παραγωγή: ήδη στον Δήμο της Αθήνας έχουν υπάρξει δομές για την ενίσχυση νεοφυών επιχειρήσεων και το ίδιο μπορεί να γίνει σε συνεργασία με πανεπιστήμια.

Χωρίς το κεντρικό κράτος βέβαια υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να επιτευχθεί. Ο στόχος ωστόσο θα είναι να δοθεί και να αναδειχθεί το ριζοσπαστικό περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων. Ενα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν μπορεί να είναι κόμμα της συντήρησης και της προστασίας των κεκτημένων. Αντιθέτως πρέπει να μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για παραγωγική, θεσμική και κοινωνική ανασυγκρότηση. Να εκπροσωπήσει το μέλλον, να μην επαναπαύεται στο χθες. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη εκτός από την ενότητα πρεπει να ανακαλύψει ξανά την ταυτότητά της.